Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ


ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Στις 6 Ιουνίου 1989 με πρόταση του Αοίδιμου Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου
η Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου όρισε την πρώτη Σεπτεμβρίου ως ημέρα προσευχής υπέρ της Προστασίας του Φυσικού Περιβάλλοντος. Στην εποχή μας, κατά την οποία η βάναυση συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στη φύση και η εγκληματική εκμετάλλευσή της έχει γίνει πλέον συνηθισμένος τρόπος ζωής.

Σε μια εποχή που η μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων, η καταστροφή των δασών είναι ένα ορατο φαινόμενο, η συνεχώς αυξανόμενη χρήση φαρμάκων και χημικών ουσιών ως αποτέλεσμα εφαρμογής βιομηχανικών μεθόδων στη γεωργία και κτηνοτροφία, έχουν οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο τον πολιτισμένο λεγόμενο κόσμο.Η φύση ως Κτίση Θεού δόθηκε απο τον Θεό στον άνθρωπο για χρήση και όχι παράχρηση ή κατάχρηση, σύμφωνα μέ το «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» (Γένεσις).

Ο άνθρωπος ορκίστηκε χρήστης της φύσης και όχι καταχραστής της. Σήμερα στη φύση ως Κτίση είναι κατάδηλα τα σημάδια της βαναυσότητας του ανθρώπου, γεγονός που οδηγεί στην εξαφάνιση της ζωής.

Η αλλαγή στάσης και νοοτροπίας του σημερινού ανθρώπου απέναντι στη φύση και το περιβάλλον μπορεί να προέλθει μόνο ως συνέπεια ιδεολογικής επανατοποθετήσεώς του απέναντι στα ουσιώδη της ζωής, διότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως πνευματικό και επομένως έχουν λόγο η Εκκλησία και η Θεολογία της.

Η πρόσληψη της ύλης ως στοιχείο συμμετοχής στη σωτηρία είναι ολοφάνερη στην Ορθόδοξη υμνολογία. Στην εορτή των Θεοφανείων, στον αγιασμό των υδάτων είναι αποκαλυπτική η δυνατότητα της Εκκλησίας να προσλαμβάνει την ύλη και να την καθαγιάζει. «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις», «Και καταξίωσον ημάς εμπλησθήναι του αγιασμού σου, δια της του ύδατος τούτου μεταλήψεως και ραντισμού».

Η Εκκλησία μας καθαγιάζει την ύλη, ο ίδιος ο υλικός κόσμος συμμετέχει δοξολογικά: «.…πάσα η κτίσις ύμνησέ Σε επιφανέντα» στο έργο της σωτηρίας, που επιτυγχάνεται και δια υλικών στοιχείων όπως το νερό...

Όλα τα μέσα μαζικής ενημερώσεως σήμερα μιλούν για ενημέρωση, διαφώτιση, οργάνωση γύρω από το οικολογικό πρόβλημα. Και ενώ καθημερινά γίνονται αναφορές και περιγραφές μεγεθών καταστροφής και αριθμών που καθορίζουν διεθνώς τη μόλυνση, κανείς δεν υποψιάζεται τη μετάνοια, ως αλλαγή σκέψης, φρονήματος και νοοτροπίας ως κατ’ εξοχήν ασκητικής οδού.

Μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, συναντάται η αντίληψη της πρόσληψης του διασπασμένου και κατακερματισμένου από τη φθορά κόσμου, για ν’ ανακαινισθεί και να μεταμορφωθεί με τη χαρισματική δύναμη της λατρείας ως αναφοράς των πάντων στον Θεό, και της θεραπευτικής δύναμης της αγάπης, που πηγάζει από «καιομένη καρδία», γεμάτη συμπόνια για όλη την κτίση μέσα από μία υπερβατική διαδικασία.

Μία μεγάλη ευκαιρία για να αναλογισθούμε όλοι, ασχέτως θρησκευτικού φρονήματος, την περιβαλλοντική κρίση, η περιβαλλοντική κρίση και ιδιαιτέρα ή κλιματική αλλαγή να αποτελεί πλέον την μεγίστη απειλή για κάθε μορφή ζωης στόν πλανήτη μας, είναι προφανής η ευθεία διασύνδεση της προστασίας του περιβάλλοντος με όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

 Η υποβάθμισή και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί πράξη ιεροσυλίας και αμάρτημα, και περιφρόνηση προς το έργο του Θείου Δημιουργού. Το ανθρώπινο γένος είναι επίσης μέρος της Δημιουργίας. Η έλλογος του φύσις και η δυνατότητα επιλογής μεταξύ του καλού και του κακού παρέχουν στον άνθρωπο ιδιαίτερα προνόμια, αλλά και σαφείς υποχρεώσεις. Πράγματι, ἡ μέριμνα και φύλαξη της Δημιουργίας αποτελεί ευθύνη όλων σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο.

Άγγελος Ασημινάκης
Φοιτητής Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Η ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Η ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί συνάδελφοι, Χριστός Ανέστη! Παρ' ότι είμαι τελευταίος στη μακρά ομήγυρη των εκλεκτών ομιλητών θα τολμήσω να μεταβάλω το πλαίσιο, λίγο, για να μπορέσουμε να προβληματιστούμε πάνω στο θέμα μας ακόμη καλύτερα. Σκεφτόμουνα έντονα αυτές τις λίγες μέρες που μπόρεσα να ασχοληθώ με το ζήτημα, το γιατί να είναι τόσο δύσκολο να συνεννοηθούμε, εννοώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πάνω σε ένα θέμα το οποίο φαινομενικά φαίνεται πολύ εύκολο και αυτονόητο. Χριστιανοί είμαστε, στις καταβολές του πολιτισμού μας (όχι, για παράδειγμα, Γνωστικοί, οπότε η Δημιουργία θα ήταν κακή στη φύση της) η ανθρώπινη ζωή είναι έτσι δώρο Θεού, άρα δεν αφαιρείται ουδέποτε με κανένα πρόσχημα. Γιατί το πρόβλημα αυτό είναι τόσο περίπλοκο; Και οι νομοθεσίες, όπως μαθαίνουμε, και θα γίνουν πιθανώς και άλλες και πιθανώς θα έρθουν και σε εμάς, δεν φαίνεται να αγνοούν πως αυτού του είδους τα διλήμματα προκαλούν συγκρούσεις.

Πηγή: "Επιτροπή Βιοηθικής"

Όμως, γιατί άραγε να μην είναι πράγματι αυτονόητο αυτό το τόσο φαινομενικά αυτονόητο θέμα; Αυτό με απασχόλησε και ίσως σε αυτό μπορώ να καταθέσω μια συμβολή· στο να δούμε δηλαδή γιατί δεν είναι τόσο αυτονόητο το ζήτημα της ευθανασίας. Αν μπορούσα, λοιπόν, να απαντήσω μονολεκτικά στο ερώτημα αυτό, θα απαντούσα ως εξής: Προέρχεται το γεγονός αυτής της αντίφασης από το ότι η σύγχρονη mentalite, η σύγχρονη νοοτροπία, έχει διαμορφωθεί από χριστιανικές αλήθειες, όπως έλεγε ο Chesterton, "που τρελάθηκαν". Και έτσι με τον τρόπο αυτό έχουμε αντικρουόμενες γνώμες μέσα σε μια και την αυτή χριστιανική μήτρα. Είναι παράξενο αυτό. Και αυτό είναι που κάνει τη συνεννόηση ακριβώς δύσκολη.

Θα προσπαθήσω να το δείξω αυτό κατ' αρχήν σε ένα φιλοσοφικό και θεολογικό ταυτόχρονα πλαίσιο, μιλώντας για ένα θέμα το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε, νομίζω, εξατομίκευση του θανάτου στη Δύση και στη σύγχρονη κοινωνία. Η εξατομίκευση του θανάτου είναι ένα φαινόμενο το οποίο στη χριστιανική Δύση αρχίζει νομίζω από την Αναγέννηση και μετά και μάλιστα από το 15ο-16ο αιώνα. Προηγουμένως υπάρχει ένας κοινοτικός θάνατος. Ο θάνατος συμβαίνει μέσα σε μια κοινωνική ομάδα, στην ενορία, κατ' αρχήν, στη γειτονιά και στην οικογένεια του νεκρού στη συνέχεια, εκτίθεται ο νεκρός, είναι δημόσιος ο θάνατος, δεν κρύβεται, το μυστήριο του θανάτου είναι αντικείμενο μυήσεως για τους νέους, για τα παιδιά, απ' τα παιδικά τους ακόμα χρόνια, δεν υπάρχει κανένα ταμπού δηλαδή για το θάνατο. Και διατηρεί ο θάνατος έτσι αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τα οποία είχε και στην πρώιμη θα λέγαμε Μεσαιωνική περίοδο.

Φυσικά, δεν ξέρω αν πρέπει να αναφέρω κάτι περισσότερο για το μακάριο θάνατο της Αρχαιότητας, όπως είναι γνωστός απ' την πλατωνική παράδοση. Αναφέρθηκε ήδη νομίζω αυτό. Είδαμε το Σωκράτη να πεθαίνει μακαρίως στο Φαίδωνα του Πλάτωνα, να ετοιμάζεται να προσφέρει μάλιστα και θυσία στον Ασκληπιό, γιατί ο θάνατος φαίνεται να πραγματώνει εδώ έργο της φιλοσοφίας. Επομένως, λέγει ο Σωκράτης, αγωνιζόμουν μια ζωή για να πεθάνω, έφτασε η ώρα να πεθάνω και πρέπει να χαίρομαι. Ήρθε η ώρα της φιλοσοφίας, η ώρα της εκπληρώσεως της φιλοσοφίας. Στο νεοπλατωνισμό θα ακολουθήσει αυτού του είδους η, θα το έλεγα, "θανατοφιλία". Όχι τόσο στον Πλωτίνο ίσως, γιατί ο Πλωτίνος δίνει μεγάλη σημασία και στη θέα του Ενός ήδη στη ζωή αυτή, αλλά στον Πορφύριο, το μαθητή του Πλωτίνου, ο οποίος μας έκανε να πιστεύουμε ότι όλος ο νεοπλατωνισμός είναι μια μακάρια "θανατοφιλία" σε μεγάλο βαθμό. Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο Μεσαίωνα. Ο θάνατος είπαμε είναι δημόσιος, κοινός κ.λ.π. και φτάνει κάποια στιγμή ο 15ος-16ος αιώνας όπου έχουμε την πρώτη φάση της εξατομίκευσης του θανάτου. Είναι πέντε αυτές οι φάσεις, όπως τις έχω εγώ, τουλάχιστον κατατάξει.

Η πρώτη φάση λοιπόν είναι η φάση του ανθρωπισμού. Δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος αιώνας και βλέπουμε εκεί (θα έπρεπε να είχα λογοτεχνικά κείμενα να σας διαβάσω, τα οποία θα επιμήκυναν φοβερά, όμως, την εισήγηση αυτή) πως ο θάνατος είναι για πρώτη φορά όχι απλώς ένα φυσιολογικό γεγονός, πνευματικά φυσιολογικό, αλλά είναι και μια οδύνη πολύ προσωπική, η οδύνη της απόλυτης φθοράς. Χάνεται η απτή ομορφιά, χάνεται η μοναδικά πραγματική γήινη ύπαρξή μου. Το γεγονός αυτό προξενεί μια βαθύτατη λυρική ατομική οδύνη, μαζί με τα νεκρώσιμα, συλλογικά ξενυχτίσματα, τα οποία βεβαίως συνεχίζονται: Τα δείπνα, η μεταθανάτια συμφιλίωση, οι οικιακές νεκρώσιμες τελετές, όπως τις ονόμασαν οι κοινωνιολόγοι.

Η αποφασιστική τροπή που θα πάρει, ωστόσο, η εξατομίκευση του θανάτου, νομίζω είναι στο 18ο αιώνα με το Διαφωτισμό. Με το Διαφωτισμό έχουμε, νομίζω για πρώτη φορά, μια αντίθεση ριζική προς το θάνατο και προς την τρομοκρατία του (συνήθως εκκλησιαστικού) λόγου περί του θανάτου. Ας μην ξεχνούμε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ασκεί ένα είδος τρομοκρατίας στο θέμα αυτό, τρομοκρατίας λόγω της θεολογίας της, μια θεολογία η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι δικανική θεολογία. Είναι μια θεολογία ενοχική. Επομένως, ο θάνατος είναι και η παράσταση προ του Κριτού και μάλιστα με έναν τρόπο ο οποίος στο συλλογικό υποσυνείδητο δρα τρομοκρατικά. Έχουμε μια επίθεση ιατρική κατά του θανάτου για πρώτη φορά, με τα ασθενή μέσα της εποχής, στο δέκατο-έβδομο αιώνα με ιδεολογικό, επίσης, περιεχόμενο για πρώτη φορά. Ο θάνατος πλέον σοκάρει, είναι ανυπόφορος, πρέπει, αν θέλετε, να τον ορθολογικοποιήσουμε. Η ορθολογικοποίηση του θανάτου είναι ένα πνευματικό φαινόμενο τελικά που δρα αρνητικά κατά του μυστικισμού του θανάτου ο οποίος στο Μεσαίωνα δεν είναι πάντοτε υγιής αλλά είναι και πολύ άρρωστος πολλές φορές. Να θυμηθούμε τώρα τα περί μαγείας, τα περί ξωτικών, τα περί θρύλων; Όλοι οι θρύλοι και όλη αυτή η κουλτούρα η μυθική του θανάτου είναι κάτι που ο διαφωτιστής χρειάζεται να το απωθήσει, για να βρει τον ατομικό του θάνατο.

Την ίδια εποχή και λίγο νωρίτερα γεννιέται το λεγόμενο αποσυνδεδεμένο "εγώ" με τον Ντεκάρτ, τον Λοκ και τον Καντ. Πρόκειται για το αποσυνδεδεμένο υποκείμενο, detached self το ονόμασαν οι Άγγλοι ιστορικοί της φιλοσοφίας, το καθαρό πνευματικό, ψυχικό "εγώ" το οποίο εξαίρεται από παραδόσεις, από θρησκείες, από το ίδιο το σώμα και τα κρύβει όλα αυτά από την ομάδα, ζει υποκειμενικά ολόκληρο το "είναι". Όσοι έχουν διαβάσει Καρτέσιο ξέρουν τη νοοτροπία του. Η αλήθεια δεν είναι πλέον η μετοχή στην έξω μου αλήθεια του Θεού και του κόσμου, αλλά η αλήθεια είναι ό,τι σκέπτομαι εγώ ο ίδιος, η αλήθεια είναι δεδομένο του νου, δεν είναι κάτι στο οποίο μετέχω υπαρξιακά αλλά κάτι το οποίο παράγω νοητικά. Πολύ περισσότερο προχωρούμε με τον Τζον Λοκ ο οποίος μιλά για ένα υποκείμενο αποσυνδεδεμένο επίσης από την κοινότητα και τις παραδόσεις της, στο οποίο ανήκει η ιστορία. Μεγάλος ιστορικός δυναμισμός απελευθερώνεται έτσι και φυσικά προκαλείται τώρα και ένας νέος προσδιορισμός του θανάτου. Δεν είναι δυνατόν ένα τέτοιο υποκείμενο να πεθαίνει μέσα στην κοινότητα. Είναι ένα υποκείμενο που πεθαίνει όπως θέλει και κυρίως μόνο του. Ναι μεν στον Καντ, δεν υπάρχει πράγματι η λέξη ευθανασία, αλλά υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την ελεύθερη ηθική βούληση, η οποία δρα σαν να μην υπήρχε τίποτα πριν απ' αυτήν. Δηλαδή, σαν να μην υπάρχει η ομάδα, η κοινότητα, η οποία προσδιορίζει την απόφασή μου. Η απόφαση και η αλήθεια κρίνεται μόνο από το ότι εγώ ο ίδιος τη βρίσκω αληθινή και σωστή, την ηθική μου δηλαδή αυτόνομη στάση. Θα ξαναγυρίσω σ' αυτό. Πρόκειται πάντως για τη γέννηση του υποκειμένου στην νεώτερη περίοδο, κατεξοχήν στο 18ο αιώνα ή και λίγο πριν.

Στη συνέχεια έχουμε το Ρομαντικό θάνατο, την τρίτη φάση της εξατομίκευσης του θανάτου. Ας θυμηθούμε τον Σατοβριάνδο, τον Μπαϊρον, τον Γκαίτε, τον Χεντερλίν. Τραγικός και σαγηνευτικός μαζί, ο μυθικός αυτός θάνατος για όσους έχουν διαβάσει τη λογοτεχνία, και την ελληνική ακόμα (θυμάστε κάτι Κλέωνες Παράσχους, οι οποίοι ηδονίζονταν να σκέφτονται νεκρή την αγαπημένη τους, γιατί τότε ήταν η μεγάλη της ομορφιά, τότε που ήταν απολύτως ανυπεράσπιστη και παραδομένη στο πεπρωμένο της μ'έναν τρόπο). Πρόκειται για τη ρομαντική φάση εξατομίκευσης του θανάτου.

Υπάρχει, επίσης, μια τέταρτη φάση εξατομίκευσης του θανάτου, είναι πιο κοντινή μας πια, θα έλεγα είμαστε στον 20ο αιώνα πλέον και είναι η υπαρξικοποίηση του θανάτου. Εδώ μπαίνει στη μέση όλη η μεγάλη φιλοσοφία του υπαρξισμού η οποία όπως και όλα όσα είπαμε προηγουμένως έχει ένα χαρακτηριστικό πολύ σημαντικό στο οποίο θέλω να επιστήσω την προσοχή σας: Είναι ένα χριστιανικό ανάβλυσμα. Εμείς οι θεολόγοι πάρα πολύ εύκολα σήμερα μιλούμε για το άτομο ή το πρόσωπο, διακρίνοντάς τα και καταδικάζοντας το πρώτο για χάρη του δεύτερου. Είναι κάτι που ξεκίνησε κάποια στιγμή και εγκαθιδρύθηκε έκτοτε σχεδόν σαν αυτονόητο. Μα το άτομο είναι κατεξοχήν θα έλεγα χριστιανικό γεγονός. Η εξατομίκευση για την οποία μιλάμε και για την οποία έχουμε σήμερα εύκολες κατάρες είναι κατεξοχήν χριστιανική. Η εξατομίκευση για την οποία σας μιλώ τώρα δεν είναι ένα γεγονός το οποίο παρήχθη απ' την αρχαία φιλοσοφία, ούτε ένα γεγονός το οποίο προήλθε από την ασιατική Ανατολή. Δεν θα βρείτε πουθενά, παρ' ότι θα βρείτε ίχνη εδώ κι εκεί, αυτό το "εγώ" ει μη μόνο στη χριστιανική παράδοση. Τόσο τη δυτική, ξέρετε όλοι για τον Αυγουστίνο, όπου κατεξοχήν, παρέλειψα να το πω, διότι θα μας πήγαινε και θα μας πάει μακριά, γεννιέται το πνευματικό αυτό "εγώ", το άτομο, το πλάσμα αυτό που κοιτάει μέσα του, ενδοσκοπείται, αυτογνωρίζεται, αυτοδιατίθεται όπως θέλει, έχει ένα ασυνείδητο, όπως θα μάθουμε αρκετά αργότερα, έχει μια ενδοχώρα, έχει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα του ιδεών και πραγμάτων, είναι αυτόνομο και είναι και "πνευματικό" επιπλέον, δηλαδή, δεν ταυτίζεται με το σώμα του απλώς είναι μια αυτοσυνείδηση, είναι δηλαδή, ένας ολόκληρος ελεύθερος κόσμος. Χριστιανικό το άτομο λοιπόν. Και στην Ανατολή θα δούμε τα σπέρματα της έννοιας του εαυτού, ήδη στους απολογητές πατέρες, της ψυχοσωματικής υπάρξεως, δηλαδή, στην πληρότητά της. Το "εγώ ειμί" έχει βιβλικές τελικά ρίζες. "Εγώ ειμί" λέει ο Θεός, "εγώ ειμί" απαντά ο άνθρωπος. Λοιπόν, η εξατομίκευση, λοιπόν, αυτή έχει χριστιανικές ρίζες. Ας το κρατήσουμε αυτό, γιατί είναι πολύ σημαντικό.

Φτάνουμε λοιπόν στην υπαρξικοποίηση του θανάτου. Είμαστε τώρα στην τέταρτη φάση. Θα ανέφερα πρώτα τον Μαξ Σέλερ, τον πολύ σημαντικό αυτό φιλόσοφο, ο οποίος μιλάει για μια ενορατική σύλληψη του θανάτου. Δεν είναι ο θάνατος, λέει, ένα γεγονός το οποίο το πληροφορούμαι αλλά υπάρχει μέσα μου κυρίως ενορατικά. Ακόμα και σε ένα νησί να βρεθώ, μόνος κι έρημος, θα διαπιστώσω μετά από λίγο ότι ο θάνατος με αφορά προσωπικά. Έχει προηγηθεί βεβαίως ο Κίρκεγκωρ. Υποφέροντας για τον τελειωμό της η ανθρώπινη ύπαρξη βεβαιώνεται για τον εαυτό της. Πεθαίνω άρα υπάρχω. Είναι ο προσωπικός μου θάνατος ο οποίος μου ανήκει και μου προσφέρεται ως δώρο εξατομικεύσεως. Επειδή πεθαίνω μόνος, εξατομικεύομαι ως ύπαρξη. Είναι αυτή η υπαρξικοποίηση του θανάτου ακριβώς. Ο Χάιντεγκερ, θα έλεγα εγώ, είναι η κορυφή αυτής της προοπτικής. Ο άνθρωπος είναι ένα "είναι προς θάνατον", πρόκειται να πεθάνει και είναι μια αυθεντική ύπαρξη μόνον όταν σκέφτεται ότι θα πεθάνει. Όλα τα πράγματα αυτά λοιπόν, σας είπα, έχουν θεολογικές ρίζες και είναι αυτό που θέλω γενικά να δείξω, τις θεολογικές ρίζες αυτών των πραγμάτων.

Να μην ξεχάσω να αναφέρω τον Σαρτρ, επειδή ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως και ο οποίος επέκρινε τον Χάιντεγκερ στο σημείο αυτό για μια ιδεαλιστικοποίηση του θανάτου. Δηλαδή, λέγει ο Χάιντεγκερ πως με έναν αυθεντικό θάνατο είμαι κι εγώ αυθεντικός. Κάθε αφορμή αυθεντικού θανάτου με τον τρόπο αυτό καθαγιάζεται, αντιλέγει ο Σαρτρ, επειδή προμηθεύει ευκαιρίες δήθεν να γίνω εγώ αυθεντικός ως ύπαρξη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, δεν καθαγιάζεται όλη η βία και όλη η κουλτούρα του θανάτου στην Ευρώπη; Ο θάνατος, λέει ο Σαρτρ, ο "άθεος" Σαρτρ, είναι ελεεινός, πρόστυχος και απαράδεκτος: Πρόκειται για μια χριστιανικής προέλευσης θέση, από έναν άθεο. Δεν ξέρω, αν σας δίνω να καταλάβετε ακριβώς αυτό το οποίο θέλω να σας δείξω. Άθεος είναι υποτίθεται ο Σαρτρ, εκφράζει, όμως, μια χριστιανική εκδοχή του θανάτου επίσης. Όπως, επίσης, ο Χάιντεγκερ, ο οποίος είναι και δεν είναι άθεος, αλλά ταυτόχρονα εκφράζει μια "χριστιανική" επίσης άποψη την οποία ακούσαμε από εκλεκτούς ομιλητές προηγουμένως, ότι ο θάνατος δηλαδή είναι μέρος της ζωής. Ότι ο άνθρωπος είναι επίσης αυθεντικός μέσω του θανάτου. Ακριβώς η αντίθετη δηλαδή άποψη παρά το ότι είναι και οι δύο χριστιανικές στην προέλευσή τους. Για τον Σέλερ ο οποίος είναι χριστιανός στην αρχή και στα τέλη της ζωής του άθεος, ο θάνατος είναι περιεχόμενο της συνείδησης. Όπως είδαμε υπάρχει μια, θα λέγαμε, "κατάσταση θανάτου" η οποία είναι δεδομένη ασχέτως του βιολογικού θανάτου. Καθαρά βιβλικό κι αυτό. Βλέπουμε λοιπόν αντικρουόμενες απόψεις με βιβλική όμως προέλευση.

Και περνάμε, βέβαια, στην πέμπτη φάση (την οποία εγώ θα την ονόμαζα ουσιαστικά τέλος αλλά και κορύφωση της εξατομίκευσης του θανάτου) που είναι η άρνηση του θανάτου. Ο θάνατος γίνεται ταμπού. Είναι η πλήρης εκκοσμίκευση του θανάτου. Ο θάνατος είναι, θα λέγαμε, απλώς και μόνο κάτι το οποίο επιδιώκω να αποφύγω, μη μιλώντας ίσως καν γι' αυτόν. Όλοι αυτοί οι τρόποι του θανάτου που περιγράψαμε σε πέντε φάσεις ενεργούνται βαθμιαίως μέσα σε μια κοινωνία την οποία ένας μεγάλος κοινωνιολόγος, ο Νόρμπερτ Ελάιας, ονομάζει κοινότητα των "χωρίς εμείς εγώ". Είναι ένας τρόπος θανάτου μέσα σε μια κοινότητα η οποία έχει μεν θεσμούς χάνει όμως σιγά-σιγά την υπαρξιακή κοινωνικότητα. (Μακροπρόθεσμα άλλωστε θα λέγαμε ότι αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο πρόβλημα της Δύσης στο κοινωνικό επίπεδο. Το ότι δηλαδή οι κοινότητες ενώ είναι και οφείλουν να είναι και υπάρχει ειδική μέριμνα να είναι θεσμικά κατοχυρωμένες, υπαρξιακά μένουν μετέωρες). Έτσι, πώς τα εξατομικευμένα "εγώ" ενώνονται μεταξύ τους; Με το κοινωνικό συμβόλαιο γίνεται η σύνδεση αυτή και λειτουργεί η κοινότητα έτσι σε ένα θεσμικό κυρίως επίπεδο αλλά υπαρξιακά επικρατεί χάος. Σε αντίθεση με τη βυζαντινή κοινωνία, για παράδειγμα, η οποία παρά το ότι έχει θεσμικά προβλήματα δημιουργεί τρόπους ανορθολογικούς, (εξαιτίας ίσως των οποίων και κατέρρευσε) υπαρξιακών σχέσεων των υποκειμένων και όχι θεσμικών. Αυτού του είδους η προτίμηση απ' τη μια πλευρά, στη Δύση, της θεσμικής μορφής της κοινωνικότητας, ενώ απ' την άλλη στην Ανατολή της, θα έλεγα, υπαρξιακής μορφής, κατά τη γνώμη μου μπορεί να είναι αποφασιστική, στηρίζεται δε στον τρόπο με τον οποίο κατενόησαν στη Δύση και την Ανατολή την Τριαδολογία.

Ειδικά στον Αυγουστίνο μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο κατανοείται η ενότητα του Θεού διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο κατανοείται η ενότητα του Θεού στους Καππαδόκες και στην ανατολική παράδοση. Περιληπτικά θα πω ότι στον Αυγουστίνο βλέπουμε να επιχειρείται μια ταύτιση ουσίας και βουλήσεως του Θεού, οπότε η ενότητα είναι κάτι στο οποίο ο Θεός τείνει με έναν τρόπο. Αυτό δίνει ένα σκοπό στη Θεία ύπαρξη, το να είναι ενωμένος ο Θεός. Στους Καππαδόκες, το ομοούσιο είναι διακοινωνία ή περιχώρηση ελευθερίας. Δεν υπάρχει κάτι το οποίο να μεσολαβεί μεταξύ του σκοπού και της πραγματώσεως της κοινωνίας. Δεν θέλω να επιμείνω σε αυτό. Στη μια περίπτωση μετά από πολλήν εξέλιξη, σε κοινωνικό επίπεδο, παράγεται θεσμική κοινωνικότητα αλλά έλλειμμα υπαρξιακής, ενώ στην άλλη έχουμε υπαρξιακή κοινωνικότητα αλλά έλλειμμα θεσμικότητας. Λοιπόν, εκείνο που θέλω απλά να πω είναι ότι η υπαρξικοποίηση του θανάτου είναι θάνατος απομονωμένων "εγώ" και είναι ένας μη διαλογικός θάνατος, να το πω έτσι. Ένας θάνατος ο οποίος δεν διαλέγεται πλέον. Ο άνθρωπος δε διαλέγεται μόνο με τη ζωή του αλλά και με το θάνατό του, ως γεγονός της ζωής. Ένας λοιπόν μη διαλογικός θάνατος.

Στην τελευταία φάση αυτής της εξατομικεύσεως του θανάτου, την άρνηση του θανάτου, απομένει μόνο μια πλέον χριστιανική ιδέα. Ποια είναι η ιδέα αυτή; Η ιδέα της τυφλής παράτασης της ζωής. Μάθαμε δηλαδή από τη βιβλική παράδοση ότι συναντούμε το Θεό όχι μόνο διανοητικά αλλά στην κυριολεξία ψυχοσωματικά. Αυτό το γεγονός δίνει μια αξία για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης στην ψυχοβιολογική ζωή καθαυτή. Διότι λόγω της ενσάρκωσης, βαφτίζομαι ψυχοσωματικά, χρίομαι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Πνεύματος με αγιασμένο έλαιο και κοινωνώ τί; Σώματος και αίματος Χριστού, όχι ιδεών του Χριστού. Δεν κοινωνώ εξωτερικά της βουλήσεως του Χριστού, δεν κοινωνώ των συναισθημάτων του Χριστού, δεν κοινωνώ των προτροπών και των εντολών του Χριστού αλλά κοινωνώ καταρχήν σώματος και αίματος του Χριστού. Κοινωνώ μετά του Χριστού συνεπώς ψυχοσωματικά. Σε χριστιανικό, επομένως, καθαρά πλαίσιο έχει σημασία μεγάλη το γεγονός ότι ζω ψυχοσωματικά την πληρότητα του "είναι" μου, μπορώ δηλαδή να τη ζήσω ψυχοσωματικά. Δεν χρειάζεται να δραπετεύσω όπως ο Πλωτίνος από το σώμα μου και να φτάσω στην έκσταση, στην έξοδο από τα συναισθήματα και από το σώμα για να βρω την αλήθεια. Τη ζω ψυχοσωματικά. Βαφτίζομαι στο νερό, κοινωνώ του Θεού ψυχοσωματικά. Τώρα, ας επιστρέψουμε στην προοπτική που συζητούμε της εξατομικεύσεως του θανάτου. Τί συμβαίνει; Θα λέγαμε πως, ως συνέπεια των παραπάνω θέσεων, ακόμα και μετά την εκκοσμίκευσή τους, θεωρείται αυτονότητο, ακόμη και χωρίς πλέον αναφορά στο Θεό, να έχει αξία η ψυχοσωματική ζωή καθαυτή. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητο πριν από 2.000 χρόνια ότι η ανθρώπινη ζωή, η ψυχοβιολογική ζωή καθαυτή, έχει σημασία να παρατείνεται. Έχουμε, όμως στα νεότερα χρόνια μια, ανεξαρτήτως ενεργού σχέσεως με την Εκκλησία, χριστιανικής προέλευσης εκκοσμικευμένη πίστη στην παράταση της ανθρώπινης ζωής ψυχοβιολογικά, η οποία γίνεται αυτονόητος αυτοσκοπός και σας είπα ότι είναι κι αυτό μια χριστιανική αλήθεια που τρελλάθηκε όπως και η εξατομίκευση, είναι μια χριστιανική αλήθεια που διαστρεβλώθηκε.

Τί είναι λοιπόν η ευθανασία; Με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε η ευθανασία είναι η φοβερή υποψία, χριστιανικής, επίσης, και αυτή καταγωγής, ότι αυτή η ψυχοσωματική επιβίωση, αν είναι χωρίς νόημα, ακριβώς επειδή δεν είναι ψυχοσωματικά πλήρης και ακέραιη, μπορεί και να τελειώσει. Δεν έχει νόημα να συνεχίζεται επ' άπειρον. Καταλάβατε τί λέω; Είναι χριστιανική η ευθανασία και είναι χριστιανικό και το αντίθετό της. Και γι' αυτό ακριβώς δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε οι Ευρωπαίοι μεταξύ μας, σε επίπεδο νομοθεσίας κυρίως αλλά και σε υπαρξιακό επίπεδο. Η ευθανασία προέρχεται από μια εκκοσμικευμένη χριστιανική υποψία πως μια λειψή ζωή χωρίς νόημα, μια ανάπηρη επιβίωση που είναι αυτοσκοπός μπορεί και να διακοπεί, μπορεί και να τελειώσει. Και είπα υποψία, γιατί είναι πολύ σημαντικό αυτό να το τονίσουμε. Δηλαδή, θέλω να πω ότι μπορεί μεν να υπάρξει μια καθαρά άθεη, δηλαδή εκκοσμικευμένα χριστιανική, υποστήριξη της ευθανασίας, μπορεί, όμως, εδώ είναι το σημαντικό, χωρίς να αντιστρέψουμε τίποτα ουσιαστικά, να έχουμε και μιαν άθεη, δηλαδή εκκοσμικευμένα χριστιανική, υποστήριξη της μη ευθανασίας. Και οι δυο δηλαδή αντιπαρατιθέμενοι προς την ευθανασία μπορούν να είναι άθεοι. Απλώς ο ένας ζη την εκκοσμικευμένη του εξατομίκευση του θανάτου, με τη χριστιανικής προέλευσης πίστη στη δυνατότητα αέναης παράτασης της ψυχοσωματικής ζωής καθαυτής, ενώ ο άλλος ζη την ίδια εξατομίκευση, με τη χριστιανικής επίσης προέλευσης πίστη πως μια ψυχοσωματική επιβίωση που δεν δύναται να εξασφαλίσει την πληρότητα της ανθρώπινης φύσεως μπορεί, για λόγους που αφορούν στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (ακόμη μια χριστιανική ιδέα αυτή!) να διακόπτεται. Κι έτσι μπορεί η υποστήριξη της ευθανασίας να είναι η αποθέωση της εξατομίκευσης αλλά και η υποστήριξη της μη ευθανασίας να είναι πάλι η αποθέωση αυτού του εξατομικευμένου θανάτου που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που δεν επικοινωνεί με την κοινότητα, που δεν επικοινωνεί με τον άλλο άνθρωπο και που δεν επικοινωνεί με το Θεό.

Ας έρθουμε, τώρα, λίγο στην πατερική έννοια του θανάτου. Ποια είναι η χριστιανική έννοια του θανάτου, η πατερική έννοια του θανάτου; Νομίζω ότι στην πατερική έννοια του θανάτου, ο θάνατος είναι ένα πνευματικό γεγονός κατ' αρχήν και στη συνέχεια ψυχοβιολογικό. Είναι ένα πνευματικό μόρφωμα. Εγώ το λέω "θανατικότητα" αυτό το πράγμα. Είναι δηλαδή μια κατάσταση πνευματικής αυτονόμησης σε μεγάλο βαθμό, η οποία έχει μέσα της τα σπέρματα ακριβώς της οντολογικής καταστροφής και εκδηλώνεται και ψυχοβιολογικά. Αντίθετα, αίρεται πάλι πνευματικά. Όσες φορές στοχαζόμαστε το γεγονός του θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε αυτονόητα ως ένα γεγονός μιας μαγικής εγέρσεως, η οποία γίνεται, μόνο και μόνο γιατί ο τεθνηκώς έτυχε να είναι ο Υιός του Θεού. Όχι, δεν γίνεται έτσι η έγερση του Χριστού. Η έγερση του Χριστού γίνεται με πνευματικό πρώτα τρόπο. Ο Χριστός μας διδάσκει έναν τρόπο ζωής ο οποίος καταλύει τη θανατικότητα και στη συνέχεια ανίσταται δικαίως, διότι βαδίζει και ως άνθρωπος πλέον, όπως και ως Θεός, στο δρόμο της άρσης της θανατικότητας, δηλαδή το δρόμο της συν-χωρήσεως, το δρόμο της περιχωρήσεως, στο δρόμο του Ομοουσίου. Περιχωρεί δηλαδή όλα τα όντα μέσα του και, με τον τρόπο αυτό, αρνούμενος να βγάλει οποιονδήποτε έξω του μέχρι την ώρα του θανάτου, γίνεται ο Θεός και σαν άνθρωπος πλέον, πως να το πω, τόπος όλης της κτίσεως και διδάσκει έναν αναστάσιμο τρόπο ζωής, ο οποίος βέβαια στη συνέχεια, δικαιούται να αναστηθεί και δικαίως ανίσταται. Έτσι, με τον τρόπο αυτό μας γλιτώνει, θα έλεγα, ο Χριστός μια για πάντα από την μεταφυσικοποίηση του θανάτου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί συνδέεται μια ολόκληρη έννοια της ψυχής με το θέμα αυτό, δεν θα μπούμε όμως στο ζήτημα. Μας γλιτώνει από το να είναι ο θάνατος για μας ένα απόλυτο γεγονός, ένα εντελώς απόλυτο γεγονός, ένας γεγονός το οποίο είναι ο Καιάδας των προσώπων. Ο θάνατος για μας είναι ένα μόνον ψυχοβιολογικό τώρα πλέον γεγονός. Είναι κοίμηση. Δεν είναι ο θάνατος το τέλος, είναι κοίμηση. Είναι κοίμηση, ακριβώς διότι μπορεί πνευματικά να υπερβούμε το θάνατο. Αυτό το πράγμα έχει μεταξύ άλλων δύο σημαντικές συνέπειες και πλησιάζουμε ήδη έτσι στο τέλος της εισήγησης αυτής.

Το πρώτο είναι, όπως είπαμε, ότι η ψυχοβιολογική, η ψυχοσωματική ζωή έχει αξία και αξίζει να παρατείνεται, μόνον όμως διότι αποτελεί τρόπο κοινωνίας ψυχοσωματικής τώρα πια μετά του Θεού. Το δεύτερο είναι ότι ο ψυχοβιολογικός θάνατος δεν είναι απόλυτο γεγονός, οντολογικά και μεταφυσικά απόλυτο, αλλά παρόλον ότι συνιστά πρόσκαιρη καταστροφή του ανθρώπινου υποκειμένου "ουδείς δύναται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού" και αποτελεί έτσι ο θάνατος απλώς ένα επεισόδιο βαθύτερης κοινωνίας μετά του Θεού εν Πνεύματι. Αυτό ακριβώς βέβαια υπηρετεί και η χριστιανική κατανόηση της έννοιας της ψυχής. Δεν είναι μια μεταφυσική ψυχή ως η ουσία του ανθρώπου, αλλά είναι ένα ίχνος του ανθρώπου, το οποίο προσφέρεται για την επανασύνδεση του με το σώμα, ως σταθερό εκμαγείο του, στη Βασιλεία, στα έσχατα.

Τί θα λέγαμε για να φτάσουμε σε μια πρόχειρη συμπερασματική κατάληξη, για να μην προχωρήσω περισσότερο στην κατάχρηση του χρόνου; Θα έλεγα το εξής: Ότι το ίδιο το πρόβλημα της ευθανασίας είναι ένα χριστιανικό πρόβλημα, είναι το πρόβλημα της οντολογικής αξίας της ψυχοσωματικής αυτής ζωής, αλλά και της πληρότητας και του νοήματός της. Είναι ταυτόχρονα η εκδίκηση της εκκοσμικεύσεως την οποία εμείς οι ίδιοι, ο δυτικός κόσμος, έχουμε προχωρήσει σε ένα πολύ σημαντικό σημείο. Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το πρόβλημα της ευθανασίας, είναι πάρα πολύ δύσκολο συλλογικά να υπάρξει κάποια συναίνεση. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θα βρίσκουν ανόητη τη συνέχιση της ζωής, αξιώνοντας έναν "αξιοπρεπή θάνατο", όταν η χριστιανική και εκκοσμικευμένα καταφασκόμενη ψυχοσωματική ζωή τους χάσει την πληρότητα και το "νόημά" της. Ιδεολογικά είναι αδύνατον να τους πείσουμε για το αντίθετο. Μόνον, θα έλεγα, μια αυθεντική επαναβίωση της αποκαλύψεως θα μπορούσε να προσφέρει νέους ορίζοντες, αλλά αυτοί οι νέοι ορίζοντες δεν νομίζω ότι είναι τόσο πολύ προβλέψιμοι όσο νομίζουμε. Δεν είναι πάρα πολύ προβλέψιμοι, γιατί; Γιατί ακριβώς η πτώση μας επιβάλλει, σας είπα, λύσεις τέτοιες οι οποίες είναι προφανώς λογικές εδώ κι εκεί, αλλά πνευματικά δεν είναι πάντα οι καλύτερες. Είχα στενή σχέση με τον πατέρα Παΐσιο και έζησα το θάνατό του. Συγνώμη που το λέω αυτό, αλλά το λέω για την ωφέλειά μου.

Ο πατήρ Παΐσιος, λοιπόν, όταν έφτασε στο τέλος της ζωής του και ζούσε στο μοναστήρι της Σουρωτής, κάποια στιγμή εδέχθη την επίσκεψη ενός άλλου μεγάλου αγιορείτου γέροντος ο οποίος ζει ακόμα, δεν θα το πω το όνομά του και ο οποίος τον ρώτησε "γέροντα πώς είσαι;". "Είμαι καλά πολύ καλά". "Γέροντα πεθαίνεις. Πώς το βλέπεις αυτό;" "Μου έρχεται", απαντά εκείνος, "να σηκωθώ και να χορέψω ένα τσάμικο". Για το ότι πεθαίνει. Φυσικά, αυτό το πράγμα που λέω δεν αποτελεί δικαιολόγηση της ευθανασίας, δεν χρειάζεται καν να το πω. Σκεφτείτε όμως λίγο και θα δείτε ότι ανάμεσα στις αλήθειες τις χριστιανικές οι οποίες αντιπαλεύουν μέσα στα προβλήματα αυτά και δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε οι Ευρωπαίοι μεταξύ μας, θα μας περιμένουν πιθανώς και θέσεις οι οποίες ήδη υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη νομίζω, όπως λόγου χάρη είναι η μη ορθολογική αυτή δήλωση του Παύλου πως, "ήθελον αναλύσαι και συν Χριστώ είναι", οι οποίες θα διαταράξουν πιθανώς την απόλυτη ισορροπία μεταξύ καλού και κακού, όπως τα έχουμε σχηματικά αρκετά μέσα μας. Θέλω να πω πως ο χριστιανός θεολόγος που υπερασπίζεται αυτονόητα τη ζωή, πρέπει να προσέξει να μην καταλήξει να την υπερασπίζεται εντελώς νατουραλιστικά. Η ζωή είναι σταθερή αναφορικότητα στο Θεό, ο οποίος είναι, Αυτός μόνον, η Αυτοζωή. Ζωή είναι λοιπόν η μετοχή σ' Αυτόν και όχι η στανική και ανάπηρη επιβίωση. Αυτό δεν είναι το θεολογικό νόημα της περιεχόμενης στο Μέγα Ευχολόγιο "ευχής εις ψυχορραγούντα;"

Μπορούμε να είμαστε λοιπόν γενικώς ενάντια στην ευθανασία, είναι καλό όμως να έχουμε κατά νου όλη αυτήν την προβληματική η οποία νομίζω ότι θα μας βοηθήσει να είμαστε πιο συγκαταβατικοί με αυτούς οι οποίοι δεν μας καταλαβαίνουν, το λιγότερο, και κυρίως πιο δίκαιοι με την αλήθεια της ιστορίας του πράγματος. Ευχαριστώ, για τη μεγάλη σας υπομονή.

Πηγή:www.romios.bravehost.com

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

                  O ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

Ο ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΙΑΤΡΟΣ
«Δεύτε φιλομάρτυρες, ομοφρόνως άπαντες ευφημήσωμεν,

τον Χριστού Αθλοφόρον, τον υπέρ της ευσέβειας καλώς αγωνισάμενον».


Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, τιμούμε και στεφανώνομε με ύμνους και ωδές πνευματικές το μεγαλομάρτυρα του Χριστού και γενναίο της πίστεως αθλητή Παντελεήμονα τον ιαματικό και ανάργυρο. Υπήρξεν ο άγιος Παντελεήμων και παραμένει για όλες τις νέες των ανθρώπων πρότυπον ενάρετου βίου και δράσεως ιεραποστολικής και παράδειγμα ευθαρσούς ομολογητού και υπερασπιστού της διωκομένης αγίας χριστιανικής πίστεως. «Εξ απαλών ονύχων» η ευσεβής μητέρα του Ευβούλη επέδρασε στην εύπλαστη ψυχή του και εφύτευσε το χριστιανικό σπόρο, ο όποιος χωρίς καθόλου να ενοχληθή από ειδωλολάτρη πατέρα του ερίζωσεν, εβλάστησεν, άνθισε και εκαρποφόρησε και σε πίστι και σε έργα χριστιανικά».

Ιδιαίτερα όμως επέδρασε στην ψυχή του ο άγιος ιερέας Ερμόλαος, ο όποιος και τον εβάπτισε, χωρίς να το ξέρη ο πατέρας του όταν ετελείωνε τις ιατρικές σπουδές. Μετά τις σπουδές του επρόσφερε τις επιστημονικές του γνώσεις και τις υπηρεσίες του απολύτως δωρεάν στους πάσχοντες από βαρείες ασθένειες ανθρώπους και γι΄ αυτό ανάργυρος βραβεύτηκεν από το Θεό με το χάρισμα να γιατρεύη δια της προσευχής του και θαυματουργικά τις ανίατες ασθένειες, τις οποίες αδυνατούσεν η ιατρική επιστήμη να θεραπεύση.

Και με το χάρισμα του το ιαματικό προσείλκυσε στο Χριστό και ειδωλολάτρη πατέρα του όταν μπροστά του εθεράπευσεν ένα παιδί τυφλό. Έτσι ο πατέρας με τον υιό συναγωνίζονταν σε έργα αγάπης φιλανθρωπίας και εμοίρασαν τη μεγάλη τους περιουσία στους φτωχούς. Το χάρισμα του όμως το ιαματικό και θαυματουργικό επειδή πολύ εθαυμαζόταν και συζητιόταν από τους «τεθεραπευμένους» ετράβηξε και την προσοχή του οργίλου και μανιακού διώκτη των χριστιανών αυτοκράτορα Διοκλητιανού, ο όποιος και καθυπέβαλε τον άγιο σε μαρτύρια και «ανοίπιστα» κολαστήρια.

Επίεζε στην αρχή τον άγιο να ειπή ότι τα θαύματα του τα ενεργεί με τη δύναμι και τη βοήθεια του Ασκληπιού του ειδωλολατρικού θεού και τον παρακινούσε με κολακείες και υποσχέσεις να επιστρέψη στην ειδωλολατρική θρησκεία, άλλ' ο «γενναιόφρων» αγέροχα και με παρρησία απαντούσε στον αυτοκράτορα με τα λόγια του αγίου Πολυκάρπου: «κάλει αμετάθετος γαρ ημίν ή από των κρειττόνων επί τα χείρω μετάνοια καλόν δε μετατίθεσθαι από των χαλεπών επί τα δίκαια».

Ας μας προσκαλής — του είπε —όσο θέλεις μάταια, γιατί εμείς οι χριστιανοί είναι αδύνατο να στραφούμε από τα καλλίτερα στα χειρότερα, είναι δε σωστό να στρέφεται κανείς από τα κακά στα καλά και τα δίκαια.

Και αφού και οι θωπείες και οι κολακείες και οι υποσχέσεις και οι εντολές του αυτοκράτορα δεν έπιασαν, διέταξε βασανιστήρια σωματικά πιστεύοντας ότι έτσι θα έσπαγε την ακαμψία και αγερωχία του νεαρού χριστιανού γιατρού και ότι έτσι θα εκέρδιζε στην ειδωλολατρία ένα ικανό στέλεχος.

Ο άγιος όμως διετήρησεν άσβεστη τη φλόγα της αγάπης του προς το Χριστό και συνεχώς σ' εκείνον έστρεφε τα μάτια της ψυχής του, και τον αισθανόταν πλησίον του και μεγάλην από εκείνον έπαιρνε δύναμι και καρτερία ώστε και θαρραλέα υπέφερε τα βασανιστήρια και θαυματουργικά σώθηκε από την κατακρεούργησι του σώματος του με σιδερένια νύχια και από την κατάκαυσι των σαρκών του με αναμμένες λαμπάδες και από το καζάνι με το βραστό λάδι και από τα πεινασμένα θηρία στα οποία τον έρριξαν. Τελευταία δε καταδικάστηκε στον δι' αποκεφαλισμού θάνατο και η αγία του κεφαλή αποκόπηκε από το τίμιο του σώμα αφού — ω του θαύματος — έτρεξεν όχι αίμα από το λαιμό του άλλα γάλα προς κατάπληξιν όλων των παρευρισκομένων.

Αυτός υπήρξεν αγαπητοί μου αδελφοί, σε λίγες και αδρές γραμμές ο άγιος και ένδοξος μεγαλομάρτυς και ιαματικός Παντελεήμων. Ας αποφασίσωμεν όμως όχι μόνο το θαυμασμό και τον εορτασμό της μνήμης και των θαυμάτων του, αλλά τη μίμησι του παραδείγματος του.

Όπως εκείνος δηλαδή αγαπούσε το Χριστό περισσότερο και από τη ζωή του έτσι και εμείς ας αγαπούμε το Χριστό και το άγιο θέλημα Του, και τη νηστεία και την προσευχή, και την ελεημοσύνη και τη λατρεία και κάθε αρετή να πραγματώνωμε και μάλιστα με αγώνα και κόπο και θυσία για να δείξωμε στο Θεό ότι προς χάρι του θυσιάζομε το δικό μας αμαρτωλό θέλημα, και όταν ακούμε τους άλλους να υβρίζουν τα θεία και το υπερύμνητο του Χριστού μας όνομα ας παίρνωμε το θάρρος και ας υπερασπίζωμε την προσβαλλόμενη πίστι μας, υμνώντας μάλιστα το βλασφημούμενο του Κυρίου όνομα.

Δυστυχώς και σήμερα και καθημερινά ακούμε ύβρεις και βλασφημίες και όταν εμείς στις συζητήσεις μας ομολογούμε με θάρρος την πίστι μας προς τον βλασφημούμενο Κύριο μαρτυρούμε και εμείς προς χάριν του, και όταν στο έγκλημα, την απάτη και την κακότητα εμείς αντιτάσσωμε το φωτεινό μας παράδειγμα, πάλι μαρτυρούμε χάριν του Χριστού και αναδεικνυόμεθα ομολογηταί και απολογηταί και άξιοι εορτασταί του Μεγαλομάρτυρα αγίου Παντελεήμονα,

Μας βεβαιώνει για τούτο ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: «ει τοίνυν — λέγει — η προς Θεόν ομολογία μαρτυρία εστί, πάσα η καθαρώς πολιτευσαμένη ψυχή μετ' επιγνώσεως Θεού η ταις εντολαίς επακηκοϋία μάρτυς εστί και βίω και λόγω». Δηλαδή, αφού η ομολογία του Θεού είναι σαν το μαρτύριο, κάθε άνθρωπος πού ζή ορθά, με θείον επίγνωσι και έχει τηρήσει τις εντολές είναι μάρτυς και με τη ζωή του και με τους λόγους του.

Ας αγαπήσωμε λοιπόν αδελφοί από ψυχής, όπως ο άγιος Παντελεήμονας το Χριστό, και ας βλέπωμε πάνω από το συμφέρον μας το συμφέρον των πολλών

Πηγή: Εκ του βιβλίο «Εορτοδρόμιον» του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου, Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου - Λειμώνος Λέσβου.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΣ

ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΣ
Ο ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΣ ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ
....Πάντα έβρισκε χρόνο, παρά το γεμάτο πρόγραμμα του, για να παρηγορεί και να στηρίζει με διάφορα μέσα και τρόπους τους εν τω κόσμω αγωνιζόμενους αδελφούς. Τους έστελνε επιστολές συνοδευόμενες με αγιορείτικες ευλογίες όπως λουλούδια, ρίγανη κλπ. Μία από τις πνευματικές του δραστηριότητες ήταν και οι ομιλίες που έκανε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, μετά από πρόσκληση των Αρχιερέων ή διάφορων τοπικών συλλόγων. Αυτές οι ομιλίες του εμπλουτιζόμενες κατόπιν απετέλεσαν τα διάφορα βιβλία που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος «Ορθόδοξος Κυψέλη». Χαρακτηριστικό της επιμέλειας των διαφόρων ομιλιών του ήταν ότι μαζί με την ομιλία πάντα είχε εκδόσει κάποιο σχετικό κείμενο στα χέρια των ακροατών του, για μια περισσότερη κατανόηση των λεγομένων του. Μία απόδειξη του πόσο ήταν κάτοχος της θεολογίας των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων, καθώς επίσης και των λεπτοτάτων εννοιών της νηπτικής και ησυχαστικής παραδόσεως, υπήρξαν οι συνεντεύξεις που έδωσε εδώ στο μοναστήρι μας στον κύριο Μανώλη Μελινό. Όπως ομολογούσε και ο ίδιος είχε ετοιμάσει ένα ερωτηματολόγιο με 70 ερωτήσεις πνευματικού περιεχομένου και χωρίς να τον έχει προειδοποιήσει, θαύμασε την ευχέρεια του να του δίνει απαντήσεις, που μαρτυρούσαν την εξαίρετη θεολογική κατάρτισή του. Καρπός αυτών των συνεντεύξεων είναι ο 11ος τόμος της σειράς «Πείρα Πατέρων» του κ. Μελινού. Μία άλλη πνευματική διακονία του ήταν οι ομι­λίες που έκανε μετά το Απόδειπνο εις τους προσκυνη­τάς, είτε στον εξωνάρθηκα - είτε στο Αρχονταρίκι της μονής. Βλέποντας τον ανθρώπινο πόνο (ασθένειες, διάφο­ρα προβλήματα) των προσκυνητών θυσίαζε την ησυ­χία του και ασχολείτο με τα προβλήματά τους, παρ' όλο που όσο περνούσε ο καιρός καταβαλλόταν από τις διάφορες ασθένειες και από τον καθημερινό κόπο της μοναχικής ασκήσεως. Του άρεσε να μην χάνονται αλλά να συνεχίζονται διάφορες παραδοσιακές μοναχικές ασχολίες όπως οι παγκοινιές, που αναφερθήκαμε προηγουμένως, για το μάζεμα των ελιών, των φουντουκιών, αλλά και του τρύγου των σταφυλιών, κ.α. Αυτές οι παγκοινιές ήταν ευλογημένες συναντήσεις μεταξύ μας, που αναθέρμε­ναν τον ζήλο μας, καθώς λέγαμε την ευχή εκφώνως και καθώς ακούγαμε κατά τη διάρκεια του μικρού δια­λείμματος από το στόμα του διάφορες ιστορίες - γεγο­νότα, από την ζωή των παλαιοτέρων μοναχών που γνώριζε. Μας μένει αλησμόνητη η πηγαία χαρά και ο παι­δικός ενθουσιασμός του καθώς μας μιλούσε, αλλά και της ευθύνης που ένοιωθε ώστε να μεταδώσει και στους νεωτέρους ό,τι ζούσε και γνώριζε. Αυτός δε ο ενθουσιασμός και αυθορμητισμός του δεν «τον παρέ­συρε» αλλά μας εντυπωσίαζε που τον συνείχε η ευθύ­νη, ώστε να τηρείται ακριβέστατα το πρόγραμμά μας. Ενώ μας μιλούσε και μας έλκυε με τις ωραίες μοναχι­κές ιστορίες του, κάποια στιγμή μας φώναζε: σηκωθεί­τε πατέρες να συνεχίσουμε την διακονία μας.Ήταν πολλά τα άνθη των χαρισμάτων του πατρός Μαρκέλλου, όσα τον είχε προικίσει η Θεία Χάρις και όσα απέκτησε με τους επίμονους αγώνας του, τα ο­ποία θα πρέπει μελλοντικά κάποιος να αναλάβει την συλλογή όλων αυτών των στοιχείων για να φανερώ­σουν τον πνευματικό πλούτο που έκρυβε αυτή ή σύγχρονη Αγιορειτική μορφή. Ας έλθωμε τώρα στο θέμα της ασθενείας του, που τελικά τον οδήγησε στον θάνατο, αν και σε όλη την μοναχική του ζωή στην μονή μας κατατρυχόταν από διάφορες ασθένειες (ζαλάδες, οσφυαλγίες, φλεβική α­νεπάρκεια, δύσπνοιες κ.α.). Κατά την διάρκεια του 2005 και συγκεκριμένα την διάρκεια της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου τον έ­ζωσαν δυνατοί πόνοι που τους απέδωσε «στη μέση του» από την οποία έπασχε, από παλαιότερα (δισκο­πάθεια). Σκόπευε να βγει στη Θεσ/νίκη μετά την νηστεία της Παναγίας, αλλά οι πόνοι ήσαν τόσο δυνατοί και συνεχείς -μέρα νύχτα- που τον ανάγκασαν να βγει και παρά την θέλησή του την άλλη μέρα της Μετα­μορφώσεως. Έλεγε χαρακτηριστικά: Παναγία μου δεν ήμουν άξιος να μείνω στις παρακλήσεις σου και στην γιορτή σου! Οι πόνοι του ήσαν τόσο δυνατοί που δεν μπορού­σε ούτε να αναπνεύσει, ούτε να ξαπλώσει σε κρεβάτι, αλλά καθόταν μόνο καθιστός. Τελικά με τις ιατρικές εξετάσεις διαγνώσθηκε η νόσος του καρκίνου στο παχύ έντερο, με μεταστάσεις σε αρκετά μέλη του σώματος. Αμέσως έγινε η εγχεί­ρηση και εγώ με την εντολή του Γέροντος βγήκα στη Θεσ/νίκη να του συμπαρασταθώ σαν διακονητής στην δοκιμασία του. Η εγχείρηση έγινε στο Νοσοκομείο του Παπανι­κολάου, με την άμεση συμπαράσταση και υποστήριξη του κ. Κωνσταντίνου Κάτση, πνευματικού αδελφού και φίλου της μονής μας, ο οποίος προΐσταται ως αρχίατρος στην ιατρική μονάδα «express servise». Η μετεγχειριτική παραμονή μας στο νοσοκομείο ηταν στην 4η χειρουργική κλινική με μία εξαίρετη φροντί­δα του νοσηλευτικού προσωπικού. Όλως ιδιαιτέρως μας έβαλλαν σε ένα δωμάτιο με δυο κρεβάτια για να μπορώ και εγώ να ξεκουράζομαι. Ο π. Μάρκελλος με την πνευματική ακτινοβολία του είχε γίνει γνωστός στο χώρο του νοσοκομείου, απ' όπου ερχόταν πλήθος ανθρώπων να τον επισκεφθούν (όχι μόνο ασθενείς αλλά και ιατροί - νοσοκό­μες). Ιδιαίτερα μετά την εγχείρηση οι πόνοι του ήσαν αβάστακτοι και μαρτυρικοί. Είχε φοβερή δύσπνοια και οι νύκτες του φαίνονταν χρόνια, αξεπέραστες, μέ­σα στους φρικτούς πόνους πού δοκίμαζε. Αλλά και σε όλη τη διάρκεια του ενός έτους και περισσότερο, που κράτησε η δοκιμασία του οι πόνοι του ήταν δριμύτα­τοι. Κάθε βράδυ σκεπτόταν πως θα περάσω πάλι αυτή την βραδυά. Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση εκείνη την περίοδο ήταν, πως, παρ' όλους τούς φρικτούς πό­νους του έβρισκε την δύναμη με μία ιδιαίτερη πνευμα­τική ευφορία να ομιλεί στους πολυπληθείς επισκέ­πτας του και να τους στηρίζει στα δικά τους προβλή­ματα. Περνούσε πάρα πολύς κόσμος, άνθρωποι δηλα­δή που είχαν από πριν μεγάλο δέσιμο μαζί του. Έτσι μάθαμε εκ των πραγμάτων ότι ο π. Μάρκελλος βοη­θούσε πάρα πολύ κόσμο, ποικιλοτρόπως. Απαντούσε κυρίως από το τηλέφωνο της μονής σε πολλούς που τον ζητούσαν γιατί δεν ήθελε να έχει μαζί του κινητό, που θα τον αποσπούσε από την συνεχή εσωτερική πνευματική εργασία του. Σε πολλούς έστελνε βιβλία, διάφορα χειρόγραφα πνευματικού περιεχομένου που τα φιλοκαλούσε ο ίδιος. Αυτή η ευγενής διάθεσή του να ανταποκρίνεται προς όλους τους επισκέπτας είχε πολύ κόστος γι' αυ­τόν, γιατί αμέσως μετά που έφευγαν του δημιουργείτο κρίσις και επιδείνωσις. Στην διάρκεια των 3 πρώτων μετεγχειρητικών μηνών συνέβη να δημιουργηθεί συ­ρρίγιον πάνω στην εγχείρηση ώστε να λένε και να α­πορούν οι γιατροί, πως τον βρίσκουν συνεχείς επιδει­νώσεις της ασθενείας του. Σε όλην αυτήν την πολυώδυνη δοκιμασία του δεν υπέστελλε την σημαία αλλά έβρισκε δύναμη και με χαρά ασχολείτο στο να διαβάζει και να συγγράφει νέα χειρόγραφα πνευματικού περιεχομένου. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό είναι το έξης: Μια μέρα ενώ ήταν καθιστός στο κρεβάτι και έγραφε πάνω στα πόδια του σημειώσεις, τον επισκέφθηκε στο δωμάτιό του ο υπεύθυνος γιατρός του και με ενδιαφέ­ρον τον ρώτησε τι γράφει. Αυτός δε με ένα χαρίεν πρόσωπο του απαντά, δείχνοντάς του την επικεφαλίδα του κειμένου που έγραφε. «περί του αφθάρτου και ου­ρανίου σώματός μας», τώρα που κατέπεσε το φθαρτόν σώμα μου, γράφω για το ουράνιο και άφθαρτο σώμα. Ένα μεγάλο στήριγμα στην δοκιμασία του ήταν η συμπαράσταση που έννιωθε από τον Γέροντα Ε­φραίμ, ο οποίος από το μεγάλο ενδιαφέρον και την α­γάπη που έτρεφε απέναντί του τον έπαιρνε τακτικά τηλέφωνο από την Αριζόνα της Αμερικής. Αφού μά­θαινε τα σχετικά με την εξέλιξη της υγείας του επί πολλήν ώρα τον στήριζε και τον νουθετούσε με τις θεόσοφες συμβουλές του. Ιδιαίτερα του συνιστούσε να μην χάση την ζέση της προσευχής. Επίσης μεγάλη ανακούφιση έννιωθε από την συ­χνή συμπαράσταση και το μεγάλο ενδιαφέρον του Γέ­ροντός μας Φιλοθέου, ο οποίος τακτικά έβγαινε στο Νοσοκομείο για να τον στηρίξει και να του διαβάζει ειδικές ευχές από το ευχολόγιον της Εκκλησίας μας. Όταν έβρισκα ευκαιρία πήγαινα σε νυκτερινές λειτουργίες σε διάφορους ιερούς ναούς. Όταν επέ­στρεφα πάντα με περίμενε και έκανε τον κόπο να σηκωθεί από το κρεβάτι, μου έβαζε μετάνοια και με πολ­λή ταπεινότητα ζητούσε να μου ασπασθεί το χέρι για να λάβει και αυτός την ευλογία της Θείας Λειτουρ­γίας και Θείας Κοινωνίας. Κάποια φορά πού είχα πάει σε μια αγρυπνία στη μονή της Σουρωτής, όταν επέστρεψα μου εκμυστηρεύ­τηκε μία δαιμονική επίθεση που δέχτηκε βλέποντας τον κοινό εχθρό σαν μανιασμένη Τίγρη. Ήταν χαρακτηριστικό της φιλοπονίας του και της ακριβείας του στα μοναχικά του καθήκοντα ότι ό­λη κυριολεκτικά την ήμέρα αλλά και όλη την νύκτα εξαιτίας της αϋπνίας του δεν έφευγε το 300αρι κομπο­σχοίνι από τα χέρια του, καθώς κάθε κόμπο τον συνό­δευε με το σημείο του σταυρού. Το άλλο αξιοσημείωτο είναι, ότι, παρ' όλο το πλήθος των επισκεπτών και των γιατρών που διέρχο­νταν από το δωμάτιό του, έβρισκε χρόνο να διαβάζομε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Μόλις έφευγε μία ομάδα επισκεπτών και ήταν η ώρα της ακολου­θίας με εγρήγορση μου έλεγε φέρε τα βιβλία να κάνο­με την ακολουθία, πριν έλθει άλλη ομάδα. Αν έρχονταν ενδιαμέσως άλλοι επισκέπτες κάθο­νταν και αυτοί και συμμετείχαν στην ακολουθία και τους είναι αξέχαστη η πνευματική εκείνη ατμόσφαιρα που δημιουργείτο. Μετά από όλη αυτή την μετεγχειριτική και οδυνη­ρή περίοδο των 3 μηνών επιστρέψαμε στη μονή μας με μία καλυτέρευση της υγείας του και με ελπίδα δια το μέλλον, όπως του έδιναν οι γιατροί, επιθυμώντας, όσο χρόνο του έδινε πλέον ο Κύριος να τον αφιερώ­σει στην διακονία, τόσο προφορική, όσο και γραπτή του πλησίον. Έτσι ξανάρχισε σιγά-σιγά τις παλαιές ασχολίες του, παίρνοντας το καλαθάκι του και επισκεπτόμενος τα διάφορα περιβόλια γύρω στη μονή, που τα είχε δη­μιουργήσει εκ του μηδενός και αναγιγνώσκων την Α­γία Γραφή και διάφορα άλλα πατερικά βιβλία. Όπως είπαμε και πιο πριν δεν σταμάτησε την συγ­γραφή, αλλά έγραφε διάφορα χειρόγραφα και τώρα μάλιστα μέσα από το πρίσμα του πόνου και του θανά­του το περιεχόμενο έπαιρνε ιδιαίτερη αξία και μεταρ­σίωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν πρόλαβε να ολοκλη­ρώσει το τελευταίο έργο του περί θανάτου, παραδεί­σου και κολάσεως και έτσι ημιτελές το εξέδωσε η Ορ­θόδοξος Κυψέλη και διαμοιράστηκε στους προσκυνη­τάς την διάρκεια του 40μέρου μνημοσύνου του. Μετά από ένα διάστημα στο μοναστήρι άρχισαν οι χημειοθεραπείες, οπότε βγαίναμε κάθε 20 ήμέρες στο Νοσοκομείο Παπανικολάου και συγκεκριμένα στην γαστρεντερολογική κλινική. Οι χημειοθερα­πείες βέβαια είχαν πολλές παρενέργειες (ζαλάδες, με­γάλο πρίξιμο στα πόδια, παραμόρφωση του προσώ­που του και πτώση των τριχών της κεφαλής και των γενίων του κ.ά.). Φιλοξενούμασταν στο μεγάλο και ά­νετο σπίτι της ευλαβούς και φιλομονάχου κ. Ελένης Σιμωνίδου, η οποία με πολύ κόπο και θυσία μας συμπαραστέκονταν μαζί με το φιλομόναχο ζεύγος και α­δελφικούς φίλους μας Αλεξάνδρα και Νικόλαο Ζουρ­νατζόγλου. Είναι αδύνατον να περιγράψω την ηρωικοί τους συμπαράσταση, που εκτός από όλα τα άλλα ιδιαίτερα την νύκτα παρέμεναν σε κατάσταση ετοιμό­τητος καί αϋπνίας για να μας συμπαρασταθούν στις κρίσεις που συχνά καταλαμβανόταν. Τα γράφω αυτά παρόλο πού προσκρούουν στη ταπείνωσή τους και στην ανιδιοτελή και φιλόχριστη διάθεσή τους. Είμα­στε πολλαπλώς ευγνώμονες απέναντί τους για όλη την προσφορά τους. Ευρισκόμενοι στην οικία της κ. Ελένης συνέβη πολλές φορές να συγκεντρωθούν πολλοί γνωστοί πνευματικοί αδελφοί και ο π. Μάρκελλος για πολλή ώρα μας μιλούσε σχετικά και εκπληττόμασταν με την χάρη την πνευματική με την οποία μας δίδασκε. Μας ανέφερε και πολλές εμπειρίες του από τα χρόνια που έζησε σαν δάσκαλος σε ακριτικές περιοχές, πριν απαρνηθεί τον κόσμο και γίνει μοναχός. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο και κατέπιπτε σω­ματικά ώστε είχε γίνει αγνώριστος. Επειδή ποτέ δεν ξάπλωνε στο κρεβάτι, διότι η υπτία θέση του αύξανε τον πόνο και επειδή ήταν όλο το 24ωρο καθιστός, ο κόπος τον έκανε να γέρνει προς τα δεξιά με απoτέλε­σμα να σκεβρώσει η σπονδυλική του στήλη και να φαίνεται ένα διπλωμένο στα δύο γεροντάκι. Στην τελευταία εξέλιξη του καρκίνου δημιουργήθηκε ένα τεράστιο πρήξιμο από την κοιλιακή χώρα μέχρι τα πέλματα των ποδιών του. Ευρισκόμενοι στο Νοσοκομείο και παρ' όλη την προσπάθεια των γιατρών να ξεπεράσουν τα προβλήματα που είχαν προκύψει, συνέβη μία ημέρα Παρασκευή μία κατακόρυφη καθίζηση στον οργανισμό του. Συνειδητοποιώντας ότι βάδιζε προς το τέλος ζήτησε ε­πίμονα -παρ' όλες τις αντιδράσεις των γιατρών ό,τι στη μονή δεν υπάρχουν τα ιατρικά μέσα προς συμπα­ράστασή του- να επιστρέψει αμέσως ώστε να κοιμηθεί, στην μετάνοιά του, μέσα στο περιβόλι της Παναγίας. Αυτό ήταν και ιδιαίτερη επιθυμία του Γέροντος της μονής μας, το να έλθει εγκαίρως κοντά στους πα­τέρες και αδελφούς για να χαρεί την συναναστροφή μαζί τους και να αισθανθεί την μοναχική ζεστασιά που αισθάνεται ένας μοναχός στο μοναστήρι του. Ιδιαίτερα αυτό το διάστημα που είχε κορυφωθεί η αγωνία όλων μας με την άσχημη εξέλιξη της ασθε­νείας του, επληθύνθησαν οι παρακλήσεις και οι προσευχές όλων των πατέρων. Η τελευταία νύκτα Σάββα­το προς Κυριακή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας προσωπικός Γολγοθάς. Είχαν αχρηστευθεί όλα τα όργανα του σώματός του, εξαιτίας της επιδεινώσεως του καρκίνου και έχοντας παντελή έλλειψη οξυγόνου στον οργανισμό του χρειάστηκε να του κάνουν δυο φορές παρακέντηση, αφαιρώντας του από την πλάτη αιματώδες υγρό. Προς τα ξημερώματα ήλθαν εσπευσμένα μερικά συγγενικά του πρόσωπα για να τον αποχαιρετήσουν, διότι είχαμε κανονίσει να έλθει το ασθενοφόρο για να μας μεταφέρει επειγόντως στην μονή μας. Ήταν συγκινητικές οι στιγμές, όπου εκτός από τους συγγενείς του μαζεύτηκαν και άλλοι πνευματικοί αδελφοί για να του προσφέρουν τον τελευταίο ασπα­σμό - χαιρετισμό. Εντύπωση έκανε η θαυμαστή γαλή­νη που έννιωθε σε σημείο που ο συνοδεύων ιατρός του ασθενοφόρου να εκπλήττεται γι' αυτό το σπάνιο θέαμα της ήρεμης αντιμετωπίσεως του θανάτου. Έτσι παρ' όλες τις δηλώσεις των ιατρών ότι υ­πήρχε κίνδυνος να πεθάνει στον δρόμο φτάσαμε στην μονή μας, όπου μας υποδέχτηκε με συγκινητικό τρό­πο έξω από την πύλη της μονής όλη η αδελφότητα συγκεντρωμένη. Κατά παράδοξο τρόπο όταν ήλθε στην μονή μας ανέλαβε δυνάμεις και έζησε ακόμη για 8 μέρες. Την πρώτη νύκτα της Κυριακής μετά το Απόδειπνο συγ­κεντρωθήκαμε στο κελλί του μερικοί πατέρες με τον Γέροντα και τότε ο π. Μάρκελλος μας μίλησε με ένα ενθουσιασμό και με μια μεγάλη ψυχική ευφορία, προ­τρέποντάς μας να συνεχίσουμε με ζήλο το υπόλοιπον της μοναχικής μας πορείας. Τότε μας εκμυστηρεύτη­κε, ότι λίγο καιρό προτού τον ζώσουν οι πόνοι του καρκίνου είδε σε ώρα προσευχής ένα όραμα που μας το περιέγραψε και που τον προειδοποιούσε για τον ε­πικείμενο θάνατό του. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του, άκουσε μία γλυκειά παρηγορητική φωνή πού του έλε­γε ότι θα περάσει μέσα από αυτή την οδυνηρή δοκιμα­σία αλλά σύντομα θα έλθει η λύτρωσή του. Στο διάστημα αυτό συνομιλούσε με πολλή χαρά με τους αδελφούς της μονής αλλά και με άλλους πατέ­ρας που έρχονταν από διάφορα μέρη του Αγίου Ό­ρους για να τον ιδούν. Έτσι φτάσαμε στην τελευταία μαρτυρική του νύ­κτα της Κυριακής προς Δευτέρα κατά την οποία είχα­με ολονύκτιο αγρυπνία στην αποτομή του Τιμίου Προδρόμου. Επειδή οι πνεύμονές του, λόγω της ελ­λείψεως οξυγόνου, είχαν γεμίσει από διοξείδιο του άνθρακος έβγαζε ακουσίως κάτι σπαρακτικές κραυγές -διότι βρισκόταν σχεδόν σε κατάσταση κώματος­- και τιναζόταν ολόκληρο το σώμα του. Μετά το τέλος της αγρυπνίας οι πατέρες έψαλαν τον κανόνα εις ψυχοραγούντα του Αγίου Νήφωνος και ο Γέροντας του εδιάβασε τις κατάλληλες προς τούτο ευχές και οι άλλοι αδελφοί που βρισκόμασταν μέσα και έξω από το κελί του, του συμπαραστεκόμα­σταν με το κομποσχοίνι μας σ' αυτές τις τελευταίες δύσκολες στιγμές. Λίγο αργότερα έπεσε σε κώμα που κράτησε μέχρι την ώρα του Εσπερινού. Συγκεκριμένα, την ώρα του προοιμιακού ψαλμού που εδιαβάζετο μέσα στο ναό, ά­φησε την τελευταία του πνοή. Ήταν ημέρα Δευτέρα στις 29 Αυγούστου και 11 Σεπτεμβρίου με το νέο ημε­ρολόγιο στις 5:30' μ.μ. του έτους 2006. Άξιο σημειώσεως είναι ότι το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης και ως εκ τούτου ο Τίμιος Πρόδρομος που τον είχε υπό την προστασία του τον παρέλαβε κα­τά την ήμέρα της εορτής του. Όταν ετελειώθη και αφού τον ράψαμε κατά την τάξη την μοναχική, μετεφέρθη το σκήνωμά του στη Λιτή του Καθολικού, όπου οι πατέρες κατά διαδοχή ανεγίγνωσκαν το ψαλτήρι και οι ιερείς οι της μονής και όσοι έρχονταν από άλλα μέρη του Αγίου Όρους τελούσαν τρισάγιο. Ως φαίνεται είχε προηγηθεί θερμή προσευχή εν τω κελλίω του διότι ευρισκόμενος σε κατάσταση βα­θυτάτης συγκινήσεως και έχων τεταμένας τας χείρας προς το σκήνωμα του αγαπητού συνεργάτη του, εξε­χύθη η καρδία του σε λόγια θερμής παρακλήσεως, ζη­τώντας τις ευχές και μεσιτείες του. Η εξόδιος ακολουθία έγινε την επομένη ημέρα 30 Αυγούστου με πολύ πλήθος κόσμου τόσο πατέρων, ό­σο και προσκυνητών. Προέστη της ακολουθίας ο Κα­θηγούμενος της Μονής Ιβήρων π. Ναθαναήλ και συμμετείχαν πολλοί Πατέρες, που είχαν έλθει και από άλλα μοναστήρια και σκήτες, διότι ήταν πολύ γνω­στός στο αγιορειτικό κοινό. Νιώθαμε όλοι την ώρα της ακολουθίας μία αίσθηση εντόνου χαράς ή συγκινήσεως σαν να ήταν ημέρα εορτής. Μετά τη συμπλήρωση των 40 ημερών από της εκδημίας του πολλές οικογένειες, που είχαν πολυχρό­νιο πνευματικό δεσμό μαζί του, καθώς επίσης και μο­ναστικές αδελφότητες σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, που τον είχαν καθοδηγητή σε θέματα νοεράς προσευ­χής και νήψεως, μας ζήτησαν ως ευλογία να τους στείλομε κάτι από τα προσωπικά του αντικείμενα. ..... ήταν πολλές και αξιόλογες οι εμπειρίες που έζησα κοντά του, και τελειώνω ζητώντας τις ευχές του για να μας συνο­δεύουν στον ανηφορικό δρόμο της πολυκυμάντου μο­ναχικής ζωής μας, έχοντας την χαρά ότι τον έχουμε συμβοηθό και πρεσβευτή προς τον Κύριο μετά των άλλων Αγιορειτών Πατέρων που βρίσκονται στην θριαμβεύουσα Εκκλησία.

Πηγή: Εκ των Εκδόσεων "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑ»;

                 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑ»;

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Η΄ Κυριακή: της Πεντηκοστής - Απόστολος: Πραξ. Β' 1 -11

«Ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό...
και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου»

Προοίμιον: Πενήντα μέρες, μετά την ένδοξη ανάσταση του Χριστού με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους μαθητάς του Χριστού, καθιερώθηκε επίσημα η Εκκλησία, ένας θεσμός πού πρόκειται να επηρεάσει όλες τις ανθρώπινες γενεές, μέχρι το τέρμα της ιστορίας και μετά από αυτό. Τί είναι όμως ο θεσμός αυτός της Εκκλησίας;

α. Σύναξη στο όνομα του Χριστού: Η σημερινή περικοπή των Πράξεων μιλάει για το πρώτο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας, λέγοντας ότι «όλοι όσοι πίστευαν στον Χριστό συγκεντρώνονταν στο ίδιο μέρος και ήσαν ενωμένοι, με μια ψυχή και μια καρδιά. Κοινή πίστη, κοινός τόπος συγκέντρωσης και ομοψυχία, να τα πρώτα βασικά στοιχεία της χριστιανικής Εκκλησίας, από την πρώτη στιγμή της ιδρύσεως της μέχρι σήμερα. Και ένα από τα τρία αυτά στοιχεία αν λείπει, Εκκλησία δεν υπάρχει. Μια σύναξη π.χ. πού γίνεται σε μια αίθουσα (κοινός τόπος) και αυτοί πού συγκεντρώθηκαν δεν πιστεύουν στον Χριστό, δεν μπορεί να ονομασθεί «Εκκλησία». Μπορεί να είναι ένας Σύλλογος, μια Εταιρία, ένας όμιλος, όχι όμως Εκκλησία. Επίσης, όταν υπάρχουν πιστεύοντες στον Χριστό, αλλά δεν συγκεντρώνονται σε κοινό τόπο, δεν υπάρχει Εκκλησία, αλλά μεμονωμένοι πιστοί. Άλλα και όταν λείπει η ομοψυχία από μια σύναξη πιστών, η σύναξη αύτη δεν είναι «χριστιανική», διότι λείπει το ουσιαστικότερο στοιχείο: η αγάπη!

β. Ενότητα εν Αγίω Πνεύματι: Τα μέλη της Εκκλησίας δεν είναι βέβαια, όμοια. Διαφέρουν στο φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές υπερνικώνται μέσα στην εκκλησιαστική σύναξη, χάρη στην παρουσία και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η πύρινη παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία απεργάζεται την άρρηκτη ενότητα των μελών της. Μέσα στις φλόγες του Αγίου Πνεύματος κατακαίγονται όλες οι μικρότητες και όλες οι ανθρώπινες αδυναμίες των πιστών. Και μέσα στη φωτιά του Αγίου Πνεύματος σφυρηλατείται η χρυσή εκείνη αλυσίδα, πού ενώνει πνευματικά όλους τους πιστούς, «εκ πάσης φυλής και γλώσσης». Γι΄ αυτό και μέσα στην Εκκλησία δεν γίνεται καμιά διάκριση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, σε άνδρες και γυναίκες, σε ισχυρούς και αδύνατους, σε μαύρους ή λευκούς. Διότι όλοι οι άνθρωποι, δια της πίστεως στον Χριστό και δια της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος γίνονται ισότιμα μέλη της Εκκλησίας και συνιστούν έτσι το ένα και αδιαίρετο σώμα του Χριστού.

Επίλογος: Ο Θεός εμπόδισε παλαιά την οικοδόμηση του πύργου της Βαβέλ, με τη σύγχυση των γλωσσών, διότι στο έργο εκείνο οι άνθρωποι ενώθηκαν από αλαζονεία και ματαιοδοξία. Κατά την Πεντηκοστή, όμως, ο Θεός, με τις πύρινες γλώσσες του Άγιου Πνεύματος, κάλεσε τους ανθρώπους σε μια καινούργια ενότητα. Στην ενότητα της Εκκλησίας, πού βασίζεται όχι σε ανθρώπινα ιδιώματα, αλλά στο Άγιον Πνεύμα.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

ΣΤΟ ΚΑΛΥΒΑΚΙ ΤΟΥ π.ΠΑΙΣΙΟΥ

           ΣΤΟ ΚΑΛΥΒΑΚΙ ΤΟΥ π.ΠΑΙΣΙΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΊΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Πέμπτη 13 Αυγούστου, προπαραμονή της Παναγίας. Πάντα με το παλαιό ημερολόγιο. Ξύπνησα στις 6 το πρωΐ. Βαρεια μέρα σήμερα. Συννεφιά, ζέστη, υγρασία. Το πρωϊνό μας, πλούσιο: τοάϊ, καφές, ψωμί, μαρμελάδα, μέλι, γλυκό κερασάκι. Πολύ γεμάτο από πηγαία φιλόξενα αισθήματα. Oτι είχαν οι άνθρωποι, τα βγαλαν. Ο.τι είχαν στα ντουλάπια τους, ο,τι είχαν στις καρδιές τους. Μαζί με την
ευλογία παίρνουμε την ευγνώμονα άνάμνηση της άβραμιαίας φιλοξενίας του π. Χρυσοστόμου καί αναχωρούμε στίς 9:30 π,μ. Σνγκινήθηκα αλλά δεν αναπαύθηκα.Κάτι άλλο περίμενα.

Ό καιρός ελαφρώς ξεμπούκωσε.Αμυδρός ήλιος καί ατμοσφαιρική θολουρα. Στόχος μας ό π. Παΐσιος. Τα μάτια αχόρταγα ρουφούν. Το μυαλό άκατάπαυστα δουλεύει. Σήμερα θά δούμε αυτό που ως τώρα φανταζόμασταν. Θεέ μου! τί γλυκεία αίσθηση δεν μου δημιουργούσε αυτός ό πόθος του αυθεντικού ασκητισμού μέσα μου! Πέρασαν τρία τέταρτα πορείας. "Ηδη είμαστε αρκετά κοντά. Θέλω φοβερά να δω, αλλά δεν θελω καθόλου να μιμηθώ. Αυτό είναι μόνο για να το θαυμάσω- όχι για να το κάνω. Αρνούμαι να το δεχθώ, έστω καί ως υποψία ή απόμακρο ενδεχόμενο μέσα μου. Αυτό αποκλείεται. Εγώ θα γίνω επιστήμονας! Θέλω να κατακτήσω αυτήν τήν ζωή. Αυτήν πού βλέπω. Για την άλλη... «έχει ό Θεός»!

Σε λίγο, να 'σου καί φαντάζει το ταπείνό καλυβάκι του π. Παϊσίου. Απέχει περίπου δεκαπέντε λεπτά. Ή στέγη του από λαμαρίνα. Ένα κυπαρίσσι ακριβώς δίπλά του σε υποβάλλει. Είναι κάπως πιο χαμηλά από μας. Μπορεί όμως καί να 'ναι το ψηλότερο σημείο της γης!... Κατεβαίνουμε το μονοπάτι με τα πόδια καί τό ανεβαίνουμε με την ψυχή. Δεν μιλούμε μεταξύ μας. Σάν κάτι μυστηριακό να προσδοκούμε. Κι εδώ έχει απόλυτη ησυχία κι ας ακούγονται πουλάκια ή τζιτζίκια ή το θρόισμα των φύλλων. Αυτή ή ησυχία δεν είναι παράξενη ή ασυνήθιστη μόνο, αλλά αναδίδει μια βαθειά αίσθηση μυστηρίου. Δεν σε προκαλεί για απόλαυση, αλλά σου δημιουργεί κατάνυξη. Δεν ξεκουράζει, αλλά αφυπνίζει. Σιωπάς καί τα πάντα μέσα σου λειτουργούν τόσο έντονα όσο ποτέ. Αγωνιάς, αλλά εΐσαι πρωτόγνωρα ειρηνικός. Προσδοκάς... "Οχι, ή ησυχία εδώ δεν έχει καμμία σχέση με την ησυχία των Καρυών μετά την δύση του ηλίου, ούτε πολύ περισσότερο με την ησυχία της Δάφνης μετά την αναχώρηση του λεωφορείου. Οι άλλες ησυχίες σε κάνουν να μην ακούς τίποτε. Αυτή σου γεννά νέες ακοές, σου φέρνει μηνύματα καί μελωδίες πού είναι του άλλου κόσμου. Μέσα σ' αυτήν την ησυχία ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου, κατανοείς τα βάθη σου- αντιλαμβάνεσαι τα βάθη Του, ακούς αυτά πού «ους ουκ ήκουσε»(Α' Κορ. β' 9), «άρρητα ρήματα» (Β' Κορ. ιβ' 4). Κάτι ακούγεται εδώ πού δεν ακούγεται πουθενά άλλου.

Να! Βρισκόμαστε κιόλας έξω από τηνπόρτα της καλύβης. Της καλύβης του Τιμίου Σταυρού. "Εξω από το άσκητήριο του π. Παϊσίου. "Έχω φόβο. Αυτό κυριαρχεί μέσα μου. Το καταλαβαίνω. Άλλα απροσδιόριστο φόβο. "Ανομολόγητο δέος καί ανέκφραστο θαυμασμό. Χτυπάμε διακριτικά, αν καί κάπως επίμονα, την πόρτα της αυλής. "Ενα σίδερο κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από τα σύγχρονα ηλεκτρικά κουδούνια. Περνούν πέντε λεπτά. ' Απόκριση καμμία. Μπορεί καί να μη μας ανοίξει. Αυτό, λένε, είναι το πιο πιθανό. Συνήθως δεν διακόπτει την συνομιλία του με τον Θεό. Εμείς πάντως ελπίζουμε. Ψιθυρίζουμε μεταξύ μας. Δεν τολμούμε να μιλήσουμε πιο δυνατά άπ' όσο χρειάζεται για να ακουγόμαστε. Ούτε αποφασίζουμε να ξαναχτυπήσουμε. Χωρίς αμφιβολία το πρώτο χτύπημα ακούστηκε μέσα στην υποβάλλουσα ησυχία. Ή επανάληψη του θα την μόλυνε με τον εγωισμό καί την ανυπομονησία μας. Ό γέροντας σίγουρα προσεύχεται, αφού αδιαλείπτως αυτό κάνει. Το χτύπημα δεν είναι για να ακούσει αυτός• αυτός ακούει. Είναι για να ζητιανέψουμε έμεϊς. Να ζητήσουμε πριν εκείνος δώσει, όχι να λάβουμε χωρίς την ταπείνωση της αιτήσεως. Προκρίνουμε την αναμονή. Περιμένουμε άλλο ένα πεντάλεπτο.

Μόλις αποφασίζουμε να ξαναδοκι¬μάσουμε, να, κάτι ακούγεται, μια πόρτα πού ανοίγει. Καί κάποιος φαίνεται. Εΐναι αυτός πού κρύβεται καί μόλις τώρα φανερώνεται. «Δόξα σοι, ό Θεός», ακούν τ' αυτιά μου την φωνή του. «Δόξα σοι, ό Θεός», ακούει κι ή καρδιά μου την φωνή της. Μας άνοιξε, είπα ανακουφιστικά, αν καί με κάποιον φόβο, μέσα μου. "Ερχεται αργά καί σταθερά, σιωπηλός. Ανοίγει την πορτούλα.
Στόν χαιρετισμό μας «ευλογείτε», ή τρεμάμενη από την κατάνυξη καί ασθενική από την σπάνια χρήση φωνή του άπαντα:
Ό Κύριος. Περάστε.
Ρίχνω μια βαστική ματιά επάνω του. Ούτε άντεξα ούτε τόλμησα για δεύτερη. Ή καρδιά μου χτυπά γρήγορα. "Έχω περιέργεια να ανακαλύψω το μυστήριο της άγιωσύνης του. Και φόβο,να μην άποκαλύψει το μυστικό της άμαρτωλότητός μου. Αυτός κρύβεται από ταπείνωση,εγώ απο εγωισμό.


Μπαίνουμε στο απέριττο καλυβάκι, τον. Ολα μικρά. Οί πόρτες στενές καί χαμηλές.Τα ταβάνια επίσης χαμηλά. Άκομη καί οι γεωμετρικές διαστάσεις έχουν ταπείνωση εδώ. Προχωροϋμε στο έκκλησάκι του. Το τέμπλο απλό, σανιδένιο. Εικόνες ρώσικες αναγεννησιακές, από σκέτο χαρτί, στερεωμένες με πινέζες και καρφιά στο πλαίσιο πού δημιουργεί το σανίδι του τέμπλου, δίχως ξύλινη πλάτη. Με λίγη πίεση σχίζονται. Όλα στα όρια της φυσικής αντοχής καί άναγκαιόίτητος, Εμείς προσκυνούμε καί ό π. Παϊσιος συνοδεύει ισοκρατώντας:''Δόξα σοι ό Θεός'', «Κύριε έλέησον».

Μου έκανε εντύπωση ότι, ενώ σ' όλες σχεδόν τις εικόνες τα χέρια των αγίων ήταν λειωμένα, στην εικόνα του Κυρίου, τα πόδια Του ήταν σβησμένα. Κάποια άλλη φορά, έκλεψα την ευκαιρία καί του φανέρωσα την παρατήρηση μου. Μου είπε τότε:
Στό πρόσωπο φιλούμε με αγάπη, στα χέρια από σεβασμό, στα πόδια φιλούμε μόνο με συντριβή. Τον Θεό δεν Τον άσπαζόμεθα στο πρόσωπο, όταν υπάρχουν τα πόδια Του. Τους αγίους τολμούμε να τους φιλήσουμε στα χέρια. Τον Χριστό όμως μόνο στα πόδια αντέχουμε να Τον ασπασθούμε.
Καί έτρεχαν τα μάτια του...
"Εξω από το καλύβι ό τάφος του παπα-Τύχωνα, γέροντος του π. Παϊσίου, πού είχε κοιμηθεί προ τριετίας. Δύο-τρείς ρίζες δενδρολίβανο. ένα κλήμα κι ένα κυπαρίσσι από αυτά πού μόνο πού τα βλέπεις σου ανεβάζουν την ψυχή στον ουρανό.

Μπαίνουμε στο άρχονταρίκι του, στο καθιστικό του, δύο επί δυόμισυ περίπου μέτρα. Όχι μεγαλύτερο. Μια φυσική προεξοχή στην ρίζα του τοίχου, με μια καφέ στρατιωτική κουβέρτα έπάνω της.παίζει το ρόλο του καναπέ. Το κέρασμα του, νερό καί λουκούμι. Περιμένουμε κάτι να μας πει. Αυτός τίποτε, ήρεμα σκυμμένος, πλέκει ένα κομποσχοίνι χωρίς νό βγάλει λέξη για αρκετή ώρα. Κάποιος σπάει την σιωπή. Δεν θυμάμαι τί ακριβώς ρώτησε. Θυμάμαι μόνο το πώς ό γέροντας με την τρεμουλιαστή φωνή του περιέγραφε την αγάπη του Θεού πρώτα, καί πώς ή αίσθηση της γεννά καί την δική μας αγάπη σ'Αυτόν. Όλα τα παρουσίαζε τόσο γλυκά. Μιλούσε για τα γλυκίσματα του Θεοϋ, την λιακάδα της παρουσίας Του, την αρχοντιά των αγίων, την λεβε¬τιά των μαρτύρων καί το δικό μας φιλότιμο.

Μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα, μι ανάλογο τόνο, ρυθμό καί λεξιλόγιο, περιέγραφε το μεγαλείο της προσευχής ως αίσθησης της παρουσίας του Θεού καί κίνησης της δικής μας αγάπης προς Αυτόν. Εγώ μόνο άκουγα. Ρουφούσα με μάτια, αυτιά καί σκέψη ο,τι μπορούσα, κυρίως πέραν από όσα έλεγε ή έδειχνε. Το υφός του εννοούσε, ασφαλώς, περισσότερο από τον λόγο του. Αυτό έλεγε όσα αυτός
έκρυβε. Οί ερωτήσεις γίνονταν έτσι για τις ερωτήσεις. Εγώ δεν άνοιξα το στόμα μου, πήρα όμως την απόφαση να ξαναπάω με συγκεκριμένο ρεπερτόριο έρωτήσεων. Διψούσα για το πέραν του συμβατικού, του ηθικά σωστού, του μετρίου. Είχα βαρεθεί τους τσελεμεντέδες της πνευματικής ζωής. Εδώ ήταν εμφανές το αυθεντικό και μερακλίόικο. "Εφτιαχνε δικά του φαγητά, πού έγλειφες τα δάχτυλα σου. Δεν άκουγε μόνο τα «άρρητα ρήματα» της ησυχίας, αλλά μέσα στην αφάνεια του ό άνθρωπος αυτός φανέρωνε.

Εδώ άκούς τα άρρητα καί βλέπεις τα αθέατα. Κάθε άσκητήριο είναι σαν ένα βαθύ πηγάδι. Από κεΐ μέσα το εξηγούν οί Φυσικοί- μπορεί καταμεσήμερο να δείς καί τ'άστρα. Όπως τα τοιχώματα του πηγαδιού απορροφούν τίς ανακλώμενες επάνω τους ακτίνες του ηλίου, έτσι καί ό τόπος της ασκήσεως απορροφά κάθε ήχο, εικόνα ή μέριμνα, δίνοντας στον ασκητή την δυνατότητα να ακούει, να βλέπει καί να σκέπτεται καθαρά καί απερίσπαστα.
Πολύ ευγενικά καί χαριτωμένα, μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να πηγαίνουμε. "Ηδη εμείς βιαζόμασταν. Βγήκαμε στην αυλή. Εκείνος επιστρέφει να μας φέρει ως ευλογία από ένα κομπο-σχοινάκι πού ό ίδιος έπλεξε. Δίπλα μας, στην κουφάλα ενός δένδρου, διακρίνω ένα γυάλινο βάζο με φουντούκια ωμά. Επάνω έγραφε «ευλογία». Τα πάντα εδώ προσφέρονται ως ευλογία. "Ερχεται μαζί
μας να μας δείξει ένα μονοπάτι για να συντομεύσουμε τον δρόμο μας. Τον άποχαιρετούμε. Παίρνουμε την ευχή του κα ξεκινούμε.
Σκέψεις πολλές ζάλιζαν τον νου μου. Μήπως πήγαμε φιλοπερίεργα καί όχι από δίψα; Μήπως τελικά έχασε τον χρόνο του μαζί μας; Από την δική μας ζωή εξαρτάται ή αξία του δικού του χρόνου. Γύρισα πίσω να κλέψω μια ματιά, να δω εστω την ράχη του. Εΐχε εξαφανισθεί. Βιαζόταν να επιστρέψει στην προσευχή του!
Στόν π. Πάίσιο πήγα καί το 1976 με έναν συμφοιτητή μου. Καί τότε θυμάμαι την χάρη καί την γλύκα των λόγων του.
Τί σπουδάζετε, παλληκάρια; μας ρώτησε.
Φυσική, του απαντούμε.
Καί οί δύο φυσικοί είστε; "Ε, τότε πρέπει να μάθετε καί την φυσική της μεταφυσικής. Ξέρετε για την πνευματική διάσπαση του ατόμου; Όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, όταν δηλαδή φθάσουμε σε αυτογνωσία, τότε γίνεται ή διάσπαση του ατόμου μας. "Αν δεν ταπεινωθούμε ωστέ να διασπάσουμε το άτομο μας. δέν θά βγεί ή πνευματική ενέργεια πού χρειάζεται για να ξεπεράσουμε την βαρύτητα ης φύσεως μας. Μόνον έτσι, παλληκάρια, θά μπορέσουμε να διαγράψουμε πνευματική τροχιά.
Τι ωραίος αιφνιδιασμός! Μας μίλησε ιήν γλώσσα μας με την γλώσσα του.
"Η πνευματική ζωή είναι εύκολη, μας είπε. «Ό ζυγός μου χρηστός καί το φορτίον μου έλαφρόν εστί» (Ματθ. ια' 30), λέγει ό Κύριος.
Μα «στενή ή πύλη καί τεθλιμμένη η οδός» (Ματθ. ζ' 14), του αντιλέγει ο φίλος μου χαριτωμένα καί ευγενικά.
Τα ξίγγια, ευλογημένε, την κάνουν κενή. Πέταξε τα καί θα δεϊς πόσο εύκολα είναι τα πράγματα.
Ή αγάπη μας πρέπει να είναι ίδια πρός όλους. Μόνο τότε είναι αγάπη Θεού.Αν αγαπούμε κάποιους περισσότερο καί άλλους λιγότερο, πρέπει να ύποψιασθούμε εγωισμό.
Όσο ξεχνούμε τον εαυτό μας, τόσο αγνωρίζουμε στην ζωή μας τίς εύλογίες του Θεού. Καί τί δεν μας δίνει ό πανάγαθος Θεός! (Τί ζεστά καί γλυκά πού το είπε αυτό το «πανάγαθος»!) Ώρες ώρες νοιώθουμε τα κόκκαλα της υποστάσεως μας σαν κέρινα, να μην αντέχουν το βάρος των δωρεών Του. Κάτω από την αγάπη του Θεού τα πάντα λυγίζουν. Δίπλα της όλα λειώνουν.

Μας μίλησε καί για τα θαυμαστά της προσευχής καί της χάριτος του Θεου, πώς γνώρισε κάποιον μοναχό πού με απλότητα, βασιζόμενος στην αγιογραφική ρήση καί στον λόγο του Κυρίου ότι έχει δώσει στους δικούς Του την εξουσία «του πατεΐν επάνω οφεων καί σκορπιών» (Λουκ. ι' 19), αυτός έπιανε δηλητηριώδη φίδια με τα χέρια του καί τα πετούσε έξω από την μάνδρα δίχως κανέναν φόβο. Επίσης για κάποιον πού ή χάρις του Θεοϋ κατά τίς στιγμές της προσευχής του τον μετέφερε σε μάκρυνα μέρη, οπού έπιτελοϋσε θαυμαστά έργα καί φανέρωνε την δύναμη του Θεού, καί μετά τον επέστρεφε. Αυτός κάποτε, όταν ξύπνησε, βρήκε ένα λουλούδι πού μόνο στην Κασπία φύεται. Έκεί τον είχε πάει ό Θεός.Μ' όλα αυτά έσπαζε ό γέροντας το κέλυφος του ορθολογισμού μας. Δημιουργούσε υποψίες άλλου φρονήματος ζωής. Μια υποψία όμως δεν κατάφερε να γεννήσει μέσα του. Την υποψία της κλήσεως μου. Εγώ επίμονα αρνιόμουν να δω προς αυτήν την κατεύθυνση...

"Υστερα από δώδεκα χρόνια, το 1988, βρέθηκα στο "Ορος με σύμμαχο την κλήση μου αυτήν την φορά. Είχε ένα κατάξερο καλοκαίρι. Για μήνες δεν είχε πέσει ούτε μία σταγόνα βροχής. Οι πηγές, τα ρυάκια είχαν στερέψει- οι βρύσες είχαν στεγνώσει. Κανενός τα κηπευτικά δέν μπορούσαν να αναπτυχθούν. "Εβλεπες τίς ντοματιές καί καμμιά δέν ξεπερνούσε το ένα μέτρο ύψος. Σάν φυματικές κοπέλλες κρέμονταν από τα στηρίγματα τους δημιουργώντας ένα θέαμα αποκαρδιωτικό. Το ίδιο καί χειρότερα οι πιπεριές, οί κολοκυθιές καί οί αγγουριές.

Εξαίρεση ο κήπος του π. Παϊσίου. Αυτός δεν φιύτευε άπ' όλα τα λαχανικά. Μόνον αυτά πού δέν χρειάζονταν μαγείρεμα, μια πού το ασκητικό του πρόγραμμα δεν μπορούσε να συμπορευθεί με κάτι τέτοιο. "Εβαζε εννέα ρίζες ντοματιές και μια άγγουράκια. Οί άπότιστες ντοματιές του, την χρονιά εκείνη, ξεπερνούσαν τα δυο μέτρα- όσο τους έλειπε το νερό, τόσο κέρδιζαν σε ύψος. Οί δέ ντομάτες του ήταν σαν μικρά πεπόνια. "Έκθαμβος άντίκρυζα το θαύμα. Το ζών ΰδωρ της θεϊκής χάριτος αντικαθιστούσε την αναγκαιότητα του νεροϋ της φύσεως.
Με το ελάχιστο νεράκι καί την πολλή μας προσδοκία στον Θεό. Τον παρακαλούμε πνευματικά καί μεταμορφώνει την φύση. "Οσο ή λογική αύτού του κόσμου καί ή παχύτητα της έπιγειότητος συστέλλονται μέσα μας, τόσο ζωντανότερος καί άληθινότερος προκύπτει ό Θεός καί στην ατμόσφαιρα της ψυχής μας καί στο περιβάλλον της ζωής μας.
Αστειευόμενος μ' έβαζε ανάμεσα στα φυτά καί μου έλεγε:
- Κρίμα, καί νόμιζα πώς είσαι ψηλός. Εδώ σε ξεπερνούν καί οί ντοματιές μου. Καί πού να τις πότιζα κιόλας!
Από τις ντοματιές του π. Παϊσίου παρηγορήθηκε ολόκληρη ή περιοχή, όλα τα κελλιά. Δεν ξέρω τελικά αν τρεφόμασταν με ντομάτες, σίγουρα όμως γευόμασταν την ευλογία του Θεού.
Αυτός πού ήθελε τα λίγα, απολάμβανε τα πολλά. Μια τέτοια εμπειρία πώς κανείς να την ξεχάσει; Αυτά τα βιώματα αρδεύουν καί τις πιο χέρσες ψυχές των Αγιορειτών καί τις αναγκάζουν στους άνυδρους καιρούς μας να παράγουν με θαυμαστό τρόπο τους πιο χυμώδεις καί ευγευστούς καρπούς της εποχής μας. «Αυτών ή πίστις καί ζωή την οικουμένην στηρίζει».

Μου έλεγε συχνά ότι, όταν επισκέπτεται ό Θεός την καρδιά, ό άνθρωπος γίνεται τόσο λεπτός καί απαλός στην σχέση του με την φύση, πού δεν την ενοχλεί, οΰτε αμύνεται απέναντι της, δεν σπάει ένα λουλουδάκι, δεν πατάει μια τσουκνίδα, δεν σκοτώνει ένα μυρμήγκι, δεν διώχνει απότομα μια μύγα, αλλά σέβεται το σπασμένο κλαδάκι, το άκαρπο δένδρο, το ενοχλητικό ζωύφιο, το απειλητικό ζώο. Όταν συναντήσεις ένα θηρίο ή ένα φίδι, αν το αγαπάς έτσι, δεν θα σε πειράξει, σε αγαπά κι εκείνο. Γίνεσαι φίλος της κτίσης καί αυτή σου ανταποδίδει την αγάπη καί την εμπιστοσύνη. Την σέβεσαι στον στεναγμό καί στην αδυναμία της,την ποτίζεις με προσευχή καί αυτή σου άπαντα με θαυμαστούς καρπούς. Οί ντομάτες, ή συγκομιδή πού παίρνεις, δεν είναι συνέπεια μιας φυσικής νομοτέλειας, αλλά απόδειξη της ευλογίας του Θεου. "Ετσι μεταμορφώνεται το περιβάλλον σε ναό καί οί νόμοι άντικαθίστανται από το θαύμα καί την θεϊκή παρέμβαση. Αυτή εΐναι ή ασκητική οικολογία.

Ό π. Παΐσιος του 1988 καί οί ντοματιές του επαλήθευαν τα λόγια της γλυκόηχης διδασκαλίας του, του 1976 και επιβεβαίωναν τις βαθειές εντύπωσεις πού χάραξαν την υπόσταση μου κατά τι ευλογημένη εκείνη συνάντηση του 1971 Θυμάμαι, τότε, δεν είχα ανάγκη να τον βλέπω ούτε ακόμη καί να τον άκούω. Μου αρκούσε ή αίσθηση ότι βρέθηκα δίπλα σ' έναν υπερβατικό άνθρωπο, γνώρισα έναν ασκητή, αντάμωσα έναν άγιο.

Πηγή: Βιβλίο "Άγιον Ορος, το ύπέρτατο σημείο της γης" Έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

                      Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ


Ο ΕΝΣΑΡΚΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μέσα στη χορεία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης ξεχωριστή είναι η θέση του προφήτη Ηλία, του οποίου σήμερα η Εκκλησία γιορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη. Στην Καινή Διαθήκη το όνομα του προφήτη Ηλία αναφέρεται πολλές φορές από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, είπε πως ο Ιωάννης θα ερχόταν «εν πνεύματι και δυνάμει Ηλιού», θα είχε δηλαδή τα γνωρίσματα και το ζήλο του προφήτη Ηλία, θα ήταν ο ίδιος ο προφήτης Ηλίας, όπως ο λαός τον περίμενε να ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός, όταν έδωσε μαρτυρία για τον πρόδρομο Ιωάννη κι έπλεξε το εγκώμιο του, είπε πως αυτός ήταν ο Ηλίας «Αν θέλετε, να το παραλεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να έλθει».

Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι μαθητές επάνω στο βουνό, κατά τη θεία Μεταμόρφωση, είδαν τους δυο Προφήτες, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να συνομιλούν με τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά φανερώνουν την ξεχωριστή θέση του προφήτη Ηλία ανάμεσα στους Προφήτες και μέσα στη συνείδηση του λαού. Ακόμα και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ακούοντας τη διδασκαλία και βλέποντας τα θαύματά του, έβλεπαν τον προφήτη Ηλία, που είχε ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός ρώτησε· «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;». Κι οι μαθητές είπαν’ «Ιωάννην τον βαφτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν…».

Ο προφήτης Ηλίας ήταν από τη Θέσβη, μια πόλη πέρα από τον Ιορδάνη, γι’ αυτό και λέγεται θεσβίτης. Προφήτεψε στα χρόνια του βασιλέα Αχαάβ, που βασίλεψε στα 873-854, πριν από τη γέννησή του Ιησού Χριστού. Ο Αχαάβ και μάλιστα η γυναίκα του Ιεζάβελ ήσαν άνθρωποι ασεβείς κι εναντίον τους ήταν ο πόλεμος του προφήτη Ηλία. Η Ιεζάβελ, που δεν ήταν ισραηλίτισσα και γινόταν αιτία να νοθεύεται η πίστη από ειδωλολατρικά έθιμα, αυτή λοιπόν κυνήγησε πολύ τον προφήτη Ηλία, γι’ αυτό κι εκείνος αναγκαζόταν διαρκώς να φεύγει και να κρύβεται. Η Ιεζάβελ κυνηγούσε τον προφήτη Ηλία όπως η Ηρωδιάδα τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Πρώτο μεγάλο σημείο, που έδωσε ο προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε και δεν έβρεξε για τριάμισι χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα ο Προφήτης κρυβόταν σε μια σπηλιά σ’ ένα χείμαρρο πέρ’ από τον Ιορδάνη. Εκεί υπήρχε λίγο νερό, κι ένας κόρακας του πήγαινε τροφή κάθε πρωί. Όταν στέρεψε το νερό, έφυγε ο Προφήτης και πήγε στα Σάρεπτα της Σιδωνίας· όλα αυτά με εντολή του Θεού. Εκεί φιλοξενήθηκε σε μια χήρα γυναίκα, που είχε λίγο αλεύρι και λίγο λάδι, κι όμως έτρωγαν όλο τον καιρό και δεν έλειψαν. Η χήρα γυναίκα είχε ένα παιδί κι έτυχε να αρρωστήσει και να πεθάνει. Τότε ο Προφήτης προσευχήθηκε κι ανάστησε το παιδί.

Δεύτερο μεγάλο σημείο, που έδειξε ο Προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε κι ήλθε φωτιά από τον ουρανό. Με προσταγή του βασιλέα Αχαάβ, μαζεύτηκαν τετρακόσιοι ειδωλολάτρες ψευτοιερείς, που τους προστά τευε η Ιεζάβελ. Τότε ο προφήτης Ηλίας τους προκάλεσε σ’ ένα διαγωνισμό. Του είπε κι έβαλαν πάνω στο θυσιαστήριο τα ξύλα και το σφάγιο για θυσία, και άρχισαν να τρέχουν γύρω και να φωνάζουν όλη την ήμερα τον ψεύτικο θεό Βάαλ, για να ρίξει φωτιά· «και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις». Τότε ο Προφήτης τους είπε· «Κάνετε πέρα! Τώρα θα κάνω εγώ τη θυσία μου». Έκανε δικό του θυσιαστήριο, έβαλε κι έβρεξαν καλά τρείς φορές τα ξύλα με νερό κι ύστερα προσευχήθηκε. Έπεσε τότε φωτιά από τον ουρανό κι αναποδογύρισε κι έκαψε ολόκληρο το θυσιαστήριο.

Ύστερα απ’ αυτό το σημείο, ο λαός έπιασε τους τετρακόσιους ψευτοϊερείς, κι ο προφήτης Ηλίας τους τιμώρησε αυστηρά. Η Ιεζάβελ, αγριεμένη, κυνήγησε τον Προφήτη, κι εκείνος έφυγε ψηλά στο Χωρήβ, εκεί που πριν πεντακόσια χρόνια ο Μωϋσής άκουσε τη φωνή του Θεού κι είδε τη βάτο να φλέγεται και να μην καίγεται. Εκεί ο προφήτης Ηλίας κρυβόταν σε μια σπηλιά, κι ο Θεός τον δίδαξε ένα σπουδαίο μάθημα. Του είπε· «Ανέβα ψηλά στην κορυφή, και θα δεις το Θεό. Θα περάσει δυνατός αέρας· θα γίνει σεισμός· θα δεις φωτιά και θα περάσει ένα ανάλαφρο και δροσερό αεράκι. Ο Θεός δεν θα είναι ούτε στη θύελλα ούτε στο σεισμό ούτε στη φωτιά, αλλά στο ανάλαφρο αεράκι». Ο Προφήτης Ηλίας υπήρξε ο άνθρωπος, που φλεγότανε ολόκληρος από θείο ζήλο. Η ζωή του πύρινη κι ο θάνατός του ανάληψη στον ουρανό «επί πύρινου άρματος». Αμήν.

Πηγή: Διονυσίου Ψαριανού, Μητροπoλίτου Σερβίων και Κοζάνης, «Εικόνες έμψυχοι»

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

         Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΜΠΤΣΟΒΑ Η ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ 
Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα, κατά κόσμον Ελισαβέτα Πιλένκο, γεννήθηκε το 1891 στη λεττονική πόλη Ρίγα, η οποία τότε ήταν κομμάτι της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Έζησε μια επική ζωή, γεμάτη ανατροπές, προσωπικές και εθνικές τραγωδίες, αλλά και μια σημαδιακή γνωριμία με το Χριστό, στο νεκροκρέβατο της κορούλας της Νάστιας, η οποία θα καθόριζε το υπόλοιπο της ζωής της, στην απόφασή της να ζήσει ως μοναχή, όντας ακόμη νέα με μικρά παιδιά, στην προσφορά της για το συνάνθρωπο με όλη της την ψυχή και τέλος στον μαρτυρικό της θάνατο στα κρεματόρια του Ράβενσμπρουκ, για χάρη των διωκόμενων Εβραίων από τους Ναζί, στις 30 Μαρτίου του 1945, ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής του Πάσχα.

Η ζωή της πέρασε από τα λογοτεχνικά σαλόνια της Αγίας Πετρούπολης, από τη συμμετοχή της στο κίνημα των Μενσεβίκων σοσιαλιστών (της είχε δοθεί η εντολή να δολοφονήσει τον Τρότσκυ), από το πόστο της Δημάρχου της Ανάπα, στην εξορία στην Ευρώπη ως μητέρα τριών παιδιών. Με κέντρο το Παρίσι, έζησε τα πιο μεστά χρόνια της ζωής της.

Το 1932 έλαβε το μοναχικό σχήμα, το οποίο υπηρέτησε με φλεγόμενη καρδιά από αγάπη για τον συνάνθρωπό της, την εικόνα του Θεού, μια αλήθεια που είχε νιώσει ως το μεδούλι της ύπαρξής της.

Παρέδωσε την ψυχή της στον θάλαμο αερίων με μια τελευταία κίνηση αυτοθυσίας (πήρε τη θέση μιας άλλης γυναίκας), επισφραγίζοντας έτσι την αγιασμένη της ζωή με έναν ταιριαστό για ’κείνην θάνατο.

Ο ασυμβίβαστος τρόπος με τον οποίο υπηρέτησε τον Χριστό, η εκρηκτική της προσωπικότητα και η ελευθερία στην οποία την οδήγησε η αλήθεια του Θεού, τη χαρακτήρισαν σαν σαλή δια Χριστόν και οι σύγχρονοί της, αλλά κι έτσι παρέμεινε στη συνείδηση των πιστών μέχρι σήμερα. Εκτός από το παράδειγμα της ζωής της, άφησε πλήθος γραπτών, ποιήματα, άρθρα, δοκίμια· από τις αγιογραφίες της σώζονται πολλές στο Παρίσι, στη μονή του Τιμίου Προδρόμου του μακαριστού Γέροντος Σωφρονίου στο Έσσεξ και στη Ρωσία
Η Μητέρα Μαρία ανακηρύχθηκε επίσημα Αγία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Μάρτιο του 2004. Ήδη όμως, στη συνείδηση των ανθρώπων που ήξεραν τις λεπτομέρειες της ζωής της αναγνωριζόταν σαν μια από τις μεγαλύτερες Αγίες του 20ου αιώνα.

Ήταν μια λαμπρή θεολόγος που υπηρέτησε με γενναιότητα την πίστη της σε εφιαλτικούς καιρούς και είχε μαρτυρικό θάνατο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ στη Γερμανία το 1945.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Η ΑΣΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ


Του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, Κτήτορος της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Essex



Εις το παρόν κεφάλαιον θα αποπειραθώ να εκθέσω κατά το δυνατόν συντομώτερον τας πλέον ουσιώδεις απόψεις περί της προσευχής του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, ως και την πλέον υγιαίνουσαν περί της ασκήσεως ταύτης διαδασκαλίαν την οποία συνήντησα εν Αγίω Όρει.

Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού. Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται ετά της καρδίας δια της ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας. Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν. Προς τούτο ο μοναχός, δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησον με (τον αμαρτωλόν)». Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις το άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή? οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».

Η τεχνητή μέθοδος δύναται να βοηθήση τον αρχάριον να ανεύρη τον τόπον, όπου οφείλει να σταθή η προσοχή του νοός κατά την προσευχήν και εν γένει εν παντί καιρώ. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται δια του τρόπου αυτού. Αύτη έρχεται ουχί άλλως, ει μη δια της πίστεως και της μετανοίας, αίτινες είναι η μόνη βάσις δι’αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, ως κατέδειξεν η μακρά πείρα, έγκειται εις το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οίτινες αποδίδουν καθ’ υπερβολήν μεγάλην σημασίαν εις την μέθοδον καθ’εαυτήν. Προς αποφυγήν της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων εις τους αρχαρίους ασκητάς ΄σλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλ’ ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμώτερος και δη: να συγκεντρούται η προσοχή εις το Όνομα του Ιησού Χριστού και εις τους λόγους της ευχής. Όταν η συντριβή δια τας αμαρτίας φθάση εις ωρισμένον βαθμόν, τότε ο νους φυσικώ τω τρόπω ενούται μετά της καρδίας.

Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εις τους αρχαρίους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Εις το πρώτον μέρος της προσευχής ομολογούμεν τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Εις το δεύτερον μέρος εν μετανοία αναγνωρίζομεν την πτώσιν ημών, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσιν ημών. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας με΄τα της μετανοίας απεργάζεται την προσευχήν πληρεστέραν κατά το θετικόν αυτής περιεχόμενον. Είναι δυνατόν να καθορίσωμεν στάδια τινα εν τη αναπτύξει της προσευχής ταύτης:

Πρώτον, είναι η προφορική. Λέγομεν την προσευχήν δια των χειλέων, ενώ προσπαθούμεν να συγκεκντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις το Όνομα και τας λέξεις

Δεύτερον, νοερά. Δεν κινούμεν πλέον τα χείλη, αλλά προφέρομεν το όνομα του Ιησού Χριστού και το λοιπόν περιεχόμενον της προσευχής νοερώς.

Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδία ενούνται κατά την ενέργεια αυτών? η προσοχή περικλείεται εντός της καρδίας και εκεί προφέρεται η ευχή.

Τέταρτον, αυτενεργουμένη. Η προσευχή στερεούται εν τη καρδία, και άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας της θελήσεως προφέρεται αφ’ εαυτής εντός της καρδίας, ελκύουσα προς τα εκεί την προσοχήν του νοός.

Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως τρυφερά φλοξ εντός ημών, ως έμπνευσις Άνωθεν, γλυκαίνουσα την καρδίαν δια της αισθήσεως της αγάπης του Θεού και αρπάζουσα τον νου εις πνευματικάς θεωρίας. Ενίοτε συνοδεύεται μετά της οράσεως του Φωτός.

Η βαθμιαία ανάβασις εν τη προσευ΄χη είναι η πλέον αξιόπιστος. Εις τον εισερχόμενον εις το στάδιον του αγώνος δια την προσευχήν επιμόνως προτείνεται να αρχίζη δια της προφορικής προσευχής, εώς ότου αύτη αφομοιωθή υπό του σώματος, της γλώσσης, της καρδίας και της διανοίας αυτού. Η διάρκεια της περιόδου ταύτης διαφέρει εις έκαστον. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια, τοσούτον συντομωτέρα η οδός.

Η άσκησις της νοεράς προσευχής δύναται προς καιρόν να συνδέηται μετά της ψυχοσωματικής μεθόδου, τουτέστι να φέρη χαρακτήρα ρυθμικής ή αρρύθμου προφοράς της ευχής δια του νοερού μέσου της εισπνοής κατά το πρώτον μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερον, καθώς περιεγράφη ανωτέρω. Η τοιαύτη εργασία δύναται να είναι ωφέλιμος, εάν έχωμεν πάντοτε κατά νουν ότι εκάστη επίκλησις του Ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέηται αδιαστάτως μετ’Αυτού, του Προσώπου του Χριστού-Θεού. Αλλέως η προσευχή μετατρέπεται ειςτεχνητόν γύμνασμα και καταλήφει εις αμαρτίαν εναντίον της εντολής: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω»(Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).

Όταν η προσοχή του νοός στερεούται εν τη καρδία, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος των τελουμένων εντός της καρδίας, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται μετά συνέσεως. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς προσεγγίζοντας εκ των έξω και δύναται να εκδιώξη αυτούς δια της δυνάμεως του Ονόματος του Χριστού. Δια της ασκήσεως ταύτης η καρδία λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάστασιν του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τελείται η μετάβασις εκ της νοεράς προσευχής εις την νοεράν-καρδιακήν, μετά την οποίαν δίδεται η αυτενεργούμενη προσευχή.

Αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν ενώπιον του Θεού εν τη ενότητι και ολότητι της υπάρξεως ημών. Η εν φόβω Θεού επίκλησις του Ονόματος του Σωτήρος συνδεομένη μετά της ακαταπαύστου προσπαθείας τηρήσεως των εντολών , οδηγεί βαθμηδόν εις την μακαρίαν ενότητα όλων των δυνάμεων ημών, των πρότερον εξησθενημένων εκ της Πτώσεως. Κατά τον θαυμαστόν, αλλά δύσκολον και οδυνηρόν αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζώμεθα. Είναι σημαντικόν να αποβάλωμεν τον λογισμόν, όστις εισηγείται εις ημάς την επιτυχίαν του μεγίστου εις τον βραχύτερον δυνατόν χρόνον. Ο Θεός δεν βιάζεται την θέλησιν ημών, αλλ’ ούτε εις Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν δια της βίας να πράξη ο,τιδήποτε. Τα επιτυγχανόμενα δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται επί μακρόν, και το κυριώτερον, δεν οδηγούν εις την ένωσιν του πνέυματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού.

Εν ταις συνθήκαις του συγχρόνου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπέράθρωπον ανδρείαν, διότι εις αυτήν ανθίσταται το σύνολον των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή εν απερισπάστω προσευχή σημαίνει νίκην εφ’ όλων των επιπέδων της φυσικής υπάρξεως. Η οδός αύτη είναι μακράκαι ακανθώδης, αλλ’ έρχεται στιγμή κατά την οποίαν ακτίς του Θείου Φωτός διαπερά το πυκνόν σκότος και δημιουργεί ενώπιον ημών ρωγμήν, δια μέσου της οποίας βλέπομεν την Πηγήν του Φωτός τούτου. Τότε η προσευχή του Ιησού λαμβάνει κοσμικάς και υπερκοσμίους διαστάσεις.

«Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν? η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσεβεία προς πάντα ωφέλιμος εστίν, επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος? εις τούτο γαρ και κοπιώμεν... ότι ηλπίκαμενεπί Θεώ ζώντι, Ος εστί Σωτήρ πάντων ανθρώπων... Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε» ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τήρησις της διδαχής ταύτης του Αποστόλου αποτελεί την πιστοτέραν οδόν προς τον Αναζητούμενον. Είναι αδύνατον να διανοηθώμεν ότι δια τεχνητών μέσων αποκτάται η θέωσις. Πιστεύομεν ότι ο Θεός ήλθεν εις την γην, απεκάλυψε το μυστήριον της αμαρτίας και έδωκεν εις ημ’ας την χάριν της μετανοίας, ημείς δε προσευχόμεθα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», επ’ ελπίδι της συγχωρήσεως και της καταλλαγής εν τω Ονόματι Αυτού. Τους λόγους «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» δεν εγκαταλείπομεν καθ’ όλην την ζωήν ημών. Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ανοικήσεως εν ημίν του Ιδίου του Θεού. Τούτο αποτελεί την θέωσιν ημών, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστί». Το πλήρωμα της χριστιανικής τελιότητος είναι ακατόρθωτον εν τοις ορίοις της γης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε? ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε διαβεβαιοί ημάς ότι εν τω μέλλοντι αιώνι θα συντελεσθή η θέωσις ημών, διότι «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωαν. 3,2). «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην... αγνίζει εαυτόν, καθώς Εκείνος αγνός εστί... πας ο εν Αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει? πας ο αμαρτάνων ουχ εώρακεν Αυτόν ουδέ έγνωκεν Αυτόν» (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέλιμον να διαποτισθώμεν υπό του περιεχομένου αυτής της Επιστολής, ίνα η επίκλησης του Ονόματος του Ιησού γένηται ενεργός, σωτήριος, ίνα «μεταβώμεν» εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λάβωμεν «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).

Εν εκ των πλέον θαυμασίων βιβλίων των ασκητών Πατέρων είναι η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Αναγινώσκεται υπό των αρχαρίων μοναχών, αλλά χρησιμεύει και ως αυθεντικόν κριτήριον δια τους τελείους. (Είναι ίσως περιττόν να είπωμεν ότι η τελειότης επί της γης ουδέποτε είναι πλήρης). Παρόμοιόν τι δυνάμεθα να διαπίστώσωμεν και εις ό,τι αφορά εις την προσευχήν του Ιησού. Δι’ αυτής προσεύχονται κατά την διάρκειαν πάσης εργασίας απλοί και ευσεβείς άνθρωποι δι’ αυτής αντικαθίστανται αι εκκλησιαστικαί ακολουθίαι αυτήν «νοερώς»προφέρουν οι μοναχοί , ευρισκόμενοι εν τω ναώ κατά τον χρόνον των ακολουθιών? αύτη συνιστά ωσαύτως το κατ’ εξοχήν έργον των μοναχών εν τοις κελλίοις και των ερημιτών-ησυχαστών.

Η εργασία της προσευχής ταύτης συνδέεται στενώτατα μετά της θεολογίας του Θείου Ονόματος. Έχει αύτη βαθείας δογματικάς ρίζας, ως και όλη η ασκητική ζωή των ορθοδόξων: Συμβολίζει αρμονικώς μετά της δογματικής συνειδήσεως. Η προσευχή εις τινας των μορφών αυτής γίνεται αληθώς πυρ καταναλίσκον τα πάθη (βλ. Εβρ. 12,29). Εν αυτή περικλείεται Θεία δύναμις, ήτις ανιστά τους νεκρωθέντας εκ της αμαρτίας. Είναι φως, όπερ λαμπρύνει τον νουν και μεταδίδει εις αυτόν την ικανότητα της διακρίσεως δυνάμεων αίτινες ενεργούν «εν τω κόσμω»? παρέχει ωσαύτως την δυνατότητα της υεωρίας των τελουμένων εντός του νου και της καρδίας ημών: «Διικνουμένη (αύτη) άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (πρβλ. Εβρ. 4,12).

Η ευλαβής άσκησις της προσευχής τταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών εναντιουμένων ενεργειών κεκρυμένων εν τη ατμοσφαίρα. Προσφερομένη εν τη καταστάσει βαθείας μετανοίας διεισδύει εις τον χώρον, όστις κείται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Εις τας πλέον εντατικάς εκδηλώσεις αυτής απαιτεί αύτη ή μεγάλην πείραν ή καθοδήγητήν. Είναι απαραίτητος εις όλους ανεξειρέτως τους ασκούντας αυτήν η νημτική περίσκεψις, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή εις παν επερχόμενον επ’ αυτούς. Τότε γίνεται αύτη δύναμις, ήτις συνάπτει το πνεύμα ημών προς το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθησιν της ζώσης παρουσίας της αιωνιότητος εντός ημών, έχουσα ήδη οδηγήσει ημάς δια μέσου αβύσσων σκότους εν ημίν κεκρυμένων.

Η προσευχή αύτη είναι μέγα δώρον του ουρανού προς τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα.

Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (ίνα μη είπω η άσκησις) εν τη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτόν να παραβάλω ταύτην προς την φυσικήν ζωήν του κόσμου ημών και να φέρω παραδείγματα εκ των γνωστών εις ημάς γεγονότων της συγχρόνου επικαιρότητος. Οι αθληταί, προετοιμαζόμενοι δια τους προκειμένους εις αυτούς αγώνας, επαναλαμβάνουν επί μακρόν τας αυτάς ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά την στιγμήν της διεξαγωγής αυτών ταχέως και μετά βεβαιότητος, και τρόπον τινά μηχανικώς, πάσας τας κινήσεις, τας οποίας ήδη καλώς αφωμοίωσαν. Εκ του αριθμού των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότης της αποδόσεως. Ιδού, θα διηγηθώ εισέτι γεγονός, όπερ συνέβη εις κύκλον γνωστών εις εμέ προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω επί του προκειμένου εκείνα, άτινα ήκουσα εξ ενός εκ των πλησιεστέρων ανθρώπων προς τα πρόσωπα εις τα οποία αναφέρονται.

Εις ευρωπαικήν τινα πόλιν δύο αδελφοί ανυμφεύθησαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέας. Η μία εξ αυτών ήτο ιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρος. Η άλλη ήτο ωραιοτέρα, δραστήριος, ευγενής αλλ’ ουχί καθ’ υπερβολήν ευφυής. Ότε επλησίαζεν ο καιρός του τοκετού δι’ αμφοτέρας, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρίαν ακολουθούσαι την προς τινός εμφανισθείσαν μέθοδον του «ανωδύνου τοκετού». Η πρώτη, η ιατρός, ταχέως κατενόησεν όλον τον μηχανισμόν της πράξεως ταύτης και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθωρισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τας ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατενόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφήρμοζε τα γνώσεις αυτής. Η άλλη δεν εγνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε διετίθετο να ασχοληθή μετά της υεωρητικής πλευράς της μεθόδου ταύτης, αλλά παρεδόθη απλώς μετά ζήλου εις την επανάληψιν του προδιαγεγραμμένου συμπλέγματος κινήσεων του σώματος. Αφομοιώσασα δε ταύτας επαρκώς, ότε έφθασεν η στιγμή, απήλθε δια το προκείμενον εγχείρημα. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμήν του τοκετού εκ των πρώτων ήδη ωδινών δεν ενεθυμήθη τας θεωρίας και έτεκε μετά μεγάλης δυσκολίας, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)? η δε άλλη έτεκεν άνευ πόνωνκαι σχεδόν άνευ δυσκολίας.

Ούτω θα συμβή και εις ημάς. Ο σύγχρονος και πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι εις θέσιν να εννοήση τον «μηχανισμόν» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθή δύο ή τρεις εβδομάδας μετά τινός ζήλου, να αναγνώση ολίγα βιβλία, και ιδού, ο ίδιος δύναται ήδη εις τα γεγραμμένα βιβλία να προσθέση και το ίδιον αυτού. Κατά την ώραν όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασις ημών υποβάλληται εις βιαίαν διάσπασιν, όταν ο νους θολούται και η καρδία αισθάνηται ισχυρούς πόνους ή εξασθένησιν, τότε πάσαι αι θεωρητικαί ημών γνώσεις εκλείπουν και η προσευχή δύναται να απολεσθή.

Είναι αναγκαίον να προσευχώμεθα επί έτη. Να αναγινώσκωμεν ολίγον, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον άπτεται της προσευχής και συνεργεί, κατά το περιεχόμενον αυτού, εις την ενίσχυσιν της έλξεως προς προσευχήν μετανοίας δια της εσωτερικής φυλακής του νοός. Εκ της μακροχρονίου επαναλήψεως η προσευχή γίνεται φύσις της υπάρξεως ημών, φυσική αντίδρασις εις παν φαινόμενον εν τη πνευματική σφαίρα, είτε τούτο είναι φως, είτε σκότος, είτε εμφάνισις αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – εν ενί λόγω, εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει.

Μετά τοιαύτης προσευχής η γέννησις ημών δια την ουράνιον ζωήν δύναται όντως να αποβή ανώδυνος.

Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, ήτις αποκαλύπτει εις ημάς τα έσχατα βάθη του ανάρχου Όντος, είναι σύντομος, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξιν εις πλάτος. Η δια του Χριστού φανερωθείσα τελειότης είναι αέφικτος εν τοις ορίοις της γης? το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους διέρχεται ο ασκών την προσευχήν ταύτην, είναι απερίγραπτον. Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί κατά παράδοξον τρόπον το πνεύμα του ανθρώπου εις συνάντησιν μετά των κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω» δυνάμεων. Η δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή προκαλεί εναντίον αυτής επίθεσιν εκ μέρους των κοσμικών δυνάμεων, κάλλιον δ’ ειπείν, την πάλην μετά «των κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ. 6,12). Αύτη, ανυψούσα τον άνθρωπων εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων της γηίνης σοφίας, εις τα υψίστας μορφάς αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».

Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καυαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνιον χάριν πειθαρχίας. Εν τω Αγίω Όρει του Άθω το πλέον διαδεδομένον κομβοσχοίνιον φέρειεκατό κόμβους διηρημένους εις τέσσαρα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών καθ’ ημέραν και νύκτα ορίζεται αναλόγως της δυνάμεως εκάστου και των πραγματικών συνθηκών της ζωής αυτού.

*Εκ του βιβλίου “ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΉΣ”, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Essex