Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Ο Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας ο Τροπαιοφόρος
Η οικουμενικότητα του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, που εκφράζεται μέσα από τη λειτουργική τέχνη, την τιμή προς τον Άγιο λαών και φυλών ακόμα και μη ορθοδόξων, τη λαϊκή θρησκευτικότητα, μαρτυρείται περίτρανα από την γ’ Ωδή του Κανόνος του: «Γη πάσα και βρότειος φυλή, ουρανός τε συγχαίρει, στρατός Αγγέλων τε, ο πρωτοστράτηγος γαρ, Χριστού νυν Γεώργιος εκ γης, βαίνει προς ουράνια». Παρά την ευρέως διαδεδομένη τιμή και ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, δεν υπάρχουν πολλές αυθεντικές ιστορικές πηγές για το πρόσωπο και το μαρτύριό του. Πρώτη και σπουδαιότερη πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες για τον βίο, το μαρτύριο και τα θαύματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου είναι το ιστορικό που συνέταξε ο υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, ο οποίος παρακολούθησε τα γεγονότα του μαρτυρίου του Αγίου.

Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 280-285 μ.Χ., πιθανότατα στην περιοχή της Αρμενίας, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Εκεί, σε ένα μοναστήρι της περιοχής, ο Άγιος δέχθηκε το μυστήριο του Βαπτίσματος και έγινε μέλος της Εκκλησίας. Ο πατέρας του Αγίου ονομαζόταν Γερόντιος, ήταν Συγκλητικός – στρατηλάτης στο αξίωμα – και καταγόταν από πλούσια και επίσημη γενιά της Καππαδοκίας. Σε παλαιό χειρόγραφο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σεβαστούπολη της Μικράς Αρμενίας και ότι αρχικά ήταν ειδωλολάτρης, ενώ αργότερα έγινε Χριστιανός. Η σύζυγός του ονομαζόταν πολυχρονία, ήταν Χριστιανή και καταγόταν από τη γνωστή Λύδδα (Διόσπολη) της Παλαιστίνης. Όπως αναφέρουν οι πηγές, η οικογένεια του Αγίου, όταν εκείνος ήταν σε μικρή ηλικία, μετοίκησε στη Λύδδα, λόγω του θανάτου του πατρός του.

Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό. Διακρίθηκε για την τόλμη και τον ηρωισμό του και έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου. Λίγο αργότερα ο Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμητος στο τάγμα των Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς, «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπώς διαπρέψας τού των σχολών μετά ταύτα πρώτου τάγματος κόμης κατ’ εκλογήν προεβλήθη».

Στις αρχές του 303 μ.Χ. ο Άγιος συλλαμβάνεται και ακολουθεί το μαρτύριο. Η πίστη του Αγίου γίνεται αφορμή να βαπτισθούν Χριστιανοί οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστόφορος και Σεβηριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων τη μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κορδάτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου.

Ο Άγιος μαρτύρησε, «απετμήθη την κεφαλήν», μετά από πλήθος βασανιστηρίων, την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά δε τον υπολογισμό του ιστορικού Ευσεβίου και σύμφωνα με το Μακεδονικό ημερολόγιο, η ημέρα αυτή αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου, του Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οι Χριστιανοί το πάντιμο λείψανό του και το έθαψαν μαζί με αυτό της Αγίας μητρός του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της μητέρας του και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.

Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου, μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Την μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 24 Απριλίου.
Βλέπουμε ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου, δημιουργείται μέσα στο τελετουργικό χρόνο της Εκκλησίας, ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινουπόλεως, ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 του αυτού μηνός. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Μεγαλομάρτυρα στη ζωή της Εκκλησίας.

Η τιμή του Αγίου επεξετάθη εντός ολίγου χρόνου σε όλη την Ανατολή. Έτσι στη Συρία ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ. υπήρξαν ναοί αφιερωμένοι στη μνήμη του, ενώ στην Αίγυπτο υπήρχαν περί τους 40 ναούς και 3 Μονές στο όνομά του. Στις λοιπές ανατολικές περιοχής η τιμή του Αγίου είχε λάβει τεράστιες διαστάσεις από αρχαιοτάτους χρόνους. Στην Αγιοτόκο και μαρτυρική Καππαδοκία βρίσκονται πολλοί ναοί αφιερωμένοι στον Μεγαλομάρτυρα, αλλά και σε άλλους Αγίους, με εξαίρετες τοιχογραφίες του μαρτυρίου του Αγίου, καθώς και της μητρός του Αγίας Πολυχρονίας. Και στην Κωνσταντινούπολη όμως πολλοί και ονομαστοί ναοί ήταν αφιερωμένοι στον Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Γεώργιο.
Η τιμή προς τον Άγιο Γεώργιο στην περιοχή της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινουπόλεως καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τον Όσιο Θεόδωρο τον Συκεώτη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η μνήμη του Οσίου Θεοδώρου, που η Εκκλησία μας τιμά στις 22 Απριλίου, εορταζόταν στην Κωνσταντινούπολη με ιερά Σύναξη στο ναό του Αγίου Γεωργίου «εν τω Δευτέρω». Αυτό ακριβώς καταδεικνύει τη σχέση μεταξύ των δύο Αγίων.

Απολυτίκιο. Ήχος δ’.
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Γεωργηθείς υπό Θεού ανεδείχθης, της ευσεβείας γεωργός Τιμιώτατος, των αρετών τα δράγματα συλλέξας σεαυτώ, σπείρας γαρ ενδάκρυσιν, ευφροσύνη θερίζεις, αθλήσας δε δι' αίματος, τον Χριστόν εκομίσω, και ταις πρεσβείαις Άγιε ταις σαις, πάσι παρέχεις πταισμάτων συγχώρησιν.

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ Α.Μ. ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΙΡΑΝΩΝ, ΔΥΡΡΑΧΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ κ.κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΕΠΙ Τῼ ΑΓΙῼ ΠΑΣΧᾼ 2010

«Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται ματαία η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15:17)
Ενα συγκλονιστικό μήνυμα δεσπόζει στη σημερινή εορτή. Λιτό και περιεκτικό: Χριστός ανέστη! Και αντηχεί επί σαράντα ημέρες σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Πρόκειται για μια βεβαιότητα στην οποία στηρίζεται η Εκκλησία. Ο Χριστός ανέστη και μαζί Του ανέστη η ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε.
Οπωσδήποτε, αυτό το συνταρακτικό Γεγονός δεν είναι αποδεκτό από πολλούς. Εδώ στην Αλβανία, στη σκοτεινή περίοδο της αθεϊστικής δικτατορίας, η πίστη και η αναφορά στην ανάσταση του Χριστού εθεωρείτο έγκλημα. Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι στα μύχια της καρδιάς τους ομολογούσαν: Χριστός ανέστη! Ακόμη, υπάρχουν ιδεολογίες και θρησκείες που αρνούνται την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη!
Οι ίδιοι οι Μαθητές του Χριστού ήσαν επιφυλακτικοί στην πρώτη είδηση της Αναστάσεως. Αλλά κατόπιν έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις για να κηρύξουν το χαρμόσυνο μήνυμα που άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητος. Ο απόστολος Παύλος, ο οποίος μαζί με τους άλλους αποστόλους επέμενε στο γεγονός της Αναστάσεως, στην επιστολή του προς Κορινθίους διετύπωσε με απόλυτο τρόπο μια κρίσιμη υπόθεση. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. 15:14). Και κατόπιν επανέλαβε: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται ματαία η πίστις υμών έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών» (15:17). Χωρίς την Ανάσταση, η χριστιανική πίστη είναι «κενή», άδεια άνευ ουσιαστικού περιεχομένου και «ματαία», ανωφελής.
Ακούγεται σκληρός αυτός ο λόγος. Αλλ’ αποτελεί την ουσία του Ευαγγελίου. Αν αφαιρεθεί η Ανάσταση, όλο το χριστιανικό οικοδόμημα καταρρέει. Δεν σώζουν ούτε οι έξοχες ιδέες ούτε τα υπέροχα διδάγματα ούτε τα θαυμαστά παραδείγματα. Το κρίσιμο στοιχείο, το μοναδικό και ζωτικό του Χριστιανισμού είναι η Ανάσταση. Πολλοί θα προτιμούσαν ένα χριστιανικό κήρυγμα που θα περιορίζεται σε ηθικοπλαστικά διδάγματα και γενικότητες περί αλληλεγγύης, ισότητος, ειρήνης χωρίς το κήρυγμα περί της Αναστάσεως. Αλλά ένας τέτοιος, «Χριστιανισμός» είναι άγευστος, ατελής, χωρίς πνοή ζωής. Τελικά, δεν είναι Χριστιανισμός.
Ο συλλογισμός του αποστόλου ολοκληρώνεται στον επόμενο στίχο, «ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν» (15:19). Αν η χριστιανική ελπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη ζωή, τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι από όλους τους ανθρώπους. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί κάνοντας την αρχή για την ανάσταση των κεκοιμημένων. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο» (στ. 20-21). Και ο Παύλος αναπτύσσει το επιχείρημά του τονίζοντας ότι όλοι καταγόμεθα από τον Αδάμ, αλλά προσέτι ότι όσοι έχουν ενσωματωθεί εν τω Χριστώ τω νέω Αδάμ, θα μετάσχουν σε μια νέα ζωή. «Επειδή γαρ δι’ ανθρώπου ο θάνατος, και δι’ ανθρώπου ανάστασις νεκρών. Ωσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (21-22). Ο Χριστός όχι μόνο αναστήθηκε ο ίδιος, αλλά συνήγειρε και ανέστησε την ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε.
Αυτή τη σωτήρια βεβαιότητα αναγγέλλει επίμονα η Ορθόδοξη Εκκλησία ψάλλοντας επανειλημμένως το Χριστός ανέστη! Και συνάμα τονίζει: Η Ανάσταση του Χριστού διακηρύσσει ότι η αλήθεια είναι δυνατότερη από το ψέμα, το αγαθό ισχυρότερο από το κακό, η αγάπη δυνατότερη από το μίσος, η ζωή κραταιότερη από τον θάνατο. Το Ευαγγέλιο δεν περιορίζεται μόνο σε ηθικές κατευθύνσεις. Διαβεβαιώνει και τη δική μας οντολογική ανάσταση. Γι’ αυτό παραμένει αναλλοίωτο χαρμόσυνο μήνυμα ανά τους αιώνες.
Προφανώς, δεν είμαστε αφελείς. Γνωρίζουμε ότι πολλοί συνάνθρωποί μας δεν δέχονται «την εν ημίν ελπίδα». Ισως, μάλιστα, με πείσμα την αποκρούουν ή απλώς την παραθεωρούν. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη! Ούτε υπάρχει λόγος να κρύψουμε ότι και στις καρδιές πολλών χριστιανών κάποτε εισδύει ο δισταγμός. Παρά τις διάφορες όμως επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, Χριστός ανέστη!
Αυτή την αναστάσιμη βεβαιότητα η Εκκλησία μάς καλεί να τη ζήσουμε πιο συνειδητά στη σημερινή λαμπρή εορτή. Οσο και αν ο νους μας κάποτε υποκύπτει στην ολιγοπιστία, Χριστός ανέστη! Το ζητούμενο είναι να στηριχθεί αυτή η πίστη μέσα μας, να γίνει πιο σαφής και ατράνταχτη. Και ακόμη, να διακηρυχθεί θαρρετά στο περιβάλλον, το κοντινό όσο και το μακρινό: Χριστός ανέστη!
Οι αιώνες που πέρασαν μαρτυρούν ότι κάθε άλλο παρά «κενή» και «ματαία» υπήρξε η πίστη των χριστιανών. Ανοιξε νέους ορίζοντες για την αποδοχή του Αρρήτου. Προσέφερε σε εκατομμύρια ανθρώπους ακατάβλητη δύναμη αντοχής, δημιουργίας και εκπληκτικών αθλημάτων και τους ανέδειξε πρωταγωνιστές προόδου και πολιτισμού.
Ας χαρούμε, αδελφοί μου, το φετινό Πάσχα ζητώντας από τον αναστάντα Κύριο να δυναμώσει την πίστη μας στην Ανάστασή Του και να στερεώσει το αναστάσιμο φρόνημά μας. Στην περιρρέουσα ζοφερή ατμόσφαιρα, που δυσκολεύει συχνά την αναπνοή και την όρασή μας, το αναστάσιμο φως ας καταυγάσει τη σκέψη μας, ας φωτίσει τον νου και τη συνείδησή μας, ας στηρίξει την καρδιά μας. Ασφαλώς, η καθημερινή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε, οι αδικίες, οι στερήσεις, δεν έπαυσαν να υπάρχουν. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη! Ασφαλώς ο πόνος από τα αναπάντεχα –ανέχεια, ασθένειες, θανάτους και άλλα δεινά– είναι συχνά αφόρητος. Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη!
Ναι, πιστεύουμε στην Ανάσταση. Αυτό διατρανώνει και η ολόλαμπρη αυτή σύναξή μας. Και η πίστη μας δεν είναι ούτε «κενή» ούτε «ματαία». Είναι αστείρευτη πηγή δυναμικής και καρποφόρου ζωής. Χριστός ανέστη!

Σάββατο 3 Απριλίου 2010


                                      ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ  ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ  

Ν Ι Κ Ο Λ Α Ο Σ

Ἐλέῳ Θεοῦ
Μητροπολίτης τῆς Θεοστηρίκτου
καί Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Φθιώτιδος

Π ρ ό ς
τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα
τῆς καθ΄ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως


            Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα τῆς Ἐκκλησίας.

            Ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων στόματα ἀπό τό ἕνα ἄκρο τῆς γῆς ἕως τό ἄλλο βρο­ντοφωνάζουν σήμερα τό «Χριστός Ἀνέστη». Παγχριστιανικό καί πανανθρώ­πι­νο εἶναι τό μήνυμα τοῦτο. Μαζί μέ τόν ἄνθρωπο χαίρει καί ἀγάλλεται καί αὐ­τή ἡ κτίση, ἡ ὁποία μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ πλάστη της ἐλευθερώνεται ἀπό τή δου­λεία τῆς φθορᾶς.
            Χαίρομε, διότι «βλέπομεν Ἰησοῦν διά τό πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καί τι­μῇ ἐστεφανωμένον» (Ἑβρ. Β΄ 9-10).
            Χαίρομε, διότι μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί ἐμεῖς «δοῦλοι ὑπάρχοντες φθο­ρᾶς» (Β΄ Πέτρ. Β΄, 19) ἀφθαρτοποιούμεθα. Τό φθαρτό σῶμα μας θά περι­βλη­θεῖ ἀφθαρσία καί τό θνητό ἀθανασία.
            Χαίρομε, διότι μέ τήν Ἀνάσταση διακηρύττεται ἡ νίκη τοῦ πνεύματος ἔνα­ντι τῆς βίας, τῆς καλωσύνης ἔναντι τῆς κακίας, τῆς ἀφθαρσίας ἔναντι τῆς φθο­ρᾶς.
            Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως γιά ὅλους ἐμᾶς πού ζοῦμε μέσα σ΄ ἕνα κόσμο συ­νεχῶς μεταβαλλόμενο καί κινδυνεύοντα ἀπό τήν πρωτοφανῆ στήν ἱστορία του ἀστάθεια, ἀποτελεῖ ἀσφαλῆ καί βεβαία ἐγγύηση. Ἡ ἐγγύηση αὐτή στήν συ­γκε­­κριμένη περίοδο πού ζοῦμε μᾶς εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη, διότι οἱ με­τα­βο­λές στόν πλανήτη μας καί στή ζωή μας εἶναι τόσο αἰφνίδιες καί ἐντυπωσιακές, ὥστε ἔχει ἀφαι­ρε­θεῖ ἀπό τίς ψυχές μας κάθε αἴσθημα ἀσφαλείας. Οἱ πολιτικές, κοι­νωνικές, κο­σμο­θεωριακές καί οἰκονομικές μεταβολές ἤ μᾶλλον ἀνατροπές εἶναι τόσο ἀπό­το­μες ὥστε ἀπό στιγμή σέ στιγμή καθιστοῦν τήν ὄψη τοῦ κόσμου ἀγνώ­ριστη. Ἀ­πο­τέλεσμα αὐτῶν τῶν ἀνατροπῶν καί ἀνακατατάξεων εἶναι ἡ ἀστά­­θεια, ἡ ὁποία δέν ἐπι­τρέ­πει καί στούς πιό ἐμπείρους νά διατυπώσουν προ­βλέ­­ψεις γιά τήν μελ­λο­ντι­κή ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων. Ἡ ρευστότητα τῆς κατα­στά­­σεως μᾶς βα­­σα­νίζει ὅλους καί μᾶς προκαλεῖ μεγάλη ἀνησυχία. Ἡ μόνη βε­βαιό­­τητα αὐτή τή χρονική περίοδο εἶναι ὁ ἐπερχόμενος κίνδυνος. Οἱ με­τα­βο­λές ἔχουν γί­νει ἐφιάλ­τες. Τά πολιτικά συστήματα ἐπαγγέλονται ἀλλα­γές, ἀλλ΄ αὐ­τές οἱ ἀλ­λα­γές τρομοκρατοῦν τούς ἀνθρώπους, γιατί τούς ὁδη­γοῦν στό χει­ρό­τε­ρο. Ἐάν οἱ με­ταβολές ἀποσκοποῦσαν στό ἀγαθό καί εἶχαν ἠθικά καί χρι­­στια­νικά θε­­μέλια ὁ κό­σμος θά τίς ἐδέχετο ἀγογγύστως. Δυστυχῶς ὅμως αὐ­τές προ­κα­λοῦ­νται ἀπό τά σκο­τεινά παρασκήνια καί προέρχονται ἀπό τά ὄργανα τῆς κακίας καί τῆς φθο­ρᾶς.
            Ἄς δοξάσωμε ὅμως τό Θεό, διότι ἔχει μεσολαβήσει ἡ Ἀνάσταση. Ἄν ὁ Κύ­ριος δέν εἶχε ἀναστηθεῖ θά ἐσήμαινε, ὅτι τό πᾶν σφραγίζεται μέ τήν πέτρα τοῦ τά­φου μας, ὁπότε θά εἴμεθα «ἐλεηνότεροι πάντων ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ. ΙΕ΄,19). Ἀλ­λά ὁ Κύριος Ἀνέστη. Ὁ Χριστός Ἀνέστη ἀπό τῶν νεκρῶν. Ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ μεγάλη, ἡ βεβαία καί ἀσφαλής ἐγγύηση τῆς ζωῆς μας. Ἐάν δέν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ βία, ἡ κακία, τό ψεῦ­δος καί ἡ διαφθορά θά ἦσαν οἱ ἀπόλυτοι ἐξουσιαστές τῆς ζωῆς μας καί τῆς ὑπάρ­ξεώς μας. Ὁ ὁρίζοντας τοῦ ἀνθρώπου θά περιωρίζετο στά ἀσφυκτικά ὅρια τῆς πα­ρούσης μόνο ζωῆς, ἡ ὁποία θά ἐκυριαρχεῖτο ἀπό τήν βία τοῦ ἰσχυροτέρου καί θά ἐχρωματίζετο ἀπό τήν χολή τῆς κακίας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ὅμως ἔσπα­­σε τόν κλοιό τῆς ἐγκοσμίου πραγματικότητος καί μετέθεσε τά ὅρια τῆς ζωῆς μας στήν αἰωνιότητα. Ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τρανή ἀπόδειξη καί ἀσφαλῆ ἐγ­γύη­ση, ὅτι ἡ ἐπικράτηση τῆς βίας καί γενικά τῆς κακίας εἶναι προσωρινή. Ἐπι­κρα­τεῖ γιά λίγο, γιά νά καταλυθεῖ ἀργότερα ὅπως συνέβη στήν περίπτωση τοῦ Χρι­στοῦ. Τό ψεῦ­δος καί ἡ ἀπάτη πρός στιγμήν ἐθριάμβευσαν. Δέν ἄντεξαν ὅμως τόν ἔλεγχο τῆς ἀληθείας καί τό φῶς τῆς πραγματικότητος, γι΄ αὐτό ἠττήθηκαν καί ἐταπει­νώ­θηκαν. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἡ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς φθο­ρᾶς τοῦ θα­νάτου καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.
«Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται». Ὁ θάνατος νικήθηκε κατά κράτος μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται μαζί μέ τόν Ἀναστάντα Χρι­­­στό παντοδύναμος, διότι νικᾶ τόν μεγαλύτερο ἐχθρό του τόν θάνατο.



  Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί.

            Τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τότε ἦταν μία παραφωνία μέσα στή γενική συνωμοσία τοῦ φανατισμοῦ, τοῦ μίσους και τοῦ φόβου.
            Σήμερα αὐτό τό μήνυμα εἶναι αἰχμαλωτισμένο μέσα σέ μιά κοινωνία πού ὑποκριτικά τό δέχεται, οὐσιαστικά ὅμως τό ἀρνεῖται. Οἱ ἀρνητές μεθοδικά συ­νω­μο­τοῦν κατά τῆς ἀναστάσεώς Του καί ὁ λαός ἀναίτια γεύεται τήν πίκρα τοῦ θα­νά­του σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. Μέσα στήν σύγχυση καί ἀνασφάλεια τοῦ παρόντος μία μόνο ἐγγύηση ὑπάρχει, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Μέ τήν δύναμη τῆς Ἀναστάσεως θεραπεύονται τά πάθη, νικᾶται ὁ θά­να­τος, ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή, εἰρηνεύουν τά ἔθνη, ἀναιρεῖται ἡ κακία καί ὁ κάθε ἄν­θρωπος ἀνοίγει τά μάτια του στήν προοπτική τῆς αἰωνιό­τη­τος.
            Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ μεγάλη μας ἐλπίδα. Ἐφθάσαμε στό ἀπόγειο τῆς προό­δου καί τῆς γνώσεως, ἀλλά διέξοδο ἀπό τήν πολυδιάστατη κρίση πού μα­στί­­ζει τόν κόσμο δέν εὑρίκαμε. Ἰδού, τό Ἀναστάσιμο φῶς μᾶς ἀνοίγει δρόμο χα­ρᾶς καί ζωῆς. «Πάσχα καινόν, Ἅγιον, Πάσχα μυστικόν, Πάσχα πανσεβάσμιον, Πά­σχα Χριστός ὁ Λυτρωτής».
            «Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας καί τόν ἄνθρωπον ἀναστήσας» Χριστός μόνο Αὐ­τός μᾶς ἐγγυᾶται ζωή εἰρήνης, ἐλευθερίας καί ἀγάπης.
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».
            «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός οὐρανός τε καί γῆ καί τά κατα­χθό­νια».
            «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰω­νίου ἀπαρχήν».
            «Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται».
            Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων. 

         Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΗΜΕΡΑ

Στην Εκκλησία αγωγή σημαίνει οδηγία, οδήγηση των ανθρώπων όχι προς συγκεκριμένες ιδέες ή αξίες ή ιδανικά, αλλά οδήγηση των ανθρώπων εις την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αγωγή στην Εκκλησία σημαίνει να μάθει ο άνθρωπος να αγαπά το Χριστό, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο της. Η Εκκλησία μιλά για την αγάπη προς το Θεό. Μια εκκοσμικευμένη αντίληψη της θρησκείας, της Εκκλησίας, μιλά για την πίστη εις τον Θεό και μόνο αυτή. Ενώ το τέλειο εις την Εκκλησία είναι η αγάπη η οποία θα παραμείνει εις τους αιώνας, αφού τόσο η πίστη όσο και η ελπίδα θα καταργηθούν εις την εσχάτη ημέρα και εκείνο που θα απομείνει θα είναι η αγάπη. Επομένως το ζητούμενο εις τον άνθρωπο είναι να μάθει να αγαπά το Θεό. Το να πιστεύει στο Θεό είναι ένα βασικό σκαλί, είναι το πρώτο, το οποίο το πατά και ανεβαίνει στο επόμενο και στο επόμενο. Δε μένει σ' αυτό μόνο, γιατί ένας άνθρωπος, δεν μπορεί να παραδώσει τη ζωή του ολόκληρη σε κάτι το οποίο απλώς το πιστεύει. Αν είναι τόσο ιδεολόγος, μπορεί να το κάνει, όπως γίνεται σε άλλες περιπτώσεις στην καθημερινότητα που βλέπουμε γύρω μας. Αλλά όμως εις την Εκκλησία αυτό το οποίο υπάρχει είναι η αγάπη του Χριστού. Σε μας ο Χριστός είναι το ζητούμενο. Ο Χριστός είναι αυτός, ο οποίος είναι ο Διδάσκαλος του κάθε ανθρώπου. Βλέπετε πόσο ωραία ο Κύριος εις το Ευαγγέλιο μας λέει: "Μάθετε απ’ εμού...". Δηλαδή ο άνθρωπος μαθαίνει από τον Χριστό, από τον ίδιο τον Χριστό, από τη ζωή του Χριστού, από τα λόγια του Χριστού, άλλα προ πάντων από την εμπειρία της αγάπης του Θεού μέσα του. Γι’ αυτό αυτή η εμπειρία είναι τόσο δυνατή που νικά όλες τις αγάπες του κόσμου τούτου.
Δεν είναι αρκετό, αδελφοί μου, να λέμε στα παιδιά μας για τις ιδέες του Ευαγγελίου, δεν ε
ίναι αρκετό να λέμε ότι το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία είναι το καλύτερο που μπορεί κανείς να τους δώσει, ότι είναι ωραία η αγάπη, η χαρά, η ελευθερία, η δικαιοσύνη. Βέβαια είναι ωραία όλα αυτά, αλλά εκείνο που χρειάζεται ο νέος άνθρωπος σήμερα είναι να μάθει να αγαπά το Χριστό. Να μάθει ότι αυτό που του δίδει η Εκκλησία είναι ο Χριστός, και αυτό δεν μπορεί να του δώσει ο κόσμος. Ο άνθρωπος μπορεί παντού να μάθει να σέβεται τους συνανθρώπους του, να τους αγαπά, να είναι τίμιος, ειλικρινής, δίκαιος, δημοκρατικός, φιλελεύθερος και όλα αυτά. Δεν χρειαζόταν η Εκκλησία για να μας μάθει αυτά τα πράγματα, που μας τα διδάσκει η ίδια η φύση μας. Γιατί άλλωστε ο ανθρώπινος εαυτός μας και η ανθρώπινη μας υπόσταση μας διδάσκει την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία, τον σεβασμό, την αγάπη προς τους άλλους. Εκείνο που η Εκκλησία έχει να μας πει είναι για την αγάπη του Χριστού. Κι εδώ, να μου επιτρέψετε, να σας πω ότι είναι το σημείο στο οποίο σκοντάφτουμε εμείς οι σημερινοί Χριστιανοί, γιατί θεωρούμε την Εκκλησία ως ένα σύστημα ιδεολογικό και είναι αρκετό για μας να είμαστε καλοί άνθρωποι. Είναι αρκετό για μας να τηρούμε τα καθήκοντα μας. Είναι αρκετό τα παιδιά μας να έχουν τα όρια τους. Να μην κάνουν αταξίες. Να μην κάνουν άσχημα πράγματα. Λένε καμιά φορά πράγματα που τ' ακούμε, χαμογελούμε βέβαια με επιείκεια, άλλα δεν εκφράζουν την Εκκλησία. Τι λένε: "Παρά να είναι κάποιος στα ναρκωτικά, καλύτερα στην Εκκλησία". "Παρά να είναι κάποιος στη φυλακή, καλύτερα στην Εκκλησία". Λες και η Εκκλησία είναι το αντίθετο των ναρκωτικών και της φυλακής. Θα έλεγε κανείς, όπως έλεγε και η καμήλα: "Καλά δεν υπάρχει ίσιος δρόμος, μέσος δρόμος"; Δηλαδή ή ναρκωτικά ή Εκκλησία; Δηλαδή όποιος δεν είναι στην Εκκλησία είναι στα ναρκωτικά; Ασφαλώς όχι! Μπορεί να μην είσαι της Εκκλησίας και να είσαι τίμιος, σωστός, ειλικρινής, καλός σύζυγος, καλός πατέρας, καλός μαθητής κι όλα τα καλά να έχεις πάνω σου. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να καταλάβουμε πολλές φορές, γιατί τα παιδιά μας έχουν μια άλλη σχέση με το Θεό. Γιατί εμείς οι μεγαλύτεροι δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Λέμε: "Γιατί θέλεις αυτό το πράγμα; Δεν είναι αρκετό για σένα ότι έγινες καλός άνθρωπος και καλός επιστήμονας κι έχεις τη δουλειά σου και προσφέρεις στον κόσμο και στην κοινωνία; Τα περισσότερα τι τα θέλεις; Αυτά είναι υπερβολές, είναι φανατισμοί, εκκεντρικότητες, άρρωστα πράγματα". Γιατί όμως εκφράζουμε τέτοιες απόψεις: Διότι μετρούμε τη ζωή μας όχι με την αγάπη, αλλά με την καθηκοντολογία. "Το καθήκον σου να κάνεις και είναι αρκετό". Αλλά η αγάπη, αδελφοί μου, δεν έχει όρια. "Όταν αγαπάς το Θεό, δεν έχεις όρια. Όπως και όταν αγαπάς οποιονδήποτε άνθρωπο. Εάν αγαπάς έναν άνθρωπο, θέλεις να είσαι μαζί του, να ενώσεις τη ζωή σου μαζί του. Μπορείς να βάλεις όρια σ' αυτή την αγάπη; Η αγάπη είναι φωτιά που καίει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Δεν μπαίνει σε όρια και σε καλούπια της λογικής, αλλά ενεργεί από μόνη της, γιατί ενεργεί καρδιακά κι όχι εγκεφαλικά. Η Εκκλησία διδάσκει και καλεί τον άνθρωπο να αγαπήσει το Χριστό πάνω απ’ όλα.
Ξέρετε, παρατηρείτο παλαιότερα το φαινόμενο εις την Εκκλησία να υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά. Θυμόμαστε, όσοι είμαστε μεγαλύτεροι, ότι μέχρι μιαν ηλικία σχεδόν όλα τα παιδιά πήγαιναν στο κατηχητικό, στην Εκκλησία, είχαν σχέση με το Θεό. Από μια ηλικία και ύστερα χάνονταν. Στα δεκατέσσερα, στα δεκαπέντε ή τα δεκαοχτώ. Ερχόταν ο στρατός, το πανεπιστήμιο, εξαφανιζόταν όλη αυτή η προσπάθεια των ανθρώπων, των κατηχητών, των κύκλων, των συνάξεων, των πάντων. Γιατί, νομίζετε; Πού ήταν το λάθος; Εντάξει βέβαια η ανθρώπινη αδυναμία, οι ανθρώπινες προκλήσεις, τα αίτια τα οποία πληθαίνουν, όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος. Αλλά το "λάθος", ας το πω έτσι εντός εισαγωγικών, "της Εκκλησίας", όχι της Εκκλησίας καθαυτό, αλλά ημών των ανθρώπων της Εκκλησίας, ήταν ότι, δυστυχώς, δεν αντιληφθήκαμε ότι αυτό το οποίο έπρεπε να δώσουμε στα παιδιά μας ήταν η αγάπη του Χριστού. Τους μαθαίναμε τις ιδέες του Ευαγγελίου: "Να' σαι καλό παιδί, τίμιο παιδί, ν' αγαπάς τους άλλους ανθρώπους, να κάνεις ελεημοσύνες, να' σαι σωστός άνθρωπος", αλλά για την αγάπη του Χριστού δε μιλούσαμε. Επειδή και για εμάς η θεολογία ήταν ιδεολογική, φιλοσοφική, ανθρωποκεντρική. Αγνοούσαμε την αγάπη του Θεού, το τι σημαίνει ν' αγαπάς το Χριστό. Γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τους ανθρώπους να μάθουν να νηστεύουν, να αγρυπνούν, να κοινωνούν, να εξομολογούνται, να διαβάζουν τους βίους των Αγίων. Όχι. Ήταν αρκετό να διαβάζουν άλλα βιβλία. Οι βίοι των Αγίων παραμερίστηκαν. Η ασκητική ζωή της Εκκλησίας παραμερίστηκε. Ο άνθρωπος, ο οποίος εκαλείτο να βιώσει το Χριστό μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας ήταν περιθωριοποιημένος. Μπαίναν άλλα πράγματα μπροστά. Γι’ αυτό το λόγο χάναμε τους ανθρώπους, τον έναν μετά τον άλλο, μόλις πλησίαζαν στην εφηβική ηλικία. Γιατί βέβαια η αμαρτία έχει δύναμη και είναι εμπειρία. Είναι κάτι το οποίο ελκύει τον άνθρωπο και τον αιχμαλωτίζει. Από την άλλη πλευρά, τι θα τραβήξει τον άνθρωπο πέρα; Οι ιδέες; Οι ιδέες είναι νεκρές σκιές των πραγμάτων. Δεν μπορεί μια ιδέα να σε κρατήσει, όσο ιδεολόγος και να είσαι. Ευτυχώς παρήλθε η εποχή αυτή και σήμερα βλέπουμε ότι ανακαλύψαμε, ξαναβρήκαμε τον εαυτό μας, τις ρίζες μας, την παράδοση μας. Και βλέπουμε νέους ανθρώπους εις την Εκκλησία, βλέπουμε νέους ανθρώπους να αγαπούν το Θεό, να μπαίνουν στην Εκκλησία με νέα δεδομένα, με νέες προϋποθέσεις. Μπορεί να έχουν τις δυσκολίες τους, τα προβλήματα τους, τις πτώσεις τους, τις αδυναμίες τους, όπως κι όλοι μας. Αλλά ακούν για την αγάπη του Θεού. Κι αυτό είναι που πρέπει, αδελφοί μου, να λέμε στα παιδιά μας. Να μάθουν να αγαπούν το Θεό. Όταν αγαπούν το Θεό, τότε ανακαλύπτουν μέσα τους τη μεγάλη εμπειρία της αγάπης Του. Τότε μαθαίνουν και αποκτούν ένα ισχυρό πνευματικό αντίσωμα μέσα τους, το οποίο είναι ένα αντίβαρο εις το βάρος της αμαρτίας. Και ότι, κι αν πληγωθεί από την αμαρτία, η παρουσία της αγάπης του Χριστού παρηγορεί την καρδιά του. Ξέρει ότι δε θα σωθεί απ’ τις δικές του δυνάμεις, δε θα σωθεί με τα δικά του δεδομένα. Αλλά με την αγάπη του Θεού, με την ευσπλαχνία του Θεού, με την ελεημοσύνη του Θεού, με τη θυσία του Χριστού πάνω στο Σταυρό για μας όλους. Αν μιλούμε για αγωγή σήμερα στην Εκκλησία, μιλούμε ακριβώς γι' αυτή τη μύηση, γι' αυτή την οδηγία. Να βοηθήσεις τον άνθρωπο να αγαπήσει το Θεό.

Γράφει: Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Λεμεσού κ.κ. Αθανάσιος
ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ Τῼ ΑΓΙῼ ΠΑΣΧᾼ 2010

Συμπορευθήκαμε, αδελφοί μου, όλες τίς προηγούμενες ημέρες  της Αγίας και Μεγάλης  Εβδομάδος μαζί με τόν Δεσπότη  Χριστό στα Ιεροσόλυμα.
Τον ακολουθήσαμε στο Υπερώο τής Σιών. Τόν είδαμε να νίπτει τους πόδας των μαθητών και διδαχθήκαμε πως οφείλουμε ως μαθητές Του και φίλοι Του «αλλήλων νίπτειν τους πόδας».
Καθήσαμε  στον Μυστικό Δείπνο και γίναμε συνδαιτημόνες τής παραδόσεως τών  Φρικτών Μυστηρίων «εν άρτω και οίνω».
Γίναμε  αυτήκοοι μάρτυρες της αρχιερατικής Του προσευχής στον κήπο της Γεθσημανής, καθώς και της αισχράς προδοσίας από τον μαθητή Του.
Τον συνοδεύσαμε χθες, στην Ακολουθία  τών Αγίων Παθών, μέχρι τόν  Γολγοθά, όχι με τόν τρόπο του  Πέτρου, ο οποίος «ηκολούθει αυτόν μακρόθεν ιδείν το τέλος», αλλά με τον τρόπο της Παναγίας Μητέρας Του και του επιστηθίου φίλου Του Ιωάννου, με τον τρόπο των αγίων γυναικών, που δεν Τον εγκατέλειψαν.
Ζούμε σήμερα, μέσα στο λατρευτικό κλίμα  τής Εκκλησίας μας, το μυστήριο τής Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής. Είναι φοβερά τα μυστήρια που γιορτάζουμε σήμερα, θα επισημάνει ο Άγιος Πρόκλος Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Κάθε βλέμμα του Χριστού από τόν  Σταυρό προκαλεί σεισμό και συγκλονισμό, όχι μόνο στις καρδιές τών ανθρώπων, αλλά και σ' αυτήν τήν άψυχη  κτίση.
Συνταράσσει την καρδιά του ληστού και του εκατοντάρχου. Συγκλονίζει συθέμελα ολόκληρη την δημιουργία. Ο ήλιος σκοτίσθηκε και η γη σειόταν, οι πέτρες σχίσθηκαν και το καταπέτασμα του ναού των Ιεροσολύμων σχίσθηκε από πάνω έως κάτω, μας διηγούνται τα Ιερά Κείμενα των Ευαγγελιστών.
Κάθε λόγος, ακόμη, που βγαίνει από  τα χείλη του Χριστού περικλείει για μάς τους Χριστιανούς ωκεανό θεολογίας, αλλά και πολύτιμη παρακαταθήκη για τήν σωτηρία μας, τήν πνευματική μας ζωή και τήν είσοδό μας  στην Επουράνιο Βασιλεία Του.
Σ' έναν από τους επτά λόγους του  Χριστού επάνω στον Σταυρό, θα ήθελα, αδελφοί μου, να στρέψω τήν προσοχή  σας αυτήν τήν ημέρα και  να μεταφέρω στην αγάπη σας τίς  ερμηνείες τών θεοφόρων Πατέρων.
Πρόκειται για τόν πέμπτο λόγο του Χριστού, που αναφέρεται στο τραγικό γεγονός της δίψας:
«Μετά ταύτα, ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, να πληρωθή η γραφή  λέγει διψώ» μας πιστοποιεί ο αυτόπτης μάρτυρας, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Διψά  ο Χριστός, «ο λίμνας και  θαλάσσας ποιήσας».
Διψά  ο ποιητής τών υδάτων και ολόκληρης της κτίσεως.
Διψά  «ο περιβάλλων τόν ουρανόν  εν νεφέλαις» και «ο εν  ύδασι τήν γήν κρεμάσας».
Διψά  «ο στεγάζων εν ύδασι τα  υπερώα αυτού», κατά τόν Προφήτη  Δαβίδ.
Διψά ο Χριστός, για να εκπληρωθεί, πρώτον, η Γραφή. Για να επαληθευθεί η μεσσιανική προφητεία του 21ου Ψαλμού, που αναφέρεται στην εγκατάλειψη του Χριστού, καθώς και σε πολλά άλλα σημεία της Σταυρώσεως. «Εξηράνθη ωσεί όστρακον η ισχύς μου, και η γλώσσα μου κεκόλληται τω λάρυγγί μου, και εις χουν θανάτου κατήγαγές με» - «Σαν (άδειο) πήλινο σκεύος ξεράθηκε (και χάθηκε) η δύναμή μου και η γλώσσα μου κόλλησε στον λάρυγγά μου (από την δίψα) και μ' έριξες στο χώμα του θανάτου».
Διψά, δεύτερον, ο Χριστός, αφού, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, δοκιμάζει τα αδιάβλητα πάθη της ανθρωπίνης φύσεως, που μέσα σ' αυτά είναι και η δίψα. Προκαλείται από την αφυδάτωση και την ξηρότητα του σώματος και την απώλεια αίματος και νερού.
Τα  όσα προηγήθηκαν, όπως: η αγωνία στον κήπο της Γεθσημανή, στην οποία «ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος» περιελουε το πρόσωπό Του, το μαρτύριο της νύκτας από τους Ρωμαίους στρατιώτες, που σαν σατανική συγχορδία, κατά την έκφραση του Ιερού Χρυσοστόμου, επιτέθηκαν στο Πανάγιο Σώμα Του, ο ανηφορικός δρόμος του Γολγοθά, η «από έκτης ώρας έως εννάτης» καθήλωση με τα καρφιά στο Ξύλο του Σταυρού, και  τα ποικίλα τραύματα από τα βασανιστήρια, προξενούν αφόρητη δίψα.
Το γεγονός αυτό είναι δείγμα ότι το σώμα του Χριστού πάνω στον Σταυρό είναι πραγματικό σώμα και όχι φανταστικό. Ο ίδιος έπασχε και διψούσε. «Όταν ήθελε να πάσχει και να διψάσει, επειδή ήθελε, η θεία φύση παραχωρούσε στην ανθρώπινη φύση να πάσχει τα δικά της» αναφέρει σχετικά ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος.
Έπασχε  ως άνθρωπος, κατά τόν ιερό υμνογράφο, αλλά έσωσε ως φιλάνθρωπος. «Πάσχει τι», θα πει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρεία, «η σαρξ ίδιόν τε και φυσικόν. Δεινοί γαρ οι πόνοι προς το αναγκάσαι διψήν, εμφύτω τινί και αφράστω θερμότητι» , δηλαδή «Το να πάσχει σε κάτι η σάρκα, είναι χαρακτηριστικό και φυσικό γνώρισμα δικό της. Γιατί είναι δυνατοί οι πόνοι, που αναγκάζουν κάποιον να διψάσει και οι οποίοι προέρχονται από απερίγραπτη εσωτερική φωτιά».
Διψά, ακόμη, ο Χριστός, αδελφοί μου, και μεταφορικά. Αισθάνεται μία διαφορετική δίψα. Επιθυμεί να ξεδιψάσει ο ποιητής των υδάτων, όχι με νερό, αλλά με την μετάνοια του περιούσιου λαού.
Διψά, όταν βλέπει να «κινούν τας κεφαλάς των» κάτω από τον Σταυρό και να λένε: «ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν· ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του Σταυρού».
Διψά  ο Χριστός, για εκείνους που απόλαυσαν  τίς ευεργεσίες Του, για τους θεραπευμένους  και τους χορτασμένους, για εκείνους που άκουσαν τήν διδασκαλία Του και οι οποίοι του πρόσφεραν «αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος» και «αντί του αγαπάν τω σταυρώ προσήλωσαν».
Διψά  ο Χριστός, για εκείνους που Τόν  αρνήθηκαν και Τόν πρόδωσαν και  έμειναν στην άρνηση και στην εχθρότητα, χωρίς δείγματα μετανοίας και επιστροφής.
Αδελφοί μου, και σήμερα ο Χριστός διψά. Και σήμερα από το ύψος του Σταυρού  Του ακούγεται ο φοβερός Του  λόγος: «Διψώ».
Διψά  για τήν σωτηρία τών σταυρωτών  Του, που ανά τους αιώνες Τόν  απογυμνώνουν από τήν στολή τής  Θεότητός Του και Τον κατατάσσουν στην τάξη των κτισμάτων. Παραθεωρούν την διδασκαλία Του. Εμπαίζουν και συκοφαντούν το μυστικό σώμα Του, που είναι η Εκκλησία. Ποτίζουν τον λαό μας με το δηλητήριο της αρνήσεως.
Διψά ο Χριστός, για τήν σωτηρία εκείνων που ανέλαβαν στούς ώμους τους να φέρους εις πέρας το σωτήριο έργο Του πάνω στην γη, για τους επιλήσμονες Κληρικούς που δεν έχουν λείψει ποτέ από την Εκκλησία και που η συμπεριφορά τους αυτή χαροποιεί τους εχθρούς του Σταυρού, κατά την έκφραση του Αποστόλου Παύλου.
Διψά  ο Χριστός, για την εξάπλωση του Ευαγγελίου Του και του μηνύματος της αγάπης Του, για την στερέωση της πραγματικής δικαιοσύνης, για την επικράτηση της ειρήνης, για την παρουσία της αδελφοσύνης και της ενότητος όλων των ανθρώπων, κάτω από τον Σταυρό και την αγία διδασκαλία Του.
Διψά  για τήν κοινοκτημοσύνη και τήν  προσφορά βοήθειας στον πάσχοντα, που  είναι μέλος του σώματός Του, που είναι ο ίδιος ο εαυτός.
Διψά, αδελφοί μου, ο Χριστός σήμερα, για σας, για μένα, για όλους  μας.
Δεύτε, λοιπόν, χριστοφόροι λαοί, σήμερα, να Του προσφέρουμε την μετάνοιά μας και την αγάπη μας.
Δεύτε να Του προσφέρουμε τα λυτρωτικά  μας δάκρυα, που θα ξεπλύνουν τόν  βόρβορο τής αμαρτίας και θα λαμπρύνουν τήν ψυχή μας.
Δεύτε να Του προσφέρουμε τα άνθη τής  ευλαβείας μας και τής λατρείας μας και της πραγματικής αφοσιώσεώς μας, που είναι ικανά να ξεδιψάσουν τον Θείο Λυτρωτή μας.
Και μαζί με τόν ιερό υμνογράφο, μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους, μαζί με ολόκληρη τήν Εκκλησία, ας επαναλάβουν  και τα δικά μας αμαρτωλά χείλη:
«Προσκυνούμεν Σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον  ημίν και τήν  ένδοξόν Σου Ανάστασιν».

Με  θερμές πατρικές ευχές

       Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ  ΣΕΡΑΦΕΙΜ