Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

 
Γεώργιος Φραντζής

Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπρο­στά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και
ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρε­ψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κά­τω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυ­τοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενε­θάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρα­τάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στε­φάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».
Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιω­άννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πά­νω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμά­τησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιω­πηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν εί­πε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλη­σίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πό­λη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθα­νε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβα­λε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υ­ποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρ­κοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμί­ζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς. Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθή­σουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμπο­δίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χα­σάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λι­θοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώ­θηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέ­βαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα». Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.
Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δε­σπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συ­μπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτα­σε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρί­ζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Πα­λαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγω­νίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώ­ναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέ­θηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Ό­σοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους ε­χθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκεί­νη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διατα­γή του.
Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγι­ναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύ­τες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρ­κους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γεν­ναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πά­ντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλά­χιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντι­νούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι.

Πηγή: www.iereasanatolikisekklisias.blogspot.com

Η Άλωση της Πόλης

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη, Φιλολόγου.

«Το την πόλιν σοι δούναι ούτ’εμού εστί ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεθα και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Έτσι απάντησε στον Μωάμεθ τον Β’, τον Πορθητή, ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όταν του ζήτησε να του παραδώσει τη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη. Και συμβόλιζε εκείνη τη στιγμή ο Κωνσταντίνος τη συνείδηση χιλιάδων χρόνων της Ελληνικής Ιστορίας. Ξαναζούσε ο Κόδρος των Αθηνών και ο Λεωνίδας της Σπάρτης. Έδωσε στην περίλαμπρη βυζαντινή χιλιετηρίδα λάμψη μεγάλη, ένα τέλος αντάξιο του μεγαλείου της. Έτσι, με τον θάνατό του ο Παλαιολόγος πραγματοποίησε εκείνο που είπε στους συμπολεμιστές του στην τελευταία του δημηγορία. «Εάν αποθάνωμεν, στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημών και μνήμη αιώνιος εν τω κόσμω έσεται». Πράγματι, άφησε στο Γένος την πολύτιμη κληρονομιά του ηρωισμού, του πατριωτισμού και της αυτοθυσίας. Δεν υπάρχει, αλήθεια, ελληνική ψυχή που να μη δονείται βαθύτατα στην αναπόληση των δραματικών γεγονότων της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Η σκέψη μας στρέφεται προς τον μάρτυρα αυτοκράτορα και τους άλλους υπερασπιστές της πολιορκούμενης πόλης. Οι άνθρωποι που μάχονται στις ερειπωμένες επάλξεις έχουν συνείδηση της σημασίας, και του αγώνα και της θυσίας τους. Ξέρουν ότι το Βυζάντιο θα πέσει, αλλά η τελευταία του ώρα δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή. Από την άλλη, ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ για να εξάψει και να φανατίσει το φρόνημα του στρατού του, είχεν υποσχεθεί τριήμερη λεηλασία της πόλης και ιδιοποίηση όλων των κινητών πραγμάτων, αν εκπορθούσαν αυτή την εκλεκτή πόλη, «τη βασίλισσα των πάλαι Ρωμαίων», κατά τον Κριτόβουλο, «και σε ύψος ευδαιμονίας και τύχης υπάρξασαν, κεφαλήν συμπάσης της οικουμένης». Οι στρατιώτες δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο παρά αιχμαλώτους και λάφυρα. Εκείνοι που μπήκαν πρώτοι από την Ξυλόκερνο πύλη, και κατόπιν οι άλλοι, αφού ο Κωνσταντίνος έπεσε, ρίχτηκαν ακάθεκτοι και φωνάζοντας. Στιγμές απόγνωσης και φρίκης για τους κατοίκους. Στην αρχή, σκότωναν όσους έβρισκαν στους δρόμους , αδιάκριτα, γυναίκες, γέροντες, παιδιά. Ύστερα, επιδόθηκαν στη λεηλασία τα πληρώματα του στόλου. Η πόλη πλέον τους ανήκε. Ξεχύθηκαν σ’ όλες τις συνοικίες, αρπάζοντας, σκοτώνοντας , αιχμαλωτίζοντας. Ιδίως επέμειναν στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει οι περισσότεροι, νομίζοντας πως θα τις σεβαστούν, ως άσυλα. Πόσο είχαν διαψευστεί. Υπήρχε μια παλιά παράδοση πως η Πόλη θα κυριευθεί, αλλά μόλις οι Τούρκοι έφταναν στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος Άγγελος θα κατέβαινε από τα ουράνια και θα’δινε στον πρώτο τυχόντα μια ρομφαία και θα’ λεγε: «Λάβε την ρομφαίαν ταύτην και εκδικήσου τον λαόν του Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα φεύγαν μέχρι των ορίων της Περσίας και η Πόλη θα σωζόταν. Τέτοιες ελπίδες τρέφοντας οι κάτοικοι, κατέφυγαν στην Αγία Σοφία, πολλές χιλιάδες. «Κουρσεύοντες», λέγει ο Δούκας, «σφάζοντες και αιχμαλωτίζοντες έφθασαν τω ναώ…» Και συνεχίζει : «Τις έστιν όστις διηγήσεται την εκεί συμφοράν: Τίς τους γεγονότας τότε κλαυθμούς και τας φωνάς των νηπίων, τα συν βοή δάκρυα των μητέρων, των πατέρων τους οδυρμούς, τις διηγήσεται;». Εικόνες, ιερά σκεύη, αφιερώματα, δισκοπότηρα, όλα αρπάκτηκαν. Ο Πορθητής, αφού πείστηκε ότι η Πόλη ήταν δική του, μπήκε μέσα, ακολουθούμενος από πασάδες, μπέηδες, δερβίσηδες κι άλλους, και περικυκλωμένος από σημαίες κι άλλα σήματα των Τούρκων, έφτασε, επιτέλους, θριαμβευτής στην Εκκλησιά γύρω στις 12:30 μ.μ. Προσευχήθηκε και μετέβαλε την εκκλησία σε τζαμί. Αυτός ήταν ο θρίαμβος του Μωάμεθ. Οι Τούρκοι συστηματοποίησαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία από την ημέρα της Αλώσεως. Ο ιστορικός Φραντζής αιχμαλωτίστηκε με όλη του την οικογένεια. Ο Γεώργιος Φραντζής στο βιβλίο «Το Χρονικό της Αλώσεως» αναφέρει ότι ο Σουλτάνος επιθυμούσε να μάθει αν ο αυτοκράτωρ υπάρχει στη ζωή ή σκοτώθηκε. Έπλυναν τα κεφάλια πολλών πτωμάτων, αλλά δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν το πρόσωπό του. Βρήκαν μόνο το πτώμα του, που το αναγνώρισαν από τις περικνημίδες και τα πέδιλα, όπου υπήρχαν πάνω ζωγραφισμένοι χρυσοί, δικέφαλοι αετοί, κατά τη συνήθεια που είχαν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Όταν το έμαθε ο Σουλτάνος, χάρηκε πάρα πολύ. Διέταξε να θάψουν οι χριστιανοί, που είχαν απομείνει από τη σφαγή, το βασιλικό πτώμα με τιμές που αρμόζουν σε βασιλέα. Ο αυτοκράτορας ήταν τότε 49 ετών και 3 μηνών. Τη δεύτερη μέρα, ο Σουλτάνος επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη. Βλέποντας δε την ερήμωση της Πόλης, « οίκτος κατέλαβεν αυτόν», λέει ο Κριοτόβουλος, « και μετάμελος ου μικρός διά τε την ασέλγειαν και την αρπαγήν και δάκρυον αφήκε των οφθαλμών και, εκβαλών μέγα και περιπαθή στεναγμόν, είπεν: «Οποίαν πόλιν παρεδώκαμεν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν!». Αφού τέλειωσε το τριήμερο κούρσο, τέλειωσε και το τρομερό και αιματόβρεκτο δράμα της αλώσεως, ένα από τα δραματικότερα που γνώρισε ο κόσμος. Με τον θάνατο της Αυτοκρατορίας, όμως, δεν πέθανε και το οικουμενικό ιδεώδες του Βυζαντίου, η οικουμενική ιδέα. Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης είδε τη συνεργασία με τον κατακτητή ως πολιτική ανάγκη, υποτάκτηκε σ’αυτόν με την απώτερη προοπτική της κυριαρχίας. Έτσι, οι υπόδουλοι μεταβάλλονταν σε μετόχους της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ήταν σαφές ότι, κατά το παλαιότερο παράδειγμα της Ρώμης, η αυτοκρατορία αυτή θα απέβαινε «το Οθωμανικό Κράτος του Ελληνικού Έθνους». Η πτώση του Βυζαντίου μάς δίνει αρκετά διδάγματα, και πρώτιστο απ’όλα ότι ένα έθνος στους ιστορικούς του αγώνες για την επιβίωσή του δεν πρέπει να επαφίεται σε ελπίδες για ξένη βοήθεια. Δεύτερο, ότι η τουρκική κατάκτηση σήμανε μεν την πολιτική υποδούλωση των Ελλήνων, αλλά εξασφάλιζε την πνευματική τους ανεξαρτησία που διατηρεί ζωντανό έναν λαό και τη συνένωση του Ελληνισμού κάτω από τη σκέπη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι, το Έθνος ετοιμάστηκε με την Ορθόδοξη Εκκλησία να ανακτήσει και πάλι την πολιτική του ανεξαρτησία. Τρίτο δίδαγμα είναι ότι στο χαμό της Πόλης συντέλεσε και η κατάρα της διαίρεσης και της διχόνοιας. Τέταρτο δίδαγμα εξάγεται από την αιώνια ζωτικότητα του Ελληνικού πνεύματος. Η ελληνική ευφυϊα επιβλήθηκε στους δυνάστες. Οι Φαναριώτες με τη μόρφωση και την ευφυϊα τους κατέλαβαν πολλές ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία του Οθωμανικού κράτους, προσφέροντας παράλληλα μέγιστες υπηρεσίες στο Γένος. Όταν ο σκλάβος ονόμαζε τον εαυτό του Γένος, έβλεπε τον εαυτό του οργανικά ζωντανό, προορισμένο να αναζήσει και να αναθάλει κάποτε. Και το σπέρμα του Γένους αυτού διατηρήθηκε στη χαμένη Πόλη. Φυλάκτηκε ευλαβικά σε κάποια βιβλία, σε κάποια μαθήματα, σε κάποια σχολεία. Εκεί κοντά στην έδρα του αρχηγού του Γένους, του Πατριάρχη, η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή βοηθούσε και το Γένος και την Εκκλησία. Σ’ αυτή φοίτησαν άρχοντες και κρατικοί αξιωματούχοι, διερμηνείς, μητροπολίτες και πατριάρχες. Αυτή έστειλε σ’ όλες τις επαρχίες τους σκαπανείς της εθνικής ιδέας, τους δασκάλους και τους ιερείς. Και έτσι το ελληνικό πνεύμα, παρά τη βία του κατακτητή, βρήκε τη δύναμη να κρατηθεί και να φανερωθεί. Έγινε πίστη στους Έλληνες ότι με το πνεύμα θα αναστηθούν. Η ίδρυση σχολείων, η ανάδειξη μεγάλων διδασκάλων του Γένους, αλλά και η δράση των αφανών δασκάλων, η φιλοτιμία των πλουσίων να συνεισφέρουν στην παιδεία, τα ενθουσιώδη κηρύγματα των λογίων, ο θαυμασμός και των απλοϊκών για την κλασική Ελλάδα, όλα αυτά μαρτυρούν αναβίωση της ελληνικής πνευματικότητας, αναβίωση η οποία ασφαλώς συνέτεινε και στην προετοιμασία για την πολιτική απελευθέρωση του Γένους. Έτσι, μέσα στη μαύρη εποχή της σκλαβιάς, κάτω από έναν αλλόφυλο, αλλόγλωσσο, αλλόθρησκο και αλλοεθνή κατακτητή, το Σχολείο και η Εκκλησία διατήρησαν την εθνική μας πίστη, την ιστορική μας μνήμη, την εθνική μας συνείδηση και σιγά-σιγά δημιουργήσαμε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας μας, το κεφάλαιο του νέου Ελληνισμού. Επίσης, πρέπει να τονιστεί πως όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες ξεχύθηκαν προς τη Ρωσία, όπως και στην Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη. Ο Ιβάν ο Γ’, ο τότε Μέγας Δούξ της Μόσχας, ανοίγει διάπλατα τις θύρες προς τον φυγαδευμένο Ελληνισμό. Πολιτικοί άνδρες, διπλωμάτες, καλλιτέχνες και θεολόγοι τέθηκαν στη διάθεσή του και μαζί με τα ελληνικά χειρόγραφα έφεραν και την πολύτιμη κληρονομιά του αρχαίου πολιτισμού. Έτσι, παράλληλα με την αναγέννηση της Δύσης, έχουμε και την αναγέννηση του Βορρά. Αν και οι Έλληνες θορυβήθηκαν από την πτώση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, δεν έχασαν την πίστη τους στην απελευθέρωσή τους. Αμέσως, την επομένη της αλώσεως, οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι της εποχής προλέγουν βέβαιη την αναγέννηση του Έθνους. Η ελπίδα αυτή γρήγορα μεταβλήθηκε σε πίστη και πεποίθηση. Το δημοτικό τραγούδι θα ψάλλει αργότερα: «Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι». Νέες προφητείες, νέοι χρησμοί, νέες φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν την επαύριο της αλώσεως. Καμιά αμφιβολία δεν υπήρχε σ’ αυτούς για την ανάσταση! Μια μερίδα λαού στήριξε την ελπίδα τους για απελευθέρωση του Γένους στη βοήθεια των ξένων, και μάλιστα των δυτικών ή βορείων χριστιανικών κρατών. Οι διάφοροι «θρήνοι» που κυκλοφόρησαν ευρύτατα μετά την άλωση μεταξύ του Ελληνικού λαού, και οφείλονται κυρίως σε ιερωμένους, θεωρούν την εθνική ταλαιπωρία ως τιμωρία εκ μέρους του θεού, «ως άνωθεν επιβληθείσαν κύρωσιν κατά των ολιγοπίστων και των ασεβών». Και στον «Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως»: «Τα έργα των Χριστιανών και οι κενές ελπίδες εκείνες εχαλάσασιν τη βασιλείαν Ρωμαίων». Κλείνοντας αυτή την αναφορά μας στην Άλωση της Πόλης, θυμίζουμε ότι «η αυτοκρατορία έζησε κοντά 1100 χρόνια, γνωρίζοντας όλες τις τροπές της μοίρας: τη δόξα, το μεγαλείο, την κατάπτωση.Η ιστορία έπρεπε να κλείσει τον μεγάλο της κύκλο». Ήταν 29 Μαΐου του 1453.

Πηγή: www.vatopaidi.wordpress.com

ΕΝΑΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ

 
Κάθε πού ζύγωνε 29 Μαΐου ό Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της "Αλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί -
σπυρί και το 'βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν' ανοίξει σαν το ρόδο. Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θα 'φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.
«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων Σου...», μονολογούσε καί τα δάκρυα του τρέχανε ποτάμι.
Μετά τη λειτουργία γίνηκε το τρισάγιο για τους κεκοιμημέμηνους».Κι άμα ο γέρο-Τρύφωνας πήρε να λέει το ''αιωνία η μνήμη'' ό Γερο-Ζαχαρίας σήμανε μονοκάμπανο λυπητερό όπως αρμόζει. Μετά πήρε το δίσκο κι άρχισε να μοιράζει το στάρι. Πρώτα στους πατέρες, έπειτα στους λαϊκούς. Άμάθητοι οι ξένοι από τέτοια έθιμα τον ρώτησαν για όλα τούτα τα παράδοξα. Ό Γερο-Ζαχαρίας τους πήρε παράμερα στο μεγάλο χαγιάτι κι άρχισε να τους μιλάει για τη Μεγάλη Τρίτη του 1453, για το κούρσεμα της Πόλης καί τη θυσία του τελυταίου αυτοκράτορα. Ένιωθε χρέος ό σεβαστός Γέροντας να τους μνημονεύει όλους μέσα στη Θ. λειτουργία καί να μιλά γι' αυτούς σ' όσους ρωτούσαν να μάθουν.
Κάθε τόσο ό παππούς έκοβε τη διήγηση στη μέση καθώς ή φωνή τσάκιζε από το κλάμα. Μα εκεί πού βαλάντωνε ό γέροντας ήταν όταν μιλούσε για την ιστορία του άρχοντα Λουκά του Νοταρά πού κρύφθηκε ή θυσία του γιατί τη σκέπασε εκείνη του Παλαιολόγου.
- Το λοιπόν... είπε ό Γερο-Ζαχαρίας. Μετά το τριήμερο κούρσεμα της Πόλης καί τη μοιρασιά των λαφύρων, ό σουλτάνος έκανε συμπόσιο για τη νίκη. Κάποιος τότε μπιστικός του για να φανεί καλός, τον συμβούλεψε να ζητήσει από το Νοταρά να του στείλει πεσκέσι το δεκατετράχρονο γιο του
στο παλάτι. Κι αν τον έδινε με τη θέληση του, θα 'δινε ό Σουλτάνος στο Νοταρά θέση ζηλευτή. Αλλιώς θα παίρνε σ'όλους το κεφάλι.

Ποιος ήταν ό Λουκάς ό Νοταράς; Ήταν ό πρώτος Βυζαντινός άρχοντας, από τίς πιο μεγάλες μορφές στα τελευταία ελεύθερα χρόνια της Βασιλεύουσας.
Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ό Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό καί Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ό Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή καί αντιστάθηκε σθεναρά.
Τώρα ό γίγαντας αυτός ήταν φυλακισμένος.
Ό Νοταράς στην "Αλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας με 100 Ιππείς καί 500 σφενδονήτες καί τοξότες. Οί Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη. Καί σαν τον κύκλωσαν ήρθε ή αιχμαλωσία. Οί δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.
Καί τώρα τούτο το αγγελούδι του το ζητούσε ό σουλτάνος.- Δεν είναι συνήθεια σε μας, απάντησε ό Βυζαντινός άρχοντας, να δίνουμε με τα χέρια μας τα παιδιά μας στίς ακολασίες σας. Θα ήταν καλύτερα ό ηγεμόνας να μας πάρει το κεφάλι.Ό Νοταράς έστρεψε στοργικά το βλέμμα του στο παιδί του πού στεκόταν ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη καί σεβασμό προς τον πατέρα του. Ή σκέψη του άρχοντα έτρεξε μακριά. Καμάρωσε το γιο του μικρό καί τον φανταζότανε μεγάλο. Μα δεν γινόταν αλλιώς, Για να 'ναι σίγουρος πώς το παιδί του θα φύγει άκηλίδωτο ζήτησε το πρώτο αίμα να είναι του γιου του.
Ό πέλεκυς έπεσε. Ό Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας καί πρότεινε περήφανα τον τράχηλο πού στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!
Ή φύτρα των Νοταράδων πέρασε στον Παράδεισο.Οί προσκυνητές στο άκουσμα της ιστορίας σταυροκοπήθηκαν. Ταπεινά φίλησαν το σεβάσμιο χέρι του Γέροντα κι έφυγαν.
Κι ό παππούλης πήρε δύο σπυριά για να συχωρέσει. Ό Θεός να σας αναπαύσει, αδέλφια μου, είπε.

Πειραική Εκκλησία
μεταφορά στο διαδίκτυο-www.proskynitis.blogspot.comRead more: www.iereasanatolikisekklisias.blogspot.com

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ο Γερο-Ευδόκιμος της Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Δημητρίου.Το τελευταίο απειρόκακο παιδί του Όρους.

…..Γνώρισα αυτόν τον όσιο άνδρα – και κυριολεκτώ όταν λέγω όσιο – τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας με το Άγιον Όρος. Ίσως είναι ο πρώτος γνήσιος Αγιορείτης που συνάντησα: άκακος, απροσποίητος, ανιδιοτελής, ακομμάτιστος, ευθύς, απλούστατος. Είχε καταγωγή από το Πασαλιμάνι της Προποντίδος. Οι γονείς του λέγονταν Κωνσταντίνος και Αναστασία Μπίτσιου. Γεννήθηκε το 1914. Ήρθε στο Άγιον Όρος δεκατεσσάρων ετών, αφού πια μόνιμα εγκαταστάθηκαν οι δικοί του στην γείτονα κώμη Ουρανούπολη. Αν και όλα τα μοναστικά Τυπικά επιτακτικά απαγορεύουν την διαμονή αγενείων στα μοναστήρια, φαίνεται πως πάντα γίνονταν εξαιρέσεις, ακόμα και σ’ αυτό το Άγιον Όρος, που ήταν πάντα άβατο στις γυναίκες. Παραβάσεις γίνονταν κυρίως στα Κελλιά που υπήρχαν συγγενείς. Στην σκήτη του Βατοπαιδίου, στο κελλί του Αγίου Παντελεήμονα, είχε συγγενείς ο γέροντας Ευδόκιμος. Άκουσε ο μικρός Λευτέρης – αυτό ήταν το βαπτιστικό του όνομα – πως σ’ αυτό το Κελλί κάνουν καλούς λουκουμάδες – τσιριχτά όπως τα λένε οι Ανατολίτες. Έφυγε ο μικρός από το χωριό του, την Ουρανούπολη, που τότε ήταν πολύ μακριά από το Όρος, γιατί τα μέσα επικοινωνίας δεν τρέχανε πολύ – η διαδρομή γινότανε συνήθως με τα κουπιά – και βρέθηκε στην Σκήτη, για να φάει λουκουμάδες. Ήταν άραγε τόσο νόστιμοι αυτοί οι λουκουμάδες, που σαγήνευσαν τον μικρό να τον κρατήσουνε για πάντα στο Κελλί των Γεροντάδων, και μάλιστα στην αρχή της εφηβείας, που ο διάβολος μας δείχνει τις βασιλείες του κόσμου; Πιστεύω πως οι καλοί λουκουμάδες ήταν ένα δόλωμα, ένα σημείο επαφής με την έρημο. Στην πραγματικότητα το είχε μέσα του ο μικρός Λευτέρης να δοθεί στον Χριστό. Δόθηκε στον Χριστό ολοκληρωτικά από τα τρυφερά του χρόνια μέχρι την ώρα που παρέδωσε το σώμα του στην μάννα γη. Προτίμησε την σκληρή ζωή της Σκήτης από την ξέγνοιαστη του χωριού. Εκείνα τα χρόνια απαγορεύονταν τα ζώα, ως μεταφορικά μέσα, στην σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Ανεβοκατέβαιναν πεζή στο μοναστήρι με τις προμήθειες – τις κουμπάνιες όπως λέμε στο Όρος – στους ώμους, κάτι που συνήθως ήταν διακονία των νέων μοναχών. Στην μονή Δοχειαρίου δώδεκα αδελφοί εγκατασταθήκαμε τον Ιούλιο του 1980. Επιτρέψτε μου να τα πω αληθινά, όπως τα έζησα τα πράγματα. Για τον χώρο αυτόν ήμαστε ακόμη ασχημάτιστοι. Τότε οι αδελφότητες που έρχονταν από έξω είχανε και κάποιο σχήμα. Άλλες ήτανε Ζωικές, άλλες έτσι, άλλες αλλιώς. Εμείς δεν είχαμε σχήμα και ήταν δύσκολο να πλησιάσουμε Γεροντάδες. Από τα βουνά της Ευρυτανίας, με ρίζες βαθιές στο νησί της Πάτμου, προκαλούσαμε την αμηχανία. Τα δυο ζήτα, Ζωικός και Ζηλωτής, δεν κάθονταν καθόλου καλά στον μετρημένο Αγιορείτη. Το πρώτο σχήμα το φοβόταν. Το δεύτερο το απέρριπτε ασυζητητί. Ο γέρο Ευδόκιμος ήταν πάνω από αυτά. Μας δεχόταν στο Κελλί του πανηγυρικά, μ’ όλη του την καρδιά, χωρίς να κομπιάζη διότι ήμαστε από τους νέους, τους ξενόφερτους μοναχούς, τους «ευσεβιστές», που ήρθαμε να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα του Όρους. Το ότι ήμαστε από τους νέους, ήτανε και αυτό μια δυσκολία που δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε εύκολα. Ο Γέροντας, χωρίς να κομπάζη για τις ασκήσεις του και τα πολλά του χρόνια στον Άθωνα, μας δεχόταν ευπροσήγορα μαζί με τον υποτακτικό του, Γερμανό μοναχό τότε και μετά την μεγαλοσχημία του Ιγνάτιο. Με ιλαρό πρόσωπο, με ειρηνικό ύφος και καλό ήθος, μας υποδεχόταν και μας κατευόδωνε σαν ντροπαλή παιδίσκη, λέγοντας: - Να δούμε πάλι πότε ο Θεός θα δώσει να ιδωθούμε. Όχι ότι εκείνος ήταν ο παλιός Αγιορείτης, ο πολύξερος Γέροντας, κι εμείς παιδιά. Πάντα μας δεχόταν ταπεινά, σεβαστικά, αγαπητικά, με αληθινή αγάπη. Τίποτε το προσποιητό δεν υπήρχε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Το χαμόγελο ήταν αληθινό, όχι ψεύτικο, εκχύλισμα καρδιάς ευφραινομένης. Δεν ήταν αυτός που άλλα έλεγε εμπρός σου και άλλα πίσω σου. Ζήσαμε πολλές καλές στιγμές κοντά του. Πάντα, όταν πηγαίναμε στην καλύβα του, παρέθετε τράπεζα. Πολλές φορές μάλιστα μας περίμενε να συμφάγουμε. Το συνηθισμένο του φαγητό ήταν καλαμάρια του κουτιού με φρέσκο κρεμμύδι και μάραθο. Καμμιά φορά τον έπαιρνα στο τηλέφωνο, αν και δεν τα έχω καλά μ’ αυτήν την συσκευή. - Τι κάνεις, γέρο Ευδόκιμε; - Υποχωρώ εγώ, για να κερδίσω τον αδελφό μου. Αυτό πρέπει να κρατήσουμε στην καρδιά μας : « Υποχωρώ εγώ, για να κερδίσω τον αδελφό μου». Ο γέρο Ευδόκιμος και ο μοναχός Ιγνάτιος δεν ήτανε στην πραγματικότητα Γέροντας και υποτακτικός, γιατί ο δεύτερος προερχόταν από άλλο Κελλί. Όταν απέθαναν οι Γεροντάδες του, κατέφυγε στο Κελλί του γέρο Ευδόκιμου, για να μην είναι μόνος. Άλλες συνήθειες, άλλο ήθος είχε ο γέρο Ευδόκιμος και άλλο ο μοναχός Ιγνάτιος. Η συμβίωση, είτε μέσα στην οικογένεια είτε μέσα στο μοναστήρι, είναι αληθινό μαρτύριο. Το πρώτο που πρέπει να ξεπεράσουμε είναι οι ιδιαιτερότητες του εαυτού μας, που στη γλώσσα μας την μοναχική λέγονται ιδιορρυθμίες. Πρέπει να ταπεινωνόμαστε, να τρώμε χώμα κάθε ώρα, για να συμπορευόμαστε ακόμα και με τα θηρία, να ζούμε με τους άλλους ειρηνικά, όποιοι και να’ ναι. Αυτό το μαρτύριο και συγχρόνως μυστήριο της συμβίωσης ανθρώπων από διαφόρους τόπους και ποικίλες ανατροφές, το είδα πολλές φορές στη ζωή μου και το έζησα πέρα για πέρα. Ο γέρο Ευδόκιμος δυσκολευόταν με τον Θασίτη μοναχό Ιγνάτιο, όμως συμβίωνε ειρηνικά, επαναλαμβάνοντας την ρήση: «υποχωρώ εγώ, για να κερδίσω τον αδελφό μου». Και αυτό, όχι αναστενάζοντας, αλλά πάντα έχοντας στο πρόσωπό του συνοδευτικό το γλυκύ του μειδίαμα. Δεν κατέκρινε ποτέ κανένα. Δεν μας χάλασε τον λογισμό για κανένα μοναχό. Εκείνη την εποχή, προτού η Μονή του γίνει κοινόβιο, όλοι της ρίχναμε λάσπη. Ο παππούς ποτέ. Έλεγε μόνο επιγραμματικά: - Δυσκολία περνάμε· ο Θεός θα μας βοηθήσει. Το καλό το επεσήμανε και, ως Ανατολίτης, το’ λεγε με πομπώδες ύφος, για να επαυξήσει την αξία του. Στο κακό σιωπούσε. Το άφηνε να περάσει απαρατήρητο, αλλά το πρόσωπό του γινότανε παραπονιάρικο, λυπημένο. Δεν αγαπούσε τα λόγια των μοναχών. Δεν δεχότανε τον φλύαρο μοναχό. «Καλός είναι, αλλά λέει πολλά». Ο ίδιος, όταν πήγαινες στην κέλλα του, δεν σου έδινε την αίσθηση πως του λείπανε οι κουβέντες και «τώρα που σε βρήκα ας τα πούμε». Δεν είχε μόνον τον λόγο ως τρόπο έκφρασης, αλλά ολόκληρη την παρουσία του, όλο του το είναι. Πιο πολλά έλεγε με την έκφρασή του παρά με τον λόγο του. Έλαχε κάποτε στο μοναστήρι μου του Ακαθίστου. Είπε την πρώτη στάση ένας παπάς. Την είπε με την εναλλαγή των ήχων· πρώτο, πλάγιο του πρώτου….. Είπε πολλούς ήχους μέχρι να τελειώσει. Είδα τον γέρο δίπλα μου να μην αναπαύεται, να μη δέχεται αυτό το πράγμα. Το σιωπηλό πρόσωπό του εξέφραζε δυσανασχέτηση. Μετά πήγε ένας δεύτερος παπάς· μουσικολογιότατος και αυτός. Όταν τελείωσε, έδειξε ικανοποιημένος ο γέρος. Ο παπάς τα είπε απλά’ δεν άλλαξε καθόλου ήχους. Είπε τότε ο Γέρων: - Έτσι τα λέγαμε κι εμείς. Έτσι παραλάβαμε να τα λέμε. Ο γέρο Ευδόκιμος ήτανε πάντα πράος, και το τονίζω, πράος. Γιατί πολλοί λένε ότι εμείς οι άγαμοι έχουμε νεύρα, έχουμε εξάψεις, αποτομίες κι εκνευρισμούς ανεξέλεγκτους. Δεν είχε τέτοια πράγματα ο γέρο Ευδόκιμος. Γαλήνια και πραότατα λειτουργούσε, όποιος και να τον διακονούσε και να του έψαλλε. Και πραότατα συμπεριφερόταν. Όπως λειτουργούσε μπροστά στο Θυσιαστήριο, έτσι ακριβώς φερόταν και στους ανθρώπους. Δεν σέβιζε μπροστά στο Θυσιαστήριο και έπειτα κακοφερνόταν στον αδελφό του. Κοινωνούσε με τον άλλον πάντα σεβαστικά. Τον ρώτησα κάποια φορά αν ποτέ εκνευρίστηκε και μου απάντησε: - Δεν θυμάμαι. Όταν του έκλεψαν τα καζάνια της Σκήτης, τον άκουσα να λέει: - Τον ευλογημένο· ας άφηνε και σ’ εμάς κανένα να κάνουμε τη γιορτή. Όλα τα χρειαζότανε; Στη θεία εξομολόγηση ήταν πάντα σοβαρός, σαν τον γιατρό που με ευθύνη εξετάζει τον ασθενή. Μετά το μυστήριο ακολουθούσε η σιωπή του Ζαχαρία. Κάποτε-κάποτε έλεγε: - Και ο σημερινός άνθρωπος αγωνίζεται όπως ο παλιός, αλλά η επίδραση του κακού είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις του. Αν ο Θεός δεν βάλει το χέρι του, πάντες θα καταποντισθούμε. Σεβότανε και πολύ πονούσε το μοναστήρι του. Το αγαπούσε σαν τον οίκο του πατρός του. Ο λόγος του μοναστηριού του ήταν λόγος της Εκκλησίας και έπρεπε με κάθε θυσία να τον εφαρμόσει. Όλοι οι Γεροντάδες της Μονής ήταν σοβαροί και σεβαστοί. Κανένα δεν σχολίαζε. Σ’ όλους όλο και κάποιο καλό εύρισκε και το επαινούσε. Δεν είχε κανένα για πέταμα. Μέσα στο μοναστήρι του, που διακόνησε πολλές φορές ως εφημέριος, ήταν γλυκύς στον λόγο και όμορφος στην συμπεριφορά. Δεν του άρεσε καθόλου η ερώτηση, και μάλιστα από μοναχό, τι είναι ο ένας και τι είναι ο άλλος. - Αδελφέ μου –μού έλεγε- ποιος με όρισε εμένα να ξεχωρίσω την ήρα από το σιτάρι; Όταν ήρθε η νέα αδελφότητα, στην αρχή ήταν διστακτικός. Μου έλεγε: - Αν δεν τα βρω καλά, θα ‘ρθω στο μοναστήρι σου. Σας έχω περισσότερο θάρρος. - Όχι, Γέροντα. Κάθισε πρώτα να δεις τους ανθρώπους και μετά αποφασίζεις. Έπειτα όμως, όταν είδε την αδελφότητα να μεγαλύνεται, να έχει τα των μοναχών, την λατρεία προς τον Θεό και την διακονία, αναπαύθηκε. Οσάκις συναντώμεθα, με πολύ ενθουσιασμό μου διηγείτο τις περιποιήσεις των αδελφών, τον σεβασμό που του έδειχνε ο άγιος ηγούμενος, τις ψαλμωδίες στην εκκλησία. Και όλα αυτά τα βίωνε ως θαύμα της Παναγίας: - Δεν είχαμε, αδελφέ μου, άνθρωπο να ψάλει. Και τώρα σείεται ο ναός από νεανικές φωνές. Δεν είναι θαύμα της Βηματάρισσας; - Μια βδομάδα πριν κοιμηθεί τον επισκέφθηκα στο μοναστήρι, όπου γηροκομείτο. Τον ρώτησαν οι αδελφοί αν με γνωρίζει. - Ναι, είναι ο ηγούμενος του Δοχειαρίου. Είχε ένα βλέμμα καθαρό, ζωηρό, διαπεραστικό. Το τονίζω, καθαρό βλέμμα. Έλαμπε το πρόσωπό του. Αν τον κοίταζες προσεκτικά στα μάτια, έβλεπες τα σύμπαντα, έβλεπες όλη την ασκητική πορεία των Οσίων. Ο Τοθ, που ασχολήθηκε με τους νέους κι έγραψε τα γνωστά βιβλία (τα «Αγνά Νιάτα», τον «Δεκάλογο» και άλλα), όταν θέλησε να χαρακτηρίσει τα ωραιότερα πράγματα της Δημιουργίας, απαρίθμησε τρία: τον έναστρο ουρανό, τα ήσυχα νερά της λίμνης –δεν είχε θάλασσα μπροστά του- και τα αγνά μάτια του μικρού παιδιού. Εμένα, επιτρέψτε μου να προσθέσω και τα μάτια του γέροντα Ευδόκιμου και κάθε Οσίου την στερνή του ώρα. Ευδοκίμησε πραγματικά, γιατί είχε πάνω απ’ όλα την εικοσιτετράωρη λατρεία. Και «υπέρ παν άλλο –όπως διδάσκει ο αββάς Ισαάκ- την σιωπήν ηγάπησε», τα λίγα λόγια. Είχε προσεκτική επικοινωνία με τους άλλους. Δεν άφηνε λογισμούς σε κανέναν. Είχε όμορφο κόσμο, που δεν τον κληρονόμησε από την μάννα του, την οποία δεν γνώρισε καθόλου, ούτε από τον πατέρα του, στο πρόσωπο του οποίου ήταν σημειωμένη η ταλαιπωρία και η αβεβαιότητα της προσφυγιάς. Αλλά το πέτυχε από τον αγώνα που έκανε εβδομήντα έξι χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο που τον φύτεψε ο Θεός. Πιστεύω πως θα βρει έλεος και θα πρεσβεύει για όλους μας. Ο γέρο – Ευδόκιμος είχε τον φωτισμό του Θεού. Ήτανε προσεκτικός μοναχός. Δεν μπήκε στην χορεία των προφητών Γεροντάδων ούτε των προορατικών ούτε των θαυματουργών ούτε….ούτε….. Έμεινε ταπεινός με κεκρυμμένη την ζωή του εν τω Χριστώ. Γι’ αυτό, ούτε υποτακτικούς ούτε οπαδούς ούτε την φθηνή φήμη του αγίου απέκτησε. Έμεινε πάντα ξεχασμένος πίσω από το Κρυόβουνο. Όταν τον πλησίαζες, σού έδινε την αίσθηση: «Λάλει συ και ακούω ο δούλος σου». Το γεροντιλίκι για μένα έμεινε πάντα ένα μυστήριο που πολλές φορές το συζητώ με τους μοναχούς μου: Υπάρχουν Γεροντάδες που είναι άγιοι άνθρωποι και δεν έχουνε μήτε γάτο. Και υπάρχουν Γεροντάδες που είναι ντενεκέδες σαν κι εμένα και έχουν υποτακτικούς και θαυμαστές ων ουκ έστιν αριθμός. Πώς γίνεται αυτό δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Πάντως ο γέρο Ευδόκιμος με την βαθιά του ταπείνωση ούτε κλίμα θαυμασμού έφτιαξε ούτε προφητείες έλεγε και προρρήσεις. Τίποτε από αυτά τα «μεγαλεία». Ζούσε όπως οι Άγιοι του Θεού: ταπεινά, αθόρυβα, ήσυχα, μέσα σε μια απέραντη αφάνεια. Και γι’ αυτό έμεινε μόνος. Δεν είχε υποτακτικούς. Δεν είχε συντροφιά κανένα. Συντροφιά του ήταν ο μοναχός Ιγνάτιος και οι προαπελθόντες πατέρες και αδελφοί της σκήτης του Αγίου Δημητρίου. «Αχ, αγία αφάνεια, πόσο καρπίζεις την μοναχική φυτεία!» Ήτανε μεγάλος πόνος το ότι είδε την ερήμωση της Σκήτης. Θλίψη αδιασκέδαστη. Το έφερε βαρέως μέχρι τελευταία, που επί των ημερών του έβλεπε να κλείνουν τα Κελλιά και ένα-ένα να γίνονται ένας σωρός πέτρες. Το θεωρούσε εγκατάλειψη Θεού εξ αμαρτιών μας. Αγαπούσε τον τοίχο του. Αγαπούσε το κελλί του. Δεν του άρεσε να περιφέρεται δώθε – κείθε. ΄Αλλωστε, αυτό παρέλαβε από τους αυστηρούς Γεροντάδες του. Δεν του επέτρεπαν να γυρίζει, να γειτονεύει, να ακούει και να μεταφέρει νέα. Τηρούσαν τον κανόνα του Μεγάλου Παχωμίου: «Μη μεταφέρης λόγον από αγρού εις αγρόν». Ελάχιστες φορές εξήρχετο του Όρους. Όταν έβγαινε, γινότανε λιτανεία, γιατί το να βγει αυτή η «πανάρχαια εικόνα» έξω δεν ήταν συνηθισμένο πράγμα. Επαναλαμβάνω: αγαπούσε τον τοίχο του, αγαπούσε το Κελλί του. Και, όταν κάηκε από κάποιους περιπατητικούς μοναχούς, πολύ τραυματίστηκε και πολύ κουράστηκε ψυχικά. Του λέω μια φορά: - Πάμε στην Σκήτη; - Τι να δω; Το καμένο μου Κελλί; Ήξερε ο γέρο- Ευδόκιμος την μαθητεία του κελλιού και αγαπούσε τη γωνιά του. Είχε τον τρόπο του, όπως έλεγε, να γεμίζει τις είκοσι τέσσερις ώρες της νύχτας και της ημέρας. Είχε σπουδάσει κοντά στους Γεροντάδες του και την ζωγραφική και το χρύσωμα των τέμπλων. Στο κελλί του υπήρχε πίνακας που παρίστανε σιδηρόδρομο. - Τι είναι αυτό, Γέροντα; - Είναι ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Είναι ο σιδηρόδρομος που πάει στην Πάτρα, όπως τον έβλεπα στο Αίγιο, όπου πρωτοεγκατασταθήκαμε. Ο κήπος του ήταν πάντα φροντισμένος. Έδινε τον καρπό αυτού εν τω καιρώ αυτού. Το αμπέλι και τα δένδρα είχαν ευλογία. Κουβαλούσαν οι Γεροντάδες φυλλώματα από το δάσος, για να τα κοπρίσουν. Και τα μονοπάτια που οδηγούσανε στο Κυριακό πρόδιδαν παρουσία φίλεργου και φιλόκαλου νοικοκύρη. Παρά το γήρας του δεν εφείδετο κόπων να τα περιποιείται. Οι καλογερικές δουλειές δεν είναι μέριμνα που σκορπίζει τον νου του μοναχού. Είναι μέσον ισορροπίας των ψυχικών και των σωματικών δυνάμεων. Στην ταφή του, με πολύ πόνο θάψαμε ένα από τα τελευταία παιδιά του Όρους. (Παιδί του Όρους ήταν και ο γέρο Διονύσης ο Φιρφιρής. Επτά ετών ήρθε. Ίσως υπάρχουν ακόμα μερικά τέτοια παιδιά στον Άθωνα· δεν το γνωρίζω.) Τα ενενήντα του χρόνια δεν μετρίασαν την θλίψη μας. Αλήθεια, από τούδε θα ‘χουμε παιδιά του Όρους; Παιδιά που να μαθητεύουν από την αρχή στον Γέροντα και μόνον; Όχι, αφού μαθητεύσουν πρώτα σ’ όλα τα σχολειά του κόσμου, έπειτα να’ ρθουνε στο ιερό φροντιστήριο του ΄Αθωνα. Καλό είναι κι αυτό, αλλά πάντα θα έχουνε θολά τα μάτια. Σαν έχεις παιδιά του Όρους, αγαπάνε τον τόπο, έχουνε και τα δυο πόδια στο κελλί τους. Αγαπάνε τους Γεροντάδες. Αγαπάνε την άσκηση. Αγαπάνε την ζωή των μοναχών. Φροντίζουνε τον τόπο. «Και τον χουν αυτών οικτιρήσουσιν». Έχουν όλη την ζωή τους στον Κύριο παραθεμένη. Την ευχή του να έχουμε και ας είναι υπόδειγμα ζωής σε όλους. Αμήν.

Πηγή: Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας. Έκδοση Ι. Μ. Δοχειαρίου. Άγιο Όρος 2010. Επιμέλεια:Χ.Τ

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ

Ἕνα ρίγος χαρᾶς διαπερνᾶ τὴ λέξη «ἀνὰληψη», πού δείχνει μιὰ πρόκληση πρὸς τοὺς ἀποκαλούμενους «νόμους τῆς φύσεως», πρὸς τὴ διαρκῆ κάθοδο καὶ πτώση· εἶναι μιὰ λέξη πού ἀκυρώνει τοὺς νόμους τῆς βαρύτητας καὶ πτώσης. Ἐδῶ ἀντίθετα τὰ πάντα εἶναι ἐλαφράδα, πέταγμα, μιὰ ἀτέλειωτη ἄνοδος. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου γιορτάζεται σαράντα μέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Πέμπτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Τὴν Τετάρτη, τὴν παραμονή, ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴν ἀποκαλούμενη «Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα», σὰν νὰ χαιρετᾶ δηλ. τὸ Πάσχα. Ἡ ἀκολουθία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὅπως αὐτὴ τῆς νύχτας τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν ἀπαγγελία ἀκριβῶς τῶν ἴδιων στίχων: «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ…», «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ». Ὅταν ψάλλει αὐτοὺς τοὺς στίχους ὁ ἱερεύς, κρατᾶ τὴν πασχάλια λαμπάδα καὶ θυμιατίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ σὲ ἀπάντηση ψάλλεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἀποχωριζόμαστε τὸ Πάσχα, τὸ «ἀποδίδουμε» στὸ ἑπόμενο ἔτος. Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανόμαστε λυπημένοι. Ἀντί ὅμως γιὰ λύπη, μᾶς δίνεται νέα χαρά: ἡ χαρὰ νὰ στοχαζόμαστε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὴν Ἀνάληψη. Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στοὺς μαθητές, «ἐξήγαγε … αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. 24, 50-52). «Μετὰ χαρᾶς μεγάλης…». Ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς πού ἀντέχει μέχρι σήμερα καὶ ἐκρήγνυται μὲ τέτοια ἐκπληκτικὴ λαμπρότητα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως; Ἐπειδὴ φαίνεται σὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔφυγε καὶ νὰ ἄφησε μόνους τούς μαθητές· ἦταν μιὰ μέρα χωρισμοῦ. Μπροστά τους βρίσκεται ὁ πολὺ μακρὺς δρόμος τοῦ κηρύγματος, τῶν διωγμῶν, τοῦ πόνου καὶ τοῦ πειρασμοῦ πού γεμίζουν μέχρι ὑπερχείλισης τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πώς παρῆλθε ἡ χαρά, ἡ χαρὰ τῆς ἐπίγειας καὶ καθημερινῆς συντροφιᾶς μὲ τόν Χριστό, πώς ἔφθασε στὸ τέλος ἡ προστασία πού παρεῖχε ἡ δύναμη καὶ ἡ θεότητά Του. Πόσο σωστὰ ὅμως ἔκανε κάποιος ἱερέας πού ὀνόμασε τὴν ὁμιλία του γιὰ τὴν Ἀνάληψη «χαρὰ τοῦ χωρισμοῦ»! Φυσικὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἑορτάζει τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». (Ματθ. 28, 20), καὶ ὁλόκληρη ἡ χαρὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστης βρίσκεται στὴ συνειδητοποίηση τῆς παρουσίας Του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑποσχέθηκε: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Δὲν γιορτάζουμε τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως ἀποτελεῖ γιορτασμὸ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ οὐρανοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τοῦ νέου καὶ αἰώνιου οἴκου, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τῆς ἀληθινῆς μας πατρίδας. Ἡ ἁμαρτία χώρισε βίαια τὴ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἔκανε γήινους καὶ χοντροκομμένους, προσήλωσε τὸ βλέμμα μας σταθερὰ στὸ ἔδαφος καὶ ἔκανε τὴ ζωὴ μας ἀποκλειστικὰ γεωτροπική. Ἁμαρτία εἶναι ἡ προδοσία τοῦ οὐρανοῦ μέσα στὴν ψυχή. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ μέρα, τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, νιώθουμε τρομοκρατημένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄρνηση πού γεμίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπεροψία καὶ περηφάνια ἀναγγέλλει πώς εἶναι μόνο ὑλικός, πώς ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι ὑλικός, καὶ πώς τίποτε δὲν ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικό. Καὶ γιὰ κάποιο λόγο εἶναι ἀκόμη καὶ χαρούμενος γι’ αὐτό, καὶ μιλᾶ μὲ οἶκτο καὶ συγκατάβαση γι’ αὐτοὺς πού ἀκόμη πιστεύουν σὲ κάποιου εἴδους «οὐρανὸ» σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γελωτοποιοὺς ἤ γιὰ ἀγροίκους. Ἐλᾶτε ἀδελφοί, «οὐρανοὶ» εἶναι ἁπλῶς ὁ οὐρανός, εἶναι τόσο ὑλικὸς ὅσο καὶ καθετί ἄλλο· δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, δὲν ὑπῆρξε οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξει. Πεθαίνουμε, ἐξαφανιζόμαστε· ἔτσι στὸ μεταξὺ ἂς κτίσουμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο καὶ ἂς ξεχάσουμε τὶς φαντασίες τῶν παπάδων. Αὐτὸ ἐν συντομία εἶναι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἡ οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας, τῆς ἐπιστήμης μας, τῆς ἰδεολογίας μας. Ἡ πρόοδος καταλήγει στὸ νεκροταφεῖο, μὲ τὴν πρόοδο τῶν σκουληκιῶν ποῦ τρέφονται ἀπὸ τὰ πτώματα. Ἀλλά τί μᾶς προτείνετε, μᾶς ἐρωτοῦν, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ οὐρανὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶτε, στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη; Τέλος πάντων, τίποτε δὲν ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶτε. Ἂς ἀπαντήσει σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας πού ἔζησε δέκα ἔξι αἰῶνες πρίν. Μιλώντας γιὰ τὸν οὐρανό, ἀναφωνεῖ: «Τί ἀνάγκη ἔχω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅταν ἐγώ ὁ ἴδιος θὰ γίνω οὐρανὸς;». Ἂς ἔρθει ἡ ἀπάντηση ἀπό τούς Πατέρες μας πού ὀνόμαζαν τὴν Ἐκκλησία «ἐπίγειο οὐρανό». Τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο αὐτῶν τῶν δύο ἀπαντήσεων εἶναι τὸ ἑξῆς: οὐρανὸς εἶναι τὸ ὄνομα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης μας ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα, οὐρανὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴ γῆ. Ὄχι. Ὁ οὐρανὸς δὲν βρίσκεται κάπου στὸ ἀπώτερο διάστημα πέρα ἀπό τούς πλανῆτες ἤ σὲ κάποιον ἄγνωστο γαλαξία. Οὐρανὸς εἶναι αὐτὸ πού μᾶς ἐπιστρέφει ὁ Χριστός, ὅ,τι χάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὶς ἐπίγειες, ἀποκλειστικὰ γήινες, ἐπιστῆμες καὶ ἰδεολογίες, καὶ τώρα εἶναι ἀνοικτός, μᾶς τὸν προσφέρει καὶ μᾶς τὸν ἐπιστρέφει ὁ Χριστός. Οὐρανὸς εἶναι τὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ βασίλειο τῆς ἀλήθειας, τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Οὐρανὸς εἶναι ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς· οὐρανὸς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο, ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας· οὐρανὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἔσχατης ἐπιθυμίας, γιὰ τὴν ὁποία εἰπώθηκε: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ, μᾶς ἔχουν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ὁ οὐρανὸς διαπερνᾶ τὴ ζωή μας ἐδῶ καὶ τώρα, ἡ ἴδια ἡ γῆ γίνεται μιὰ ἀντανάκλαση, ἕνα εἴδωλο τῆς οὐράνιας ὀμορφιᾶς. Ποιὸς κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει τὸν οὐρανό; Ὁ Θεός. Ποιὸς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει πώς «ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός». Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανό! Αὐτὸ ἀκριβῶς γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως! Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς λαμπρότητας καὶ τῆς ἄρρητης χαρᾶς. Ἂν ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸν οὐρανό, κι ἂν Τὸν πιστεύουμε καὶ Τὸν ἀγαποῦμε, τότε εἴμαστε κι ἐμεῖς μαζί Του, στὸ δεῖπνο Του, στὴ Βασιλεία Του. Ἂν ἡ ἀνθρωπότητα ἀναληφθεῖ μαζί Του, καὶ δὲν πέσει, τότε θὰ ἀνέβω μαζί Του κι ἐγὼ προσκεκλημένος ἀπ’ Αὐτόν. Καὶ «ἐν Αὐτῷ» μοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ σκοπός, τὸ νόημα καὶ ἡ ἔσχατη χαρὰ τῆς ζωῆς μου. Τὸ καθετί γύρω μας μᾶς τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω. Ἀτενίζω ὅμως τὴ θεϊκὴ σάρκα νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν Χριστὸ νὰ τραβᾶ πρὸς τὰ πάνω «ἐν φωνῇ σάλπιγγος», καί λέω στόν ἑαυτό μου καί στόν κόσμο: ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἐδῶ εἶναι ἡ ζωή στήν ὁποία ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ ἀπό τήν αἰωνιότητα. Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν. Πηγή: www.iak.gr

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Ποίημα Δημητρίου Μητροπολίτου Ροστοβίας (Ροστώβ) του νεοφανούς αγίου και θαυματουργού εν τη Ρωσία, ην έλεγε καθ’ εκάστην)

Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε, σκέπε με, και διαφύλαττε τον δούλο σου από παντός κακού ψυχής τε και σώματος, και από παντός εχθρού ορατού και αοράτου. Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σου. Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών. Χαίρε και ευφραίνου, Θεοτόκε Παρθένε, και πρέσβευε υπέρ του δούλου σου Κυρία και Δέσποινα των Αγγέλων και Μήτηρ των χριστιανών, βοήθησόν μοι τω δούλω σου. Ω Μαρία παναμώμητε, χαίρε νύμφη ανύμφευτε, χαίρε η χαρά των θλιβομένων και η παραμυθία των λυπουμένων. Χαίρε η τροφή των πεινώντων και ο λιμήν των χειμαζομένων, χαίρε των αγίων αγιωτέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα, χαίρε του Πατρός αγίασμα, του Υιού το σκήνωμα, και του Αγίου Πνεύματος το επισκίασμα. Χαίρε του πάντων Βασιλέως Χριστού του Θεού ημών το τερπνόν παλάτιον, χαίρε η Μήτηρ των ορφανών και η βακτηρία των τυφλών, χαίρε το καύχημα των χριστιανών και των προσκαλουμένων σε ο έτοιμος βοηθός.

Παναγία Δέσποινά μου, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου, ότι εις τας παναχράντους χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου. Γενού βοηθός και σκέπη της ψυχής μου εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως, και πρέσβευε υπέρ εμού του αναξίου ίνα εισέλθω καθαρός και αγνός εις τον Παράδεισον. Μη απορρίψης με, Κυρία μου, τον δούλον σου, αλλά βοήθησόν μοι, και δος μοι το συμφέρον της αιτήσεως. Λύτρωσαί με παντός κινδύνου, επιβουλής, ανάγκης και ασθενείας, και δώρησαί μοι προ του τέλους μετάνοιαν, ίνα σωζόμενος τη μεσιτεία και βοηθεία σου, εν μεν τω παρόντι βίω από παντός εχθρού ορατού και αοράτου, πορευόμενος θεαρέστως εν τοις θελήμασι του αγαπητού σου Υιού και Θεού ημών, εν δε τη φοβερά ημέρα της κρίσεως από της αιωνίου και φοβεράς κολάσεως προσκυνώ, ευχαριστώ και δοξάζω το πανάγιόν σου όνομα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Η ΜΙΚΡΑ ΕΙΣΟΔΟΣ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΕΒΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ ΚΥΡΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
 «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ»
(Ελάτε, ας προσκυνήσουμε κι ας λατρεύσουμε το Χριστό.)

Όταν ψάλλεται το τρίτο Αντίφωνο, τότε γίνεται και η Μικρά Είσοδος. Η Μικρά Είσοδος, σε αντίθεση προς τη Μεγάλη, που γίνεται παρακάτω στη θεία Λειτουργία, είναι η επίσημη μεταφορά του Ευαγγελίου από το Σκευοφυλάκιο, στην αγία Τράπεζα. Στην αρχαία εποχή το Ευαγγέλιο φυλαγόταν στο Σκευοφυλάκιο, που ήταν έξω στην είσοδο του ναού. Τώρα λοιπόν που πλησιάζει η ώρα για να αναγνωσθεί, μεταφέρεται το Ευαγγέλιο, αν και δεν φυλάγεται πια στο Σκευοφυλάκιο, αλλά μένει πάντα επάνω στην αγία Τράπεζα. Συγχρόνως όμως αυτή την ώρα μπαίνει επίσημα στο ναό και στο ιερό Βήμα για τη θεία Λειτουργία ο επίσκοπος. Η Μικρά Είσοδος λοιπόν είναι μια τελετή με διπλό νόημα· τη μεταφορά του Ευαγγελίου και την είσοδο του επισκόπου. Το Ευαγγέλιο είναι το κήρυγμα του Χριστού και ο επίσκοπος στην Εκκλησία είναι «εις τόπον Χριστού». Με τα ίδια λοιπόν αισθήματα και με τον ίδιο ύμνο χαιρετίζει και υποδέχεται στην ιερή σύναξη ο λαός το Ευαγγέλιο και τον επίσκοπο, ψάλλοντας· «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ…». * Οι αρχαίοι ερμηνευτές της θείας Λειτουργίας σε κάθε πράξη, που γίνεται στην ιερουργία, ανακαλύπτουν κάποιον συμβολισμό, κάτι δηλαδή βαθύτερο που υπάρχει κάτω από τα τελούμενα. Δεν θα θέλαμε να τους ακολουθήσουμε, όχι πως δεν έχουν δίκιο, αλλά γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός μας. Εμείς θέλουμε να εξηγήσουμε πολύ απλά αυτό που γίνεται στη θεία Λειτουργία, χωρίς να επιμένουμε ούτε στην ιστορική του εξέλιξη ούτε στη συμβολική του σημασία. Είναι χαρακτηριστικό κάτι που λέει εδώ, σχετικά με την είσοδο του Ευαγγελίου ο Νικόλαος ο Καβάσιλας· «γίνεται μεν έκαστον της χρείας ένεκα της ενισταμένης, σημαίνει δε καίτι των τον Χριστού έργων ή πράξεων ή παθών»· δηλαδή στην ιερουργία γίνεται το κάθε τι για να εξυπηρετηθεί κάθε φορά κάποια παρούσα ανάγκη, αλλά σημαίνει και κάτι από τα έργα ή τις πράξεις ή τα πάθη του Ιησού Χριστού. Το Ευαγγέλιο είναι ο Χριστός και, καθώς μπαίνει υψωμένο στα χέρια του λειτουργού ιερέα, δείχνει τη φανέρωση του Ιησού Χριστού στον κόσμο, καθώς με αυτά τα λόγια εξηγεί το πράγμα ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής· «τελούμενης της αγίας συνάξεως, η μεν πρώτη είσοδος γενικώς μεν δηλοί την πρώτην του Θεού ημών παρουσίαν». Ο ίδιος ερμηνευτής αλλού, συνδυάζοντας την είσοδο του Ευαγγελίου με την είσοδο του επισκόπου, λέει τα εξής· «Την μεν ουν πρώτην εις την αγίαν Εκκλησίαν του αρχιερέως κατά την ιεράν σύναξιν της πρώτης του Υιού του Θεού και του Σωτήρος ημών Χριστού διά σαρκός εις τον κόσμον τούτον παρουσίας τύπον και εικόνα φέρειν εδίδασκε». Κάποιος παλαιότερος δηλαδή, από τον οποίον ο άγιος Μάξιμος το παίρνει, εδίδασκε ότι η πρώτη είσοδος του επισκόπου στην ιερή σύναξη είναι η εικόνα της πρώτης παρουσίας στον κόσμο του σαρκωθέντος θείου Λόγου. Αλλά είπαμε πως δεν θα σταματήσουμε περισσότερο στις αλληγορικές αυτές και συμβολικές ερμηνείες των αρχαίων εξηγητών της θείας Λειτουργίας. Θα πρέπει να εξηγήσουμε και να πούμε ότι οι ερμηνείες αυτές, πολύ επιτυχημένες όλες και ιερές, έγιναν βέβαια ύστερα από τα πράγματα. Η ευσέβεια και η πίστη των ερμηνευτών ζητάει κάτω από τα πράγματα μια βαθύτερη πάντα σημασία, που εμείς χωρίς να μην την παραδεχόμαστε, δεν μένουμε όμως σ’ αυτήν, γιατί θαρρούμε πως δεν είναι λίγο να εξηγήσουμε τα πράγματα, καθώς τα βλέπουμε και τα ακούμε, αφήνοντας τις βαθύτερες ερμηνείες για τους πνευματικά τελειότερους. Ό,τι γίνεται κι ό,τι λέγεται στην Εκκλησία είναι πράξη και λόγος ιερός· αυτό μας είναι αρκετό. Ας βλέπουμε λοιπόν κι ας ακούμε με μια απόλυτη ευλάβεια όσα γίνονται και λέγονται μέσα στην Εκκλησία κι ας αφήνουμε ο καθένας τη σκέψη του και την ψυχή του να βαθαίνει όσο μπορεί πιο πολύ και να πετάει ψηλότερα. Εδώ δεν υπάρχει περιορισμός, γιατί το περιεχόμενο της πίστεως είναι μεν για όλους το ίδιο, μα ο καθένας ζει την πίστη του κατά δικό του και προσωπικό τρόπο. Το τι αισθάνεται και ζει μέσα του ο κάθε πιστός μόνο ο Θεός το ξέρει. * Φέρνοντας λοιπόν ο λειτουργός ιερέας το άγιο Ευαγγέλιο και κρατώντας το ψηλά, προχωρεί στη μέση του ναού. Μπροστά, όπως γίνεται σε κάθε λιτανεία, πηγαίνει αναμμένη λαμπάδα, ο τίμιος Σταυρός και τα εξαπτέρυγα. Στη μέση του ναού και στο ύψος του επισκοπικού θρόνου η λιτανεία σταματά. Σταματούν και οι ψάλτες την ψαλμωδία, και ο λειτουργός ιερέας, όπως πάντα όταν πρόκειται να διαβάσει ευχή, λέει· «Του Κυρίου δεηθώμεν». Και πάντα οι ψάλτες απαντούν «Κύριε ελέησον». Ύστερα ο ιερέας διαβάζει την ευχή της εισόδου, έτσι που να την ακούν όλοι· «Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών, ο καταστήσας εν ουρανοίς τάγματα και στρατιάς αγγέλων και αρχαγγέλων εις λειτουργίαν της σης δόξης, ποίησον συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σην αγαθότητα». Δέσποτα Κύριε Θεέ μας, που έβαλες στους ουρανούς τάγματα και στρατιές αγγέλων και αρχαγγέλων για να υπηρετούν τη δόξα σου, κάνε τώρα με την είσοδό μας να μπουν και άγιοι άγγελοι, για να λειτουργούν μαζί μας και να δοξάζουν την καλωσύνη σου. Στο τέλος ακολουθεί η εκφώνηση· «Ότι πρέπει σοι πάσα δόξα…». Είναι η πρώτη εκφώνηση που ακούσαμε στη θεία Λειτουργία και την εξηγήσαμε. Ύστερα ο ιερέας ευλογεί την είσοδο, με τη χαρακτηριστική χειρονομία της ιερατικής ευλογίας· «Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου· πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Ό,τι γίνεται στην Εκκλησία σφραγίζεται με το σημείο του σταυρού και κάθε ιερατική ευλογία παρέχεται με τον τύπο του Σταύρου. Παντού στη ζωή των πιστών, αλλά πολύ περισσότερο μέσα στο ναό την ώρα της θείας λατρείας, ξεχωρίζει ο τίμιος σταυρός· ο ιερέας κάθε πράξη τη σφραγίζει με το σημείο του σταυρού και κάθε πιστός μέσα στη σύναξη, σε κάθε δοξολογία της Αγίας Τριάδος, κάνει το σημείο του σταυρού. Με το σημείο του σταυρού «οι πιστοί των απίστων αποδιϊστάμεθα και γνωριζόμεθα», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός· ο σταυρός είναι το σημείο που σημαδεύει και ξεχωρίζει τους χριστιανούς. Ύστερα ο ιερέας υψώνει το άγιο Ευαγγέλιο και λέει με δυνατή φωνή· «Σοφία! Ορθοί!». Το «σοφία» λέγεται για το Ευαγγέλιο· το Ευαγγέλιο, είναι ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή σοφία, η «άνωθεν κατερχόμενη». Και το «ορθοί» λέγεται για τους πιστούς, για να σηκωθούν ορθοί όχι μόνο να δείξουν εξωτερική ευλάβεια, αλλά και να υψώσουν την διάνοια και την καρδιά τους και να προσέξουν τι γίνεται τώρα· ότι ο Ιησούς Χριστός μαζί με τους αγγέλους ήρθαν στη σύναξη και μπαίνουν στο ιερό Βήμα, για να γίνει η θεία Λειτουργία. Τότε η σύναξη μ’ ένα στόμα ψάλλει πανηγυρικά το Εισοδικό· «Δεύτε προσκυνησωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ»· είναι ο ύμνος, με τον οποίο υποδέχεται και χαιρετίζει την είσοδο του Ευαγγελίου και του επισκόπου. Πρέπει να εξηγήσουμε εδώ ότι αντιπροσωπευτικά είπαμε για το Εισοδικό μόνο της Κυριακής, γιατί βέβαια τα Εισοδικά των Δεσποτικών εορτών είναι κάθε φορά άλλα. Καθώς επίσης ότι μιλάμε για ένα μόνο λειτουργό ιερέα, ενώ η θεία Λειτουργία μπορεί να γίνεται από τον επίσκοπο με πολλούς ιερείς και με διάκονο. Πρέπει όμως να ξέρουμε ότι και όταν γίνεται συλλείτουργο, ένας είναι που λειτουργεί, ο επίσκοπος ή ο πρώτος των ιερέων. Όταν λειτουργεί επίσκοπος, καθώς μπαίνει στο ιερό Βήμα ευλογεί το λαό. Επάνω σ’ αυτό λέει ο άγιος Χρυσόστομος ότι «μπαίνοντας ο επίσκοπος δεν ανεβαίνει στο θρόνο, αν δεν ευλογήσει πρώτα το λαό». Ο θρόνος του επισκόπου δεν ήταν τότε έξω στο ναό, αλλά μέσα στο ιερό Βήμα, εκεί που είναι και τώρα το «σύνθρονον». Πριν κλείσουμε τη σημερινή ομιλία, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην ευχή της εισόδου. Το αίτημα της ευχής είναι να έλθουν στη σύναξη της Εκκλησίας Άγγελοι συλλειτουργοί μαζί με τους ανθρώπους· «ποίησον συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι». Μαζί με τον Βασιλέα Χριστό παρόντες στη θεία Λειτουργία, σαν τιμητική φρουρά, είναι άγγελοι και αρχάγγελοι. Σ’ έναν από τους περίφημους λόγους του «Περί ιεροσύνης» ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει· «Εγώ ήκουσα κάποιον να διηγείται ότι ένας αξιοσέβαστος γέροντας, που είχε το χάρισμα να δέχεται αποκαλύψεις, έλεγε ότι αξιώθηκε κάποτε την ώρα της θείας Λειτουργίας να δει ξαφνικά πλήθος από αγγέλους ντυμένους με λαμπρές στολές, να περικυκλώνουν την αγία Τράπεζα και να βλέπουν προς τα κάτω, σαν που θα έβλεπε κανείς στρατιώτες να στέκουν μπροστά στο βασιλέα. Η ευχή του ιερέα και το αίτημα της σύναξης είναι πραγματικότητα. Και ο εισοδικός ύμνος είναι λόγος αληθινός- «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ…». Αμήν.

Πηγή:www.imis.gr

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

ΠΩΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Λέγει ο Απόστολος Παύλος στους Κολοσσαείς: «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν ούτω φανερωθήσεσθε εν δόξη». Και στην προς Φιλιππησίους επιστολή τονίζει ότι: «το σώμα της ταπεινώσεως ημών» θα το «μετασχηματίσει» ο Κύριος, ώστε να γίνει «σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Θεού». Η εν δόξη φανέρωση του ανθρώπου σημαίνει πρώτον μεταμόρφωση του σώματός του, αλλαγή της μορφής του. Θα αποκτήσει ο κάθε άνθρωπος σώμα «ετέρας μορφής» σαν το αναστημένο σώμα του Χριστού. Αυτή είναι η πρώτη φανέρωση· η ετερότητα της μορφής, η αλλαγή της μορφής και του σώματος του κάθε ανθρώπου. Το σώμα μας «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία, εγεί¬ρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευ¬ματικόν. Άρα, το αναστημένο σώμα θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Παρά ταύτα, θα είναι το «αυτό και ουκ αυτό», και, ενώ θα παρουσιάζει ιδιότητες διαφορετικές, θα διατηρεί γνωρίσματα της έπη της γης παρουσίας του. Ο Κύριος απέκτησε ένα σώμα μετά την Ανάσταση το οποίο είχε μια ιδιάζουσα λεπτότητα· παρουσιαζόταν ενώπιον των μαθητών Του στο υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και γινόταν άφαντος, ενώ συνομιλούσε μαζί τους. Μετείχε τροφής «οικονομικώς», ενώ δεν είχε ανάγκη να συντηρηθεί. Το έκανε αυτό ο Κύριος, γιατί είχαν ανάγκη οι απόστολοι να πιστέψουν. Εψηλαφείτο και δεν ήτο απτόμενος. Ενώ προέτρεψε τον απόστολο Θωμά και τους άλλους αποστόλους να τον ψηλαφήσουν, στην αγία Μαρία την Μαγδαληνή είπε «μη μου άπτου». Το αναστημένο σώμα του Χριστού παρουσιάζει ιδιώματα ιδιάζουσας λεπτότητος. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «το σώμα του Χριστού, μετά την ανάστασιν, αν και έγινεν απαθές και άφθαρτον, μ’ όλον τούτο δεν ετράπη εις ασωματότητα, ουδέ απέβαλεν όλα τα φυσικά του ιδιώματα, ήτοι το ποσόν, το ποιόν, το είναι εν είδει, το τριχή διαστατόν και το περιγραπτόν εν τόπω και περιοριστόν». Αυτά τα ιδιώματα θα έχει και το ανθρώπινο σώμα στην βασιλεία του Θεού. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, «ενώ κατά την παρούσαν κατάστασιν των ανθρώπων η νοερά ψυχή καλύπτεται υπό της παχύτητος της σαρκός, κατά την μέλλουσαν κατάστασιν τα σώματα των αγίων θα εκλεπτυνθούν και θα εκπνευματωθούν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να καταστούν άυλα». Το αναστημένο σώμα του Κυρίου έχει κι άλλα στοιχεία. Φέρει επάνω Του τα στίγματα του σταυρού, τους τύπους των ήλων και την ουλή από τον λογχισμό. Σχολιάζοντας ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας το «όψονται εις ον εξεκέντησαν» λέγει: «ότε γαρ έρχεται κρίναι, τότε όψονται αυτόν εν σώματι κρείττονι και θεοειδεοτέρω και γνωριούσιν οι εκκεντήσαντες και όψονται». Σύμφωνα με το όραμα της Αποκαλύψεως, ο Κύριος εμφανίζεται επί του υπερουρανίου θυσιαστηρίου ως «αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον», με τα ίχνη και τα σημάδια της παλαιάς Του σφαγής, τα οποία προβάλλει στον Πατέρα Του, ως παράσημα, όταν ως αρχιερεύς μεσιτεύει υπέρ ημών. Κατά ανάλογο τρόπο, το αναστημένο ανθρώπινο σώμα στην βασιλεία του Θεού θα έχει ετερότητα κατά τήν μορφή, θα παρουσιάζει όμως και στοιχεία ομοιότητος με το φυσικό σώμα θα έχει τα αποτυπώματα εξ αυτής της ζωής τα οποία εκφράζουν την χάρι του Θεού και την πίστη του ανθρώπου. Έτσι, ένας μάρτυρας θα διατηρήσει τις ουλές του μαρτυρίου του για να δοξάζουν το όνομα του Τριαδικού Θεού στην βασιλεία των ουρανών, θα υπάρχουν τα στίγματα αυτά της πίστεως, όπως και οι αποτυπώσεις της ασκήσεως των οσίων ασκητών, που αποτελούν άλλη μια έκφραση εξαγιασμού του σώματος. Κατ’ αναλογίαν, σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, οι ψυχές των αμαρτωλών θα περιφέρουν στον άδη τα στίγματα των αμαρτιών: «οι τα φαύλα πράξαντες εις ονειδισμόν και αισχύνην αναστήσονται ενορώντες εν αυτοίς το αίσχος και τους τύπους των ημαρτημένων». Επί πλέον, τα αναστημένα σώματα θα αποκτήσουν τα ιδιώματα του πρώτου Αδάμ, όπως δημιουργήθηκε και πλάστηκε στον αρχέγονο παράδεισο. Δεν θα έχουν την παχύτητα της πτώσεως, το στοιχείο της κοπώσεως, της πείνας της δίψας, την ανάγκη του ύπνου, ακόμη και το ιδίωμα του φύλου, αλλά θα υπάρχει μία κατάσταση που θα προσιδιάζει περισσότερο με την κατάσταση των αγγέλων, θα υπενθυμίζει την προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου και θα αποτελεί την κατάσταση της δόξας του Θεού και του ανθρώπου. Όπως λέγουν οι Πατέρες και υπαινίσσεται το βιβλίο της Αποκαλύψεως, μόνον τα σημάδια της χάριτος, οι αποδείξεις του μαρτυρίου ή οι επιβεβαιώσεις της αγάπης θα κοσμούν τα αναστημένα σώματά μας. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί και απάντηση σε όσους σχολαστικά εκφράζουν ενδοιασμούς για το τι θα συμβεί με τα αναστημένα σώματά μας σε περίπτωση δωρεάς οργάνων και μεταμοσχεύσεως. Αν η πράξη αυτή αποτελεί έκφραση αγάπης, ανιδιοτελούς προσφοράς στον αδελφό και αυταπάρνησης, τότε όχι μόνον δεν θα προκαλέσει σύγχυση ανίερης παρέμβασης, αλλά θα είναι αποτυπωμένη αιωνίως στα πνευματικά μας σώματα ως απόδειξη επιστροφής στην κατάσταση του πρώτου Αδάμ. Καθώς βεβαιώνει ο Μέγας Αθανάσιος, «ο αποθανών λελωβημένος, υγιής ανίσταται» στην βασιλεία του Θεού. Το αναστημένο σώμα θα έχει επίσης οικειότητα με την αιωνιότητα, με την αφθαρσία και με την αθανασία. Ο καθένας που πέρασε από αυτόν τον κόσμο στην βασιλεία του Θεού θα ζει με πολλή φυσικότητα την κατάργηση του χρόνου και την αιωνιότητα, την κατάργηση της φθοράς και τήν κατάσταση της αφθαρσίας, την κατάργηση του θανάτου και την κατάσταση της αθανασίας, την ελευθερία από την αμαρτία. Πρόγευση, απόδειξη και μαρτυρία αυτής της καταστάσεως διακρίνει κανείς στα σώματα των αγίων, όταν απεργάζονται υπερφυσικά θαύματα και σημεία, όταν αναδίδουν μια υπερβατική ευωδία, χωρίς καν να λούζονται, όταν παρουσιάζουν ευρωστία ή και μακροζωία παρά την αυστηρή άσκηση, νηστεία και συχνά κακουχία και ασιτία. Το ίδιο και τα άγια λείψανα- αναδίδουν ζωή όντας νεκρά. Δείγμα επίσης της καταστάσεως της δόξης των σωμάτων μπορούμε να λάβουμε από περιστατικά αγίων, το σώμα των οποίων παρουσίασε αλλοιώσεις λίγο προ του θανάτου τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, όπως αυτό παρουσιάζεται στην περιγραφή του μαρτυρίου του, στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων: «και ατενίσαντες εις αυτόν πάντες οι καθεζόμενοι εν τω συνε¬δρίω, είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου». Παρόμοιο περιστατικό αναφέρεται στο συναξάριο του οσίου Σισώη, όπως και στην ζωή του Αββά Παμβώ. Εκτενής αναφορά γίνεται για την λαμπρότητα, ωραιότητα και ιερότητα του σκηνώματος της Υπεραγίας Θεοτόκου από τους λόγους των Πατέρων στην Κοίμηση της Θεοτόκου και τα σχετικά υμνολογικά κείμενα. Επίσης, κατ’ αναλογίαν προς το σώμα του Κυρίου, του «οποίου η σάρξ διαφΘοράν ουκ είδε» και αναλήφθηκε στους ουρανούς, στην εκκλησιαστική παράδοση και αγιογραφική ιστορία αναφέρονται περιπτώσεις δικαίων και αγίων τα σώματα των οποίων μετέστησαν, δεν γεύθηκαν την φθορά (π.χ. ο Ενώχ, ο Ηλίας, η Θεοτόκος, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος). Σε ορισμένες δε περιπτώσεις και εν ζωή, κατά το πρότυπο του Κυρίου, υπερβαίνουν τους φυσικούς νόμους και λειτουργούν στους νόμους της χάριτος (ο Πέτρος βαδίζει επί των κυμάτων, οι απόστολοι διενεργούν θαύματα, τα σώματα αγίων ευωδιάζουν εν όσω ακόμη ζουν κ.λπ.). Η Εκκλησία τιμά τα σώματα και εν ζωή και μετά τον θάνατο. Ο πνευματικός πλούτος και θησαυρός της διαφυλάσσεται στα ιερά θυσιαστήρια, τις λειψανοθήκες και τα οστεοφυλάκια. Στα πρώτα επιτελείται το μυστήριο -μας προκύπτει ο Θεός-, από τα δεύτερα προχέεται η χάρις των αγίων -αναδύεται η Εκκλησία- και τα τρίτα αποτελούν το πανεπιστήμιο της εν Χριστώ φιλοσοφίας, το εργαστήριο της μνήμης του θανάτου -αφυπνίζεται το πρόσωπό μας. Και τα τρία περιέχουν λείψανα. Και τα τρία υφίστανται στην πνευματική παράδοση και ζωή της Εκκλησίας μας για να υπενθυμίζουν την ύπαρξη, την ζωντάνια, την ετερότητα των αναστημένων σωμάτων και την ιδιάζουσα σχέση τους με την ψυχή, αφού τα μεν οστά των κεκοιμημένων αναμένουν την κατά το όραμα του προφήτου Ιεζεκιήλ ανάστασή τους, τα δε των αγίων αποδεικνύουν την ζωή τους με την χάρι που προχέουν.

(Νικολάου, Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, «Αλλήλων μέλη», Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, σ. 164-170)

Πηγή:www.pemptousia.gr

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΗ

“Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής. Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της. Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη. Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρεβρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23). Δηλαδή όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α'. Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη το διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315 μ.Χ. Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή. Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι' αποκεφαλισμού”. (Από το ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ) Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί προτεραιότητα στην ακολουθία της αγίας να εξηγήσει την αλλαγή του ονόματός της από Πηνελόπη σε Ειρήνη. Στο απολυτίκιό της, το οποίο συνήθως συνοψίζει σε κάθε άγιο τα βασικά στοιχεία της ζωής του, τούτο τονίζει απαρχής: ῾Ο ίδιος ο Χριστός σε ονόμασε Ειρήνη. Διότι πρώτον, έμοιασες σε Εκείνον που είναι η ίδια η ειρήνη και δεύτερον, δίνεις την ειρήνη της ψυχής σε όλους εκείνους που επιτελούν τη μνήμη και προστρέχουν με ύμνους και ωδές πνευματικές στον θείο ναό σου, με το δεδομένο της μεγάλης παρρησίας που έχεις ενώπιον της Τρισηλίου Θεότητος, ώστε να πρεσβεύεις γι᾽αυτούς᾽. ῾Ο Χριστός, η ειρήνη, σε Ειρήνην εκάλεσε· συ γαρ την ειρήνην βραβεύεις τοις τελούσι την μνήμην σου, και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς προστρέχουσι τω θείω σου ναώ, και πρεσβεύεις υπέρ πάντων, τη Τρισηλίω παρισταμένη θεότητι᾽. Το ίδιο κάνει και στον άλλον συνοπτικό ύμνο, το κοντάκιο: ῾Από τον Θεό έλαβε η νύμφη Χριστού την ονομασία που έχει ο Ίδιος. Διότι άγγελος Θεού ήλθε και την ονόμασε από Πηνελόπη σε Ειρήνη᾽(῾Θεόθεν έλαβε, η νύμφη Χριστού, την Χριστώνυμον κλήσιν. Ο του Θεού γαρ ´Αγγελος ελθών, εκ Πηνελόπης Ειρήνην εκάλεσεν᾽). Είναι περιττό ως ευνόητο να τονίσουμε για μία ακόμη φορά ότι ο άγιος υμνογράφος επιμένει για τη μεγαλομάρτυρα ότι εκείνο που ερμηνεύει την κατά Χριστόν ζωή και πολιτεία της, όπως και τα μαρτύριά της, είναι ο θερμός έρωτάς της προς τον Κύριο και η προσήλωσή της προς εκείνα που ο Ίδιος υποσχέθηκε για εκείνους που Τον αγαπούν. Το έχουμε επισημάνει και άλλοτε, και όχι μία μόνο φορά: στη χριστιανική πίστη αν βγάλει κανείς το στοιχείο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό, ως το βασικό κίνητρο κάθε αγίου - ό,τι με άλλα λόγια ζήτησε ο Ίδιος από τους πιστούς Του: ῾εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει᾽ - σταματά η χριστιανική πίστη να είναι αυτή που ξέρουμε. Εκπίπτει σε κάτι άοσμο και άγευστο, σε κάτι από το οποίο ελλείπει η ίδια η ζωή. ῾Θέλχθηκες από τον έρωτα του Χριστού και μίσησες τους θεούς των ειδωλολατρών και τα άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξη, και παρουσιάστηκες πολύ φανερά σ᾽αυτούς που σε έβλεπαν ως στήλη θεογνωσίας᾽(῾Εθέλχθης τω έρωτι Χριστού και θεούς εμίσησας εθνών και άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξε, και θεογνωσίας στήλην εμφανέστατα σαυτήν τοις καθορώσιν ανέστησας᾽). ῾Υπέμεινες, πανεύφημη, την ορμή της φωτιάς που κατέφλεγε τα πάντα και όλα τα ξεσχίσματα του σώματος, γιατί ήσουν προσηλωμένη σ᾽εκείνα που υποσχέθηκε και προετοίμασε ο Ιησούς γι᾽ αυτούς και μόνον που Τον αγάπησαν και Τον πόθησαν σαν τον ωραιότατο νυμφίο των ψυχών τους᾽(῾Πυρός καταφλέγοντος ορμήν ήνεγκας, πανεύφημε, ξέσεις τε πάσας του σώματος, ενατενίζουσα προς τας αντιδόσεις τας εκείσε πάνσεμνε, ας μόνοις Ιησούς προητοίμασε τοις αγαπήσασι και θερμώς αυτόν ποθήσασι, ως νυμφίον ψυχών ωραιότατον᾽) (στιχηρά εσπερινού). ῾Πυρπολήθηκες, πανσέβαστη, βρέφος ακόμη από τον έρωτα του νυμφίου Χριστού και έτρεξες σαν ελαφίνα που διψάει, στις αιώνιες πηγές᾽(῾Του νυμφίου Χριστού έρωτι, παναοίδιμε, από βρέφους, σεμνή, πυρποληθείσα, έδραμες δορκάς ως διψώσα πηγαίς αειρύτοις᾽) (οίκος κοντακίου). Ο υμνογράφος, βλέποντας το πλήθος των ανθρώπων που πίστευαν στον Χριστό λόγω της καρτερίας της αγίας στα βάσανα που περνούσε και λόγω των υπερλίαν θαυμαστών που γίνονταν στη ζωή της, δεν μπορεί παρά να επισημάνει έκθαμβος ότι τελικά η καρτερία της αυτή, αποτέλεσμα της χάρης του Θεού που ενίσχυε το ανδρειωμένο φρόνημά της (βλ. π.χ. ωδή δ´), ήταν εκείνη που κατεξευτέλισε όλους τους πιστούς της ματαιότητας και της αθεΐας. Με άλλα λόγια, όταν και ο μεγαλύτερος άθεος και υβριστής της πίστης προσκρούσει στον ογκόλιθο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό και της χάριν Αυτού θυσίας της ζωής, καταπίπτει και εξευτελίζεται ως προς την δική του μάταια πίστη. Ό,τι συνέβη δηλαδή με τους εχθρούς της πίστης μπροστά στην Εσταυρωμένη Αγάπη, τον Ίδιο τον Κύριο: κατέπεσαν και χάθηκαν, το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και μπροστά στους αγίους: χάνονται και καταπίπτουν, έστω κι αν προσωρινά φαίνονται να κυριαρχούν. Διότι ο λόγος της Γραφής είναι αψευδής και αιώνιος: ῾Αύτη η πίστις η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών᾽. ῾Η καρτερία σου στα βάσανα, Ειρήνη στεφανηφόρε, ξεφτέλισε αυτούς που πίστευαν στη ματαιότητα και την αθεΐα᾽(῾Η ση εν βασάνοις καρτερία, Ειρήνη στεανηφόρε, κατεγέλασε των της ματαιότητος και της αθεότητος αντεχομένων᾽) (ωδή η´).

Πηγή:www.pgdorbas.blogspot.com

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΔΑ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Η περιγραφή του θαύματος του παραλύτου της Βηθεσδά έχει και μερικές άλλου είδους λεπτομέρειες. Το μεγαλείο του θαύματος εδώ έγκειται στο ότι το έργο Του ο Θεός δεν το κάνει με έναν άγγελο, αλλά το κάνει ο Ίδιος δια του Θεανθρώπου Ιησού. Αυτός θεραπεύει τον παραλυτικό. Αυτός τον πλησιάζει και στο θαύμα Του δεν χρειάζεται η τεταμένη προσοχή να παρατηρήσει κανείς τα σημάδια της αγγελικής καθόδου και της ταραχής του ύδατος, προκειμένου να μπορέσει να προλάβει. Στην περίπτωσή μας, η προσοχή είναι του Χριστού: «τούτον ιδών ο Ιησούς», τον είδε ο Κύριος πριν καλά –καλά εκείνος Τον καταλάβει. Μάλιστα, όταν ο παράλυτος πήγε μετά τη θεραπεία του στον Ναό κι εκεί τον προκαλούσαν οι σκληρόκαρδοι Ιουδαίοι, εκείνος ομολογούσε ότι «ούκ ήδει τις εστίν» (στ. 13), δεν ήξερε ποιός ήταν αυτός ο οποίος τον έκανε καλά. Τότε, λέει ο Ευαγγελιστής, παρουσιάστηκε ο Κύριος, τον πλησίασε και του φανερώθηκε. Και ο άνθρωπος αυτός επανήλθε στους Ιουδαίους και ομολόγησε ότι «Ιησούς εστίν ο ποιήσας αυτόν υγιή» (στ. 15) Υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο. Ο παράλυτος δεν χρειάστηκε άνθρωπο να τον σπρώξει, δεν χρειάστηκε να συρθεί, αλλά ο Κύριος τον θεραπεύει με έναν λόγο, μια απλή ερώτηση, που έχει προφανή απάντηση. Τον ρωτά αν θέλει να γίνει καλά. Και αυτός – τί παράξενο! – δεν Του λέει «θέλω», αλλά κάνοντας μια σειρά λαθών αποκρίνεται: «Κύριε, άνθρωπον ούκ έχω». Πήγαινε δηλαδή για να θεραπευτεί, έχοντας απογοητευτεί από τον άγγελο, προφανώς μη έχοντας καμία ελπίδα θεραπείας από τον Θεό. Η μόνη του ελπίδα ήταν να βρει έναν άνθρωπο για να τον σπρώξει, «ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν» (στ. 7) Το πρώτο του λάθος ήταν ότι δεν απάντησε όπως ένοιωθε, «ναι, Κύριε, θέλω», αλλά έδωσε εξηγήσεις. Το δεύτερο λάθος ήταν ότι πήγαινε στον τόπο της θεραπείας και προσδοκούσε θαύμα χωρίς να προσδοκά τον Θεό. Την θεραπεία δεν την ήθελε προφανώς από τον Θεό, ίσως δεν την πίστευε. Το τρίτο ήταν ότι έδειξε και μια φιλαυτία, «ενώ δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει» (στ. 7), ενώ εγώ πλησιάζω δυστυχώς με προλαβαίνει κάποιος άλλος και εκείνος θεραπεύεται. Ίσως είναι μια δικαιολογημένη φιλαυτία, μια φυσική φιλαυτία, είναι πάντως φιλαυτία και όχι ανωτερότητα. Θέλω εγώ να γίνω καλά, ο εαυτός μου με ενδιαφέρει. Και δυστυχώς με προλαβαίνουν οι άλλοι και γίνονται αυτοί καλά και όχι εγώ. Έτσι μεταφράζεται αυτό που είπε. Θα περίμενε κανείς να τον επιπλήξει κάπως ο Χριστός για όλα αυτά, αλλά δεν το κάνει. Και δεν κάνει ούτε ένα σχόλιο, ούτε προσπαθεί να τον αφυπνίσει. Απλά, τον προτρέπει να σηκωθεί, να πάρει το κρεβάτι του και να περπατήσει. Και τον αφήνει και φεύγει. Ο Κύριος θεραπεύει χωρίς να αφήσει ίχνη της ταυτότητός Του, χωρίς να ταράξει με το πομπώδες όνομά Του. Γι’ αυτό και παρέμεινε άγνωστος στον ευεργετημένο παράλυτο. Δεν τον τάραξε με τον λόγο και τη νουθεσία Του. Δεν τον αναστάτωσε με την προτροπή της αλλαγής της ζωή του. Αλλά και κάτι ακόμη˙ δεν του κάνει μισή τη θεραπεία, ώστε το υπόλοιπο μισό να διαμαρτύρεται και να του δημιουργεί ανειρήνευτη κατάσταση. Δεν του θεραπεύει μόνο το σώμα, αλλά μετά από λίγο τον βρίσκει στον Ναό και του κάνει και τη θεραπεία της ψυχής. «Μηκέτι αμάρτανε», από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, «ίνα μη χείρόν σοι τι γένηται» ( στ. 14), για να μη σου συμβεί τίποτε χειρότερο, εξυπονοών ότι η πηγή της παραλυσίας και του δράματός του ήταν η κατάσταση της αμαρτίας του. Ο Κύριος δεν βιάζεται να τα κάνει όλα μαζί και στον ίδιο τόπο, αλλά του θεραπεύει πρώτα το σώμα, μετά του θεραπεύει την ψυχή˙ στην αρχή στον τόπο του δράματός του, και έπειτα στον τόπο της λατρείας, στον Ναό. Το Ευαγγέλιο αυτό δεν αποτελεί μια υπόμνηση ενός θαύματος μόνο, αλλά αποτελεί μια αφορμή αφύπνισης για όλους μας. Όλοι βρισκόμαστε παράλυτοι με πνευματική τύφλωση, με αναπηρία, με χωλότητα, με ξηρότητα, με αδυναμία στα πόδια, με ανεπάρκεια στα χέρια, ξεγελασμένοι από τον ορθολογισμό μας, γύρω από μια κολυμβήθρα, την κολυμβήθρα των δακρύων και των χαμένων ελπίδων αυτής της ζωής. Η Εκκλησία προσπαθεί να επαναπροσανατολίσει την καρδιά μας από τη νοοτροπία των σταγόνων του θεϊκού ελέους της Παλαιάς Διαθήκης προς τον ωκεανό της αγάπης του Θεανθρώπου. Εκ του βιβλίου «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009. Πηγή:www.iereasanatolikisekklisias.blogspot.com

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ TON ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗ.

O ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΠΕΡΙ ΖΗΛΙΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΗΣ


Μακριά απότη Ζήλια. Τον κατατρώγει τον άνθρωπο. Όλα γίνονται στο φθονερό άνθρωπο. Εγώ τα έζησα. Οι άνθρωποι με είχαν για καλό και ερχόντουσαν πολλοί για να εξομολογηθούν. Και μου τα έλεγαν με ειλικρίνεια.Μακριά από αυτά τα γυναικίστικα παράπονα. Το Χριστό, μωρέ, το Χριστό να αγαπήσουμε με πάθος, με θείο έρωτα.Ευτυχισμένος ο μοναχός που έμαθε να αγαπάει όλους μυστικά. Δεν ζητά από τους άλλους αγάπη, ούτε τον νοιάζει να τον αγαπούν.Εσύ αγάπα όλους, και προσεύχου μυστικά μέσα σου. Ξέχυνε την αγάπη σου προς όλους.
Και θα έλθει ώρα που θα αγαπάς αβίαστα. Και θα νιώθεις, ότι όλοι σ’ αγαπούν. Ένα κοσμικό τραγούδι λέει:«Μη μου ζητάς να σ’ αγαπώ.Η αγάπη δεν ζητιέται.
Μέσα στα φύλλα της καρδιάς μονάχη της γεννιέται».Πάρ’ το πνευματικά.
Εσύ σκόρπα φυσικά, από την καρδιά σου, την αγάπη του Χριστού.Μερικοί μοναχοί, ιδίως γυναίκες, λένε:- Μ’ αγαπάς;- Γιατί δεν μ’ αγαπάς;Πω πω! Πόσο μακριά είναι από την αγάπη του Χριστού!Φτώχεια, πνευματική φτώχεια.Μη σε νοιάζει αν σ’ αγαπούν. Εσύ μόνο ξεχείλιζε από αγάπη Χριστού προς όλους. Και τότε μυστικά έρχεται μια μεταβολή, μια αλλαγή σ’ όλο το σύνολο. Αυτό που σου λέω είναι η καλύτερη ιεραποστολή. Εφάρμοσέ το και τηλεφώνησέ μου τα αποτελέσματα».


Πηγή: Γέροντος Προφυρλίου Ιερομάχου, Ανθολόγιο Συμβουλών, Εκδόσεις Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μηλεσί Αττικής.


ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: "ΓΥΡΙΣΤΕ ΤΟ "ΔΙΑΚΟΠΤΗ" ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ..."


“Ο άνθρωπος ζητάει στον ουρανό τη χαρά και την ευτυχία. Ζητάει το αιώνιο μακριά απ΄όλους κι απ΄όλα, ζητάει να βρει τη χαρά στον Θεό. Ο Θεός είναι μυστήριο. Είναι σιωπή, είναι άπειρος, είναι το πάν. Την τάση της ψυχής για τον ουρανό την έχει όλος ο κόσμος, όλοι ζητάνε κάτι το ουράνιο. Σ΄Αυτόν στρέφονται όλα τα όντα, έστω και ασυνειδήτως.
Σ΄Αυτόν να στρέφετε διαρκώς το νου σας. Αγαπήστε την προσευχή, την κουβέντα με τον Κύριο. Το πάν είναι η αγάπη, ο έρωτας με τον Κύριο, τον Νυμφίο Χριστό. Γίνετε άξιοι της αγάπης του Χριστού. Για να μη ζείτε στο σκοτάδι, γυρίστε το διακόπτη της προσευχής, ώστε να έλθει το Θείο φως στην ψυχή σας. Στο βάθος του είναι σας θα φανεί ο Χριστός. Εκεί, στο βάθος, είναι η Βασιλεία του Θεού. "Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν".
Η προσευχή γίνεται μόνο με το Άγιον Πνεύμα. Αυτό διδάσκει την ψυχή πώς να προσεύχεται. "Το γάρ τι προσευξόμεθα καθ΄ό δεί ούκ οίδαμεν, αλλ΄αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις". Εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε καμιά προσπάθεια. Ν΄απευθυνόμαστε στον Θεό, με ύφος ταπεινού δούλου, με φωνή παρακλητική και ικετευτική. Τότε η προσευχή μας είναι ευάρεστη στο Θεό. Να στεκόμαστε με ευλάβεια ενώπιον του Εσταυρωμένου και να λέμε: "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Αυτό τα λέει όλα. Όταν κινηθεί για προσευχή ο νους του ανθρώπου, στο δευτερόλεπτο του δευτερολέπτου έρχεται η Θεία χάρις. Τότε ο άνθρωπος γίνεται χαριτωμένος και βλέπει με άλλα μάτια τα πάντα. Το παν είναι ν΄αγαπήσουμε τον Χριστό, την προσευχή, τη μελέτη. Παίρνουμε ένα εκατομμύριο και το κόβουμε κομματάκια. Του ανθρώπου η προσπάθεια είναι το ένα εκατομμυριοστό.
Πριν από την προσευχή η ψυχή πρέπει να προετοιμάζεται με προσευχή. Προσευχή για την προσευχή. Ακούστε τι εύχεται ο ιερέας μυστικά, την ώρα που διαβάζεται ο Απόστολος κατά την Θεία Λειτουργία:
"Έλαμψον εν ταις καρδίαις ημών φιλάνθρωπε Δέσποτα το της Σης Θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών διάνοιξον οφθαλμούς εις την των ευαγγελικών Σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ένθες ημίν τον των μακαρίων Σου εντολών φόβον, ίνα τάς σαρκικάς επιθυμίας πάσας καταπατήσαντες πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τα προς ευαρέστησιν την σην και φρονούντες και πράττοντες. Συ γαρ ο φωτισμός των ψυχών και των σωμάτων ημών, Χριστέ ο Θεός, και Σοί την δόξαν αναπέμπομεν συν τω ανάρχω Σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων".
Στην προσευχή μπαίνουμε χωρίς να το καταλάβουμε. Χρειάζεται να βρεθούμε και σε κατάλληλο κλίμα. Η αναστροφή με τον Χριστό, η συζήτηση, η μελέτη, η ψαλτική, το καντηλάκι, το θυμίαμα, γίνονται το κατάλληλο κλίμα, ώστε όλα να γίνουν απλά, "εν απλότητι καρδίας". Διαβάζοντας τις ψαλμωδίες, τις ακολουθίες, με έρωτα, χωρίς να το καταλάβουμε γινόμαστε άγιοι. Ευφραινόμαστε με τα Θεία λόγια. Αυτή η ευφροσύνη, αυτή η χαρά είναι η δική μας προσπάθεια, για να μπούμε εύκολα στην ατμόσφαιρα της προσευχής, η προθέρμανση, όπως λέμε. Μπορούμε και να φέρνουμε στο νου μας ωραίες εικόνες από τοπία που είδαμε. Αυτή η προσπάθεια είναι απαλή, αναίμακτη. Αλλά μην ξεχνάμε αυτό που είπε ο Κύριος: "Χωρίς εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν".
Ο ίδιος ο Κύριος θα μας διδάξει την προσευχή. Δεν θα τη μάθουμε μόνοι μας, ούτε άλλος κανείς θα μας τη μάθει. Μη λέμε, "έκανα τόσες μετάνοιες, εξασφάλισα τώρα την χάρι", αλλά να ζητούμε να λάμψει εντός μας το ακήρατον φως της θείας γνώσεως και να ανοίξει τα πνευματικά μας μάτια, για να κατανοήσουμε τα θεία Του λόγια.
Με τον τρόπο αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, αγαπάμε τον Θεό χωρίς σφιξίματα, προσπάθεια κι αγώνα. Αυτά που είναι δύσκολα στους ανθρώπους, για τον Θεό είναι πολύ εύκολα. Τον Θεό θα Τον αγαπήσουμε ξαφνικά, όταν η χάρις θα μας επισκιάσει.
Αν αγαπήσουμε πολύ τον Χριστό, η ευχή θα λέγεται μόνη της. Ο Χριστός θα είναι συνεχώς στο μυαλό μας και στην καρδιά μας.


Πηγή: Εκ του βιβλίου “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ” Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου.


ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: "Ο ΘΕΟΣ ΠΡΟΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΠΡΟΟΡΙΖΕΙ"


Είναι ασύλληπτη η γνώση του Θεού απ’ το δικό μας νου. Είναι άπειρη, περιλαμβάνει όλα τα όντα, ορατά και αόρατα, έσχατα και αρχαία. Τα γνωρίζει ο Θεός όλα με ακρίβεια, σε όλο το βάθος και το πλάτος τους. Ο Κύριος γνωρίζει εμάς, πριν γνωρίσομε εμείς τον εαυτό μας. Γνωρίζει τις διαθέσεις μας και την παραμικρή μας σκέψη, τους λογισμούς, τις αποφάσεις μας, πριν να τις πάρομε. Αλλά και προ της συλλήψεώς μας και προ καταβολής κόσμου μας γνώριζε καλά. Γιαυτό ο Δαβίδ θαυμάζει και φωνάζει: (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
«Κύριε, εδοκίμασάς με και έγνως με …»
Το Πνεύμα το Άγιον εισχωρεί παντού. Γιαυτό εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώση του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον.
Του τα φανερώνει το Άγιον Πνεύμα. Τίποτα δεν είναι άγνωστο στον Θεό απ’ τις πράξεις μας, αλλά γράφονται όλα. Γράφονται κι όμως δεν γράφονται. Γεννιούνται και υπάρχου, αλλά δεν γεννιούνται. Αυτό που ξέρετε εσείς τώρα, το ξέρει ο Θεός προ καταβολής κόσμου. Σας θυμίζω αυτό που λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στην Ευχή προ της Θείας Μεταλήψεως.
Ακούστε: «Το μεν ακατέργαστόν μου έγνωσαν οι οφθαλμοί Σου· επί το βιβλίον δε Σου και τα μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει». (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Αυτά τα λόγια κάποιοι τα παρεξηγούν και τα μπερδεύουν. «Αφού ο Θεός τα έχει όλα γραμμένα, έχομε μοίρα, λένε, έχομε τύχη, έχομε πεπρωμένο. Άρα ήταν γραμμένο και πεπρωμένο να κάνεις, για παράδειγμα, φόνο· σε είχε προορίσει γι’ αυτό ο Θεός». Θα μου πεις:
«Αν είναι γραμμένο ότι εγώ επρόκειτο να σκοτώσω εσένα, είμαι εγώ υπεύθυνος ή ανεύθυνος; Αφού και τα «μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει», γιατί να είμαστε υπεύθυνοι οι άνθρωποι; Τώρα πες μου εσύ, που λέεις ότι ο Θεός είναι αγαθός, γιατί το έγραφε και δεν με απέτρεπε να το κάνω;».
Εδώ είναι το μυστήριο. Ο Θεός εν τη παντοδυναμία Του και παγγνωσία Του γνωρίζει τα πάντα, και τα μέλλοντα να συμβούν, αλλά δεν είναι Εκείνος υπαίτιος για το κακό. Ο Θεός προγνωρίζει αλλά δεν προορίζει. Για τον Θεό δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όλα είναι γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιόν Του. Πως το λέει ο απόστολος Παύλος;
«Πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Ως παντογνώστης γνωρίζει και το αγαθό και το κακό. Συνεργάζεται με το αγαθό ως φύσει αγαθός και είναι ξένος του κακού. Αφού είναι ξένος του κακού, πώς είναι δυνατόν να μας προορίζει γι’ αυτό;
Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα καλά λίαν και έδωσε σε όλα αγαθό άγιο προορισμό.
Το κακό είναι πρόβλημα, το οποίο η θρησκεία μας το εξηγεί μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο, που καλύτερος δεν υπάρχει. Η εξήγηση που του δίνει είναι η εξής: Το κακό υπάρχει και προέρχεται απ’ τον διάβολο. Μέσα μας έχομε και το κακό πνεύμα και το αγαθό πνεύμα και μάχονται αλλήλους. «Ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει· ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Μέσα μας δηλαδή γίνεται πάλη μεταξύ καλού και κακού. Σ’ αυτήν όμως την πάλη ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ν’
αποφασίσει τι θα διαλέξει. Άρα δεν είναι ο Θεός που προορίζει κι αποφασίζει αλλά η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Πηγή: Εκ του βιβλίου “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ” Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου.


ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΣΚΟΡΠΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΑΣ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΩΣ.
«Ας σκορπίζομε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για τη στάση τους. Όταν έλθει μέσα μας η χάρις του Θεού, δεν θα ενδιαφερόμαστε αν μας αγαπάνε ή όχι, αν μας μιλάνε με καλοσύνη.
Θα νιώθομε την ανάγκη εμείς να τους αγαπάμε όλους.
Είναι εγωισμός να θέλομε οι άλλοι να μας μιλάνε με καλοσύνη. Ας μη μας στενοχωρεί το αντίθετο.
Ας αφήσομε τους άλλους να μας μιλάνε όπως αισθάνονται.
Ας μη ζητιανεύομε την αγάπη. Επιδίωξή μας να είναι ν’ αγαπάμε και να προσευχόμαστε με όλη μας την ψυχή για κείνους.
Τότε θα προσέξομε ότι όλοι θα μας αγαπάνε χωρίς να το επιδιώκομε, χωρίς καθόλου να ζητιανεύομε την αγάπη τους.
Θα μας αγαπάνε ελεύθερα και ειλικρινά από τα βάθη της καρδιάς τους χωρίς να τους εκβιάζομε. Όταν αγαπάμε χωρίς να επιδιώκομε να μας αγαπάνε, θα μαζεύονται όλοι κοντά μας σαν τις μέλισσες. Αυτό ισχύει για όλους μας».
Πηγή: Εκ του βιβλίου “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ” Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου.


ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Ν΄ ΑΓΑΠΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΝΑΣ.


Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής


Η ψυχή του χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή.


Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάς. Ν’ αγαπάς και να πονάς. Να πονάς γι’ αυτόν που αγαπάς. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύχτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δε λογαριάζει τίποτα, ούτε απειλές, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς το Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο.


Και όταν λέμε αγάπη, δεν είναι οι αρετές που θ’ αποκτήσουμε αλλά η αγαπώσα καρδιά προς το Χριστό και τους άλλους. Το καθετί εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μια μητέρα να έχει το παιδάκι της στην αγκαλιά, να το φιλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει το αγγελούδι της; Όλ’ αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει: “Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στο Θεό μου, στο Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!”. Να, έτσι πρέπει ν’ αγαπήσουμε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλεις και το αποκτάς με την χάρι του Θεού.


Εμείς, όμως, έχουμε φλόγα για το Χριστό; Τρέχουμε, όταν είμαστε κατάκοποι, να ξεκουρασθούμε στην προσευχή, στον Αγαπημένο ή το κάνουμε αγγάρια και λέμε: “Ω, τώρα έχω να κάνω προσευχή και κανόνα…”; Τι λείπει και νιώθουμε έτσι; Λείπει ο θείος έρως. Δεν έχει αξία να γίνεται μια τέτοια προσευχή. Ίσως μάλιστα κάνει και κακό.
Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός “χοντρές” ψυχές δε θέλει κοντά Του. Η ψυχή πρέπει να συνέλθει πάλι, για να γίνει άξια του Χριστού, να μετανοήσει “έως εβδομηκοντάκις επτά”. Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Όχι να λες, “πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος” κ.λπ., αλλά μπορείς να λες, “θυμάμαι κι εγώ τις μέρες τις αργές, που δε ζούσα κοντά στο Θεό…”. Και στη δική μου τη ζωή κάπου θα υπάρχουν άδειες μέρες. Ήμουνα δώδεκα χρονών, που έφυγα για το Άγιον Όρος. Δεν ήταν αυτά χρόνια; Μπορεί βέβαια να ήμουν μικρό παιδί, αλλά έζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεού. Τόσα πολλά χρόνια!…


Ακούστε τι λέει ο Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στο βιβλίο του Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν :


“ Κάθε εργασία σωματική και πνευματική, η οποία δεν έχει πόνο ή κόπο, ουδέποτε καρποφορεί γι’ αυτό που την καταπιάνεται. Επειδή η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και “βιασταί αρπάζουσιν αυτήν”, και λέγοντας βία εννοεί τη συνεχή επίπονη άσκηση του σώματος”.


Όταν αγαπήσεις το Χριστό, κάνεις κόπο, αλλά ευλογημένο κόπο. Υποφέρεις, αλλά με χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αυτά είναι πόθος, θείος πόθος. Και πόνος και πόθος και έρωτας και λαχτάρα και αγαλλίαση και χαρά και αγάπη. Οι μετάνοιες, η αγρυπνία, η νηστεία είναι κόπος, που γίνεται για τον Αγαπημένο. Κόπος, για να ζεις τον Χριστό. Αλλ’ αυτός ο κόπος δε γίνεται αναγκαστικά, δεν αγανακτείς. Ό,τι κάνεις αγγάρια, δημιουργεί μεγάλο κακό και στο είναι σου και στην εργασία σου. Το σφίξιμο, το σπρώξιμο φέρνει αντίδραση. Ο κόπος για το Χριστό, ο πόθος ο αληθινός είναι Χριστού αγάπη, είναι θυσία, είναι ανάλυση. Αυτό ένιωθε και ο Δαβίδ: “Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου”. Ποθεί με λαχτάρα και λιώνει η ψυχή μου απ’ την αγάπη του Θεού. Αυτό του Δαβίδ ταιριάζει με το στίχο του Βερίτη που μ’ αρέσει:


“ Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω,/ως να φθάσει κι η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω”.


Χρειάζεται προσοχή και προσπάθεια, για να κατανοεί κανείς αυτά που μελετάει και να τα ενστερνίζεται. Αυτός είναι ο κόπος που θα κάνει ο άνθρωπος. Στην κατάνυξη, στη ζέση, στα δάκρυα θα μπει μετά χωρίς να κοπιάσει. Αυτά ακολουθούν, είναι δώρα Θεού. Ο έρωτας θέλει προσπάθεια; Με την κατανόηση των τροπαρίων και κανόνων και των Γραφών έλκεσαι ευφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στην αλήθεια ευφραινόμενος. “Έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου”, όπως λέει ο Δαβίδ. Έτσι αυθόρμητα μπαίνεις στην κατάνυξη, αναίμακτα. Καταλάβατε;


Εγώ ο καημένος επιθυμώ ν’ ακούω τα λόγια των Πατέρων, των ασκητών, τα λόγια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτά θέλω να εντρυφώ. Αυτά καλλιεργούν το θείο έρωτα. Τα επιθυμώ και προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ. Αρρώστησα και “το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής”. Δεν μπορώ να κάνω μετάνοιες. Τίποτα. Επιθυμώ, έχω ζήλο και έρωτα να είμαι στο Άγιον Όρος και να κάνω μετάνοιες, να προσεύχομαι, να λειτουργώ και να είμαι μ’ έναν ακόμη ασκητή. Είναι καλύτερο να είναι δύο. Το είπε ο ίδιος ο Χριστός: “Ού γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών”.


Πηγή: Εκ του βιβλίου “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ” Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου.


ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ


Να βλέπομε τον Θεό στο πρόσωπο των παιδιών και να δώσομε την αγάπη του Θεού στα παιδιά. Να μάθουν και τα παιδιά να προσεύχονται. Για να προσεύχονται τα παιδιά, πρέπει να έχουν αίμα προσευχομένων γονέων. Εδώ πέφτουν έξω μερικοί και λένε: «Εφόσον οι γονείς προσεύχονται, είναι ευσεβείς, μελετούν την Αγία Γραφή και τα παιδιά τα ανάθρεψαν “έν παιδεία και νουθεσία Κυρίου” (Εφ. 6,4). επόμενο είναι να γίνουν καλά παιδιά». Ορίστε. όμως, που βλέπομε αντίθετα αποτελέσματα λόγω της καταπιέσεως. Δεν είναι αρκετό να είναι οι γονείς ευσεβείς. Πρέπει να μην καταπιέζουν τα παιδιά, για να τα κάνουν καλά με τη βία. Είναι δυνατό να διώξομε τα παιδιά απ’τον Χριστό, όταν ακολουθούμε τα της θρησκείας με εγωισμό. Τα παιδιά δεν θέλουν καταπίεση. Μην τα εξαναγκάζετε να σας ακολουθήσουν στην εκκλησία. Μπορείτε να πείτε: «Όποιος θέλει, μπορεί να έλθει τώρα μαζί μου ή αργότερα». Αφήστε να μιλήσει στις ψυχές τους ο Θεός. Η αιτία που μερικών ευσεβών γονέων τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν, γίνονται ατίθασα κι αφήνουν και την Εκκλησία κι όλα και τρέχουν αλλού να ικανοποιηθούν είναι αυτή η καταπίεση που τους ασκούν οι «καλοί» γονείς. Οι τάχα «ευσεβείς» γονείς, που είχαν τη φροντίδα να κάνουν τα παιδιά τους «καλούς χριστιανούς», μ’ αυτή την αγάπη τους, την ανθρώπινη, τα καταπίεσαν κι έγινε το αντίθετο. Πιέζονται, δηλαδή, όταν είναι μικρά τα παιδιά κι όταν γίνουν δεκαέξι χρονών δεκαεφτά ή δεκαοχτώ, φθάνουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αρχίζουν από αντίδραση να πηγαίνουν με παλιοπαρέες και να λένε παλιόλογα.
Ενώ, όταν αναπτύσσονται μέσα στην ελευθερία, βλέποντας συγχρόνως το καλό παράδειγμα των μεγάλων, χαιρόμαστε να τα βλέπομε. Αυτό είναι το μυστικό, να είσαι καλός, να είσαι άγιος, για να εμπνέεις, να ακτινοβολείς. Η ζωή των παιδιών φαίνεται να επηρεάζεται απ’ την ακτινοβολία των γονέων. Επιμένουν οι γονείς: «Άντε να εξομολογηθείς, άντε να μεταλάβεις, άντε να κάνεις εκείνο…», τίποτα δεν γίνεται. Ενώ βλέπει εσένανε. Αυτό που ζεις, αυτό και ακτινοβολείς. Ακτινοβολεί ο Χριστός μέσα σου; Αυτό πηγαίνει στο παιδί σου. Εκεί βρίσκεται το μυστικό. Κι αν γίνει αυτό, όταν το παιδί είναι μικρό στην ηλικία, δεν θα χρειασθεί να κοπιάσει πολύ όταν μεγαλώσει. Πάνω σε αυτό το θέμα ακριβώς ο σοφός Σολομών χρησιμοποιεί μια ωραιότατη εικόνα, τονίζοντας τη σημασία που έχει το καλό ξεκίνημα, η καλή αρχή, το καλό θεμέλιο. Λέγει σ’ ένα σημείο: «Ο ορθρίσας προς αυτήν (την σοφίαν) ου κοπιάσει πάρεδρον γαρ ευρήσει των πυλών αυτού» (Σοφ. Σολ. 6, 14). Ο «όρθρος προς αυτήν» είναι η από νεαρά ηλικία, απασχόλησις με αυτή, τη σοφία. Σοφία είναι ο Χριστός. Η λέξη «πάρεδρος» σημαίνει «βρίσκεται πλησίον», όταν οι γονείς είναι άγιοι και το μεταδώσουν αυτό στο παιδί και του δώσουν αγωγή εν Κυρίω, τότε το παιδί, ό,τι επιδράσεις κακές κι αν έχει απ’ το περιβάλλον του, δεν επηρεάζεται, διότι έξω απ’ την πόρτα του θα βρίσκεται η Σοφία, ο Χριστός. Δεν θα κοπιάσει, για να την αποκτήσει. Φαίνεται πολύ δύσκολο να γίνεις καλός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ εύκολο, όταν από μικρός ξεκινήσεις με καλά βιώματα. Μεγαλώνοντας δεν χρειάζεται κόπος, το έχεις μέσα σου το καλό, το ζεις. Δεν κοπιάζεις, το έχεις ζήσει, είναι περιουσία σου, που τη διατηρείς, αν προσέξεις, σε όλη σου τη ζωή.
Με τήν προσευχή και την αγιοσύνη μπορείτε να βοηθήσετε και τα παιδιά στο σχολείο.
Αυτό που γίνεται με τους γονείς, μπορεί να γίνει και με τους εκπαιδευτικούς. Με την προσευχή και την αγιοσύνη μπορείτε να βοηθήσετε και τα παιδιά στο σχολείο. Μπορεί να τα επισκιάσει η χάρις του Θεού και να γίνουν καλά. Μην προσπαθείτε με ανθρώπινους τρόπους να διορθώσετε κακές καταστάσεις. Δεν έρχεται κανένα καλό αποτέλεσμα. Μόνο με την προσευχή θα φέρετε αποτέλεσμα. Να επικαλείσθε την θεία χάρι για όλους. Να πάει η θεία χάρις μέσα στην ψυχή τους και να τους αλλοιώσει. Αυτό θα πει χριστιανός.
Εσείς οι εκπαιδευτικοί μυστικά, χωρίς να το καταλαβαίνετε, μεταδίδετε στα παιδιά το άγχος και τα επηρεάζετε. Με την πίστη φεύγει το άγχος. Τί λέμε; «Και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα» Ν’ ανταποκρίνεσθε στην αγάπη των παιδιών με διάκριση. Έτσι άμα σας αγαπήσουν, θα μπορέσετε να τα οδηγήσετε κοντά στον Χριστό. Θα γίνετε εσείς το μέσον. Η αγάπη σας να είναι αληθινή. Να μην τ’ αγαπάτε ανθρώπινα, όπως κάνουν συνήθως οι γονείς· δεν τα βοηθάτε. Αγάπη εν προσευχή, εν Χριστώ αγάπη. Αυτή ωφελεί πραγματικά. Κάθε παιδί που βλέπετε, να προσεύχεσθε γι’ αυτό και ο Θεός θα στέλνει την χάρι Του και θα το ενώνει μαζί Του. Προτού μπείτε στην τάξη, και ειδικά σε δύσκολα τμήματα, να λέτε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ…». Μπαίνοντας ν’ αγκαλιάζετε με το βλέμμα σας όλα τα παιδιά, να προσεύχεσθε και μετά να μιλάτε προσφέροντας όλο σας τον εαυτό. Κάνοντας αυτή την προσφορά εν Χριστώ, θα χαίρεστε. Έτσι θ’ αγιάζεστε κι εσείς και τα παιδιά. Θα ζείτε μέσα στην αγάπη του Χριστού και στην Εκκλησία, διότι θα γίνεσθε καλοί μέσα στην εργασία.
Αν κάποιος μαθητής δημιουργήσει πρόβλημα, κάνετε πρώτα μια γενική παρατήρηση λέγοντας;
-Παιδιά, εδώ ήλθαμε για μάθημα, για σοβαρή δουλειά. Βρίσκομαι κοντά σας, για να σας βοηθήσω. Κι εσείς κουράζεστε, για να πετύχετε στη ζωή. Κι εγώ, που σας αγαπάω πάρα πολύ, κοπιάζω. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, να κάνετε ησυχία, για να πετύχομε το σκοπό μας.
Δεν θα κοιτάζετε αυτόν που παραφέρθηκε. Αν συνεχίσει, απευθύνεστε στον ίδιο όχι με θυμό αλλά σοβαρά και σταθερά. Θα προσέχετε να επιβάλλεσθε στην τάξη, για να μπορείτε να επιδράσετε και στις ψυχές τους. Δεν φταίνε τα παιδιά που είναι δύσκολα. Αυτό οφείλεται στους μεγάλους.
Στα παιδιά να μη λέτε πολλά για τον Χριστό, για τον Θεό, αλλά να προσεύχεσθε στον Θεό για τα παιδιά. Τα λόγια χτυπούν στ’ αυτιά, ενώ η προσευχή πηγαίνει στην καρδιά. Ακούστε ένα μυστικό. Την πρώτη ημέρα που θα μπείτε στην τάξη, να μην κάνετε μάθημα. Να τους μιλήσετε ωραία. Μία-μία τις λέξεις. Να φερθείτε με αγάπη στα παιδιά. Στην αρχή να μην τους μιλήσετε καθόλου περί Θεού , ούτε περί ψυχής. Άλλη φορά αυτά, αργότερα. Την ημέρα, όμως, που θα τους μιλήσετε για τον Θεό, θα προετοιμαστείτε καλά και θα τους πείτε:
-Υπάρχει ένα θέμα, για το οποίο πολλοί αμφιβάλλουν. Είναι το θέμα «Θεός». Τί γνώμη έχετε;
Έπειτα συζήτηση. Άλλη ημέρα το θέμα «ψυχή»:
-Υπάρχει ψυχή;
Έπειτα να μιλήσετε για το κακό από πλευράς φιλοσοφικής. Να τους πείτε ότι έχομε δύο εαυτούς, τον καλό και τον κακό. Πρέπει να καλλιεργήσομε τον καλό. Αυτός θέλει την πρόοδο, την καλοσύνη, την αγάπη. Αυτόν πρέπει να ξυπνήσομε, για να γίνομε άνθρωποι σωστοί στην κοινωνία. Να θυμηθείτε εκείνο: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανά στα, τί καθεύδεις;» (Κοντάκιον Μεγάλου Κανόνος αγ. Ανδρέου Κρήτης). Να μην τους τα πείτε, όμως έτσι, αλλά με άλλα λόγια περίπου έτσι: «Παιδιά, να είστε ξύπνιοι για τη μόρφωση, για το καλό. για την αγάπη. Μόνο η αγάπη τα κάνει όλα όμορφα και γεμίζει η ζωή μας κι αποκτάει νόημα. Ο κακός εαυτός θέλει την τεμπελιά, την αδιαφορία. Αλλ’ αυτό κάνει άνοστη τη ζωή, χωρίς νόημα κι ομορφιά».
Όλα όμως, αυτά θέλουν προετοιμασία. Η αγάπη απαιτεί θυσίες, και πολύ συχνά και θυσία χρόνου. Να δίνετε την πρώτη θέση στην κατάρτιση, για να είστε έτοιμοι να προσφέρετε στα παιδιά. Να είστε έτοιμοι κι όλα να τα λέτε με αγάπη και προπάντων με χαρά. Να τους δείχνετε όλη σας την αγάπη και να ξέρετε τί θέλετε και τί λέτε. Αλλά θέλει και τέχνη πώς θα φερθείτε στα παιδιά. Πάνω σ’ αυτό είχα ακούσει κάτι χαριτωμένο. Προσέξτε το.
Κάποιος δάσκαλος, ευχαριστημένος απ’ όλα τα παιδιά, υπέφερε απ’ τις αταξίες κάποιου μαθητή κι ήθελε να τον αποβάλει απ’ το σχολείο. Εν τω μεταξύ ήλθε νέος δάσκαλος κι ανέλαβε την τάξη. Για τον συγκεκριμένο μαθητή πήρε τις σχετικές πληροφορίες. Ο καινούργιος, μαθαίνοντας για τον μαθητή ότι είχε πάθος για το ποδήλατο, τη δεύτερη ημέρα, όταν μπήκε στην τάξη. είπε:
-Παιδιά, έχω μια στενοχώρια. Κάθομαι μακριά και τα πόδια μου με πονούν να περπατώ και θέλω να χρησιμοποιήσω ποδήλατο, άλλα δεν ξέρω να το κινώ. Ξέρει κανείς να με μάθει;
Πετάγεται, λοιπόν, ο άτακτος.


- Εγώ, λέει, θα σε μάθω!
- Ξέρεις;
- Ναι, ξέρω.
Κι από τότε γίνανε πολύ καλοί φίλοι, μέχρι που στενοχωρήθηκε ο παλιός δάσκαλος, που το έβλεπε. Ένιωσε ότι δεν ήταν άξιος ο ίδιος να επιβληθεί στον μαθητή.
Συμβαίνει πολλές φορές να υπάρχουν στο σχολείο ορφανά παιδιά. Δύσκολο πράγμα η ορφάνια. Όποιος στερήθηκε τους γονείς του, και μάλιστα σε μικρή ηλικία, έγινε δυστυχισμένος στη ζωή. Αν, όμως, απέκτησε πνευματικούς γονείς τον Χριστό και την Παναγία μας, έγινε άγιος. Να φέρεσθε στα ορφανά παιδιά με αγάπη και κατανόηση, αλλά κυρίως να τα συνδέετε με τον Χριστό και με την Εκκλησία.



Πηγή: Εκ του βιβλίου “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ” Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου.