Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Όταν ήμουν μικρός, την παραμονή των Χριστουγέννων ο παππούς μου άνοιγε έναν από τους τόμους του Παπαδιαμάντη, στην έκδοση του Βαλέτα τότε και διάβαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο διήγημα. Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε.Καθώς έρχεται η παραμονή των Χριστουγέννων, σκέφτηκα ν’ ανεβάσω κι εγώ ένα παπαδιαμαντικό χριστουγεννιάτικο, όμως τα περισσότερα ήδη υπάρχουν στο Διαδίκτυο, οπότε ανεβάζω ένα χριστουγεννιάτικο όχι του Παπαδιαμάντη αλλά “για τον Παπαδιαμάντη” -του Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης σαν ήταν νέος είχε γνωρίσει τον Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή -την πρώτη μάλιστα φορά, πριν συστηθούν, ο Βάρναλης είχε φωναχτά διαμαρτυρηθεί στο καφενείο για τις αλλεπαλληλες γενικές ενός άρθρου της εφημερίδας (“όλο γκέων, γκέων, γκέων”), με τρόπο που είχε εξοργίσει τον Παπαδιαμάντη. Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Πήρα το κείμενο από την έκδοση του Κέδρου «Πεζός Λόγος» κι έβγαλα τα αλεξαντριανά σημαδάκια. Αγνοώ αν το «Καλοκαιρής» (το παπαδιαμαντικώς σωστό είναι Καλοσκαιρής) είναι λάθος του τυπογράφου ή αβλεψία τού Βάρναλη.
Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την “Ακρόπολιν” και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, “άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν”, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:– Όρσε, κουβέρνο!Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!

Πηγή:www.sarantakos.wordpress.com

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΠΟΙΗΜΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι, 
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.

Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά, 
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου, 
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.

Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται, 
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.

Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση, 
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΥ

Προχωρημένο μεσημέρι στα περίχωρα μιας Μακεδονικής πόλης και ένας ταλαιπωρημένος διαβάτης που αναζητά απεγνωσμένα το λεωφορείο της γραμμής ως λύτρωση από τη ζέστη, βλέπει (ως από μηχανής Θεό) μια μοναχή παρακείμενης γυναικίας μονής που εργάζεται στα χωράφια. Γεμάτος προσδοκία και ελπίδα για τελειωμό της ταλαιπωρίας του ρωτάει την μοναχή:
 - Αδελφή τι ώρα περνάει το λεωφορείο;
 Και ακούει έκπληκτος την απάντηση:
 - Δι ευχών της Γερόντισσας, στις 3!
 Όσο γέλιο και αν προκαλεί το περιστατικό το θέμα έχει κωμικοτραγικές πνευματικές διαστάσεις και πλέον κατατυραννεί και γελοιοποιεί την Εκκλησία μας.
 Δύο είναι οι χώροι πνευματικής πορείας και ζωής για τους χριστιανούς. Η ενορία και το μοναστήρι. Η ενορία είναι το θεμελιώδες κύτταρο του μυστηριακού σώματος της Εκκλησίας και το μοναστήρι είναι ο θυσιαστικός τόπος και προπαντός τρόπος της αποκλειστικής αγάπης των ανθρώπων για τον Χριστό και την Βασιλεία του.
 Χριστιανός γίνεται ο άνθρωπος αγαπώντας τον Χριστό. Και ο χριστιανός γίνεται μοναχός αγαπώντας αποκλειστικά και μόνον τον Χριστό. Ο πρώτος δρόμος είναι ανθρώπινος και ο δεύτερος θέλει να γίνει αγγελικός. Τον πρώτο δρόμο πρέπει να τον περπατήσουμε όλοι οι χριστιανοί, τον δεύτερο τον αποφασίζουν, απολύτως ελεύθερα, όσοι επέλεξαν να παραιτηθούν και από επιτρεπόμενα, δηλαδή περιουσία, δικές τους επιλογές, οικογένεια. (Το τρίπτυχο της ζωής των μοναχών: υπακοή, παρθενία και ακτημοσύνη).
Όλα τα παραπάνω για τον Χριστό και την Εκκλησία δεν νοούνται παρά μόνον μέσα σε πνεύμα απόλυτης ελευθερίας. Ο Χριστός είναι αλήθεια και ελευθερία. Όποιος αγαπά την αλήθεια και την ελευθερία, είναι του Χριστού (ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιεί, … οὐ μακράν εἶ ἀπό τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ… Μαρκ. 12, 34).
Μέσα σ’ όλα όμως αυτά τα καλά και τα άγια, όπως και παλαιά στον αρχέγονο παράδεισο, εμφιλοχωρεί πολλές φορές ο δαιμονικός συρριγμός της αναίρεσης της ελευθερίας εν ονόματι του… καλού. Και παρουσιάζονται στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή φαινόμενα τραγικά.
 Στην εποχή μας το “γέροντας” έγινε διαδικτυακός τόπος! Δεν είναι αστείο. Πληκτρολογείστε το και θα εκπλαγείτε!
 Έγινε επιδίωξη. Στόχος. Δύο ανόητοι και αμέσως ο ένας γέροντας. Άμφια, επανωκαλύμμαυχα, σταυροί, τυπικά και συνταγολόγια. Νοσηρότητα, ασάφεια στόχων, σύγχυση τρόπου. Γι αὐτό και ο μοναχισμός έχασε τον δραστικό του άρρητο λόγο και έγινε φωνασκίες “περί πάντων καί άλλων τινών”. Θέλετε για τα εκκλησιαστικά θέματα; Θέλετε για το 666; Θέλετε για την παιδεία και την γλώσσα; Θέλετε για τον γάμο; Θέλετε για τα οικονομικά; Για όλα γνώμη. Περί πάντων απόφανσις. Ο πάπας είναι κακό να ισχυρίζεται ότι είναι αλάθητος, σε μας… συμβαίνει!! Αντί της αφάνιας η επιτήδευση και η προβολή. Αντί της απλότητας η άνεση. Αντί της κατάθεσης βιωματικού λόγου, ευσεβή παραμύθια που δεν πείθουν κανέναν, γιατί ο τρόπος κάνει έμφανές το ότι “δεν εννοούν ο,τι λέγουν”.
 Αν η υπόθεση έμενε στα μοναστήρια το κακό θα ήταν λίγο. Όμως έχει απλωθεί και στις ενορίες των πόλεων. Καινοφανή εκδηλώματα νεογεροντισμού από πολλούς κληρικούς-εφημερίους. Νεογεροντισμός με ανάμικτα στοιχεία νεοκαλβινισμού.
 Εφημέριοι που λειτουργούν στις ενορίες τους ως ηγούμενοι σε μοναστήρι! Πνευματικές σχέσεις–σχέσεις εξαρτήσεως. Πρώτη διδασκαλία: είναι αμαρτία να αλλάξεις πνευματικό!! Κατά ανατροπή των λόγων του Χριστού: “μή καί ἡμεῖς θέλετε ὑπάγειν;”. Ιδιαιτέρως οι νέοι (αγόρια, κορίτσια) και οι γυναίκες γίνονται ευκόλως εξηρτημένα άτομα. Παραδίδουν το βάρος της ευθύνης της προσωπικής τους ελευθερίας και αισθάνονται… πανάλαφρα. Βρήκαν λύσεις για όλα (ρωτούν τον γέροντα) και δεν σκοτίζονται ούτε μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν. Ο Γέροντας φυσικά είναι πρόσωπο στο απυρόβλητο. Ένα περιβάλλον γύρω του φτιάχνει ατμόσφαιρα ευσεβούς έξάρτησης. Φημολογούνται (… μόνον σε σένα το λέω…) ευσεβή παραμύθια για την πνευματική κατάσταση του γέροντος. Ο ίδιος ταπεινοσχήμως τα αφίνει να “αιωρούνται”. Ευσεβείς απάτες στηρίζουν τις “ψυχούλες”. Κηρύγματα δυναμικά, κηρύγματα πνευματικά, ακολουθίες ατέλειωτες χτίζουν την φυλακή όλων αυτών των ταλαιπώρων. Ακούνε ώρες κηρυγμάτων ερμηνείας από τον γέροντα, του Ευαγγελίου και των Αποστόλων, ενώ δεν έχουν διαβάσει ποτέ τα Ευαγγέλια. Εμβατεύουν και περιπολούν τα ουράνια, ενώ δεν είναι ικανοί στο εργασιακό η σπουδαστικό τους περιβάλλον να πουν δυό αλατισμένες κουβέντες (που να αφορούν όμως τον σημερινό άνθρωπο) “περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος”.
 Βρέφη υπομάζια ισοβίως. Ένας πνευματικός (γέροντας είπαμε) απαραίτητος για όλη την ζωή. Μόνιμη εξάρτηση. Αν τολμήσεις να ρωτήσεις τον “γέροντα”: μα τι κάνεις; Θα σου απαντήσει ότι τους βοηθά να μη αμαρτάνουν! Μια και αυτό δεν μπορούσε να το κάνει ο Χριστός το αναλαμβάνει ο γέροντας. Διορθώνει τελικώς τον Χριστό που άφισε όλους αυτούς τους αχρείους ελεύθερους. Δεν θέλει να σκεφτεί ότι ένα υποχρεωτικό καλό και μια αναγκαστική ευρρυθμία είναι τα δαιμονικότερα πράγματα στον κόσμο. Δεν θέλει να ακούσει τον Ν. Μπερντιάγιεφ και να αναρωτηθεί: “Είναι άραγε άξιοι και επιθυμητοί από τον Θεό εκείνοι που έρχονται προς Αυτόν όχι από τον δρόμο της ελευθερίας και χωρίς να γνωρίζουν το κακό;”
 Όλα αυτά τα… τερτίπια εν ονόματι της ελευθερίας του Χριστού και του… διαλόγου. Όπου διάλογος νοείται ο φραστικός υπερθεματισμός στα λεχθέντα του… γέροντος τα θεόσοφα και πανευλαβή. Θεωριτική αποδοχή του διαλόγου και “ατμοσφαιρική” “διδασκαλία” στη νοοτροπία άκριτης συμφωνίας. Ρυμούλκησις μυαλών και συνειδήσεων σε μία, ως από Θεού, επιβεβλημένη ενιαία πορεία! Η πολυπλοκότητα και το διάφορο του χαρακτήρος των Αποστόλων δεν μας συνετίζει. Η ποικιλία των χαρισμάτων μας ενοχλεί. Το “πολύχρωμο” (δηλαδή η πολλαπλότητα του τρόπου) της ζωής των αγίων δεν μας διδάσκει.
 Ορθόδοξοι κληρικοί διαμαρτύρονται για την διδασκαλία των καθολικών και κάνουν “αγώνα” ενάντια στον πάπα (!), ενώ εγκολπώνονται αυτά που και οι καθολικοί πλέον έχουν απορρίψει.
 Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Όχι απαντούν και συγχρόνως διηγούνται τερατολογικά θαύματα (η Παναγία ράπτρια… σφαγμένου!!!) που αλλοιώνουν τα κριτήρια και αναγκάζουν τους ανθρώπους να… καταπίνουν τερατολογίες και να… πείθονται για την… ύπαρξη του Θεού! Δημιουργία φοβικής σχέσης που για να σιγουρευτεί πολύ θα ήθελε, έστω κατά διαστήματα αν όχι συνεχώς, να δείχνει ο διάβολος τα κέρατά του, προκειμένου να απαλλαγεί αυτός ο ταλαίπωρος από το άγχος των αμφιβολιών.
 Οι παρεμβάσεις του Θεού στην Γραφή (θαύματα) “διαβάζονται” ως αναλογικά προηγούμενα, αφού ποτέ δεν άκουσαν τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο να βροντοφωνάζει ότι η δια των θαυμάτων πορεία προς τον Θεό είναι πορεία των νηπίων και τώρα που ο Χριστός ήρθε και έγινε άνθρωπος μόνη η πίστη της αυτοπροαίρετης παράδοσης στα χέρια Του είναι ο δρόμος προς Αυτόν (χωρίο Χρυσοστόμου).
 Ο Χριστός μετά την Ανάσταση, στηρίζοντας τον Πέτρο στην σχέση μαζί Του κατακλείει λέγοντας “καί σύ ποτέ ἐπιστρέψας, στήριξον τούς ἀδελφούς σου”. Αυτό αντί να είναι στόχος και σκοπός κάθε πνευματικής καθοδήγησης, έχει ανατραπεί και οι σύγχρονοι γέροντες παιδαγωγούν τους χριστιανούς σε μόνιμη σχέση-εξάρτηση. Χωρίς “Ανάληψη”! Χωρίς χωρισμούς. Σε μόνιμο ύπνο παρά τους πόδας… Γαμαλιήλ! Και έτσι καταντάμε μια… υπνώτουσα Εκκλησία. Χωρίς τον δυναμισμό της απορίας και της αντίρρησης. Χωρίς τον Θωμά. Μόνο με… τις μαθήτριες! Χωρίς προσωπικότητες, αφού ισοπεδόθηκαν για “πνευματικούς λόγους” από τους γέροντες. Χωρίς το “τσούξιμο” του αλατιού! Πνευματικό χαμομήλι για να μη βαρυστομαχιάσουν από την μια και από την άλλη παραπομπές στον Μάξιμο τον Ομολογητή για αύξηση του κύρους του γέροντα!
 Και έτσι γινόμαστε μια Εκκλησία που δεν έχει να πει και να προτείνει στον σημερινό βασανιζόμενο άνθρωπο τίποτα που να τον ενδιαφέρει υπαρξιακά, το μόνο που προσφέρει είναι υποκατάστατα και αναλγητικά δευτέρας ποιότητος, την στιγμή που άνθρωποι βρίσκουν αλλού πολύ καλύτερα! Μια Εκκλησία τρομαγμένων που νομίζουν ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον τους! (Ω της ταπεινώσεως! Με μας απαραιτήτως θα ασχολούνται οι πάντες!). Μια εκκλησία καλών ανθρώπων. Χρηστών πολιτών. Ευπρεπών κυρίων που συγχέουν το ήθος του Χριστού με τα χρηστά ήθη! (Βλέπε και “Χρηστοήθεια των χριστιανών”). Μια εκκλησία που σκανδαλίζεται από την ωμότητα των νέων και δεν αναζητά μέσα σ αὐτήν την ωμότητα στοιχεία ειλικρίνειας για να τα αναδείξει. Μια εκκλησία που νομίζει ότι σκοπός της είναι να ρυθμίζει το μήκος της κόμης, της φούστας, του γενιού και του μανικού! Μια εκκλησία που φοβάται να μιλήσει για τα μυστήρια που τελούνται πάνω και μπροστά στην Αγία Τράπεζα (Μυστήριο της μετοχής στην ζωή Του και Μυστήριο γάμου, δηλαδή θυσιαστικής σταυρώσεως από αγάπη για τον άλλον) και εξαντλείται σε “αφορισμούς” θεσμικής κοινωνικής επιβολής του τρόπου της, λες και ο τρόπος της είναι υποχρεωτική πορεία, πάλι αναιρόντας τον Χριστό που θέτει τον όρο “… ὅστις θέλει…”.
 Αντί μιας Εκκλησίας γεμάτης δυναμισμό που παρεμβαίνει νοηματοδοτόντας την καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων ένας σεκταρισμός παρεήστικος σαν να είναι η Εκκλησία μια ολοχρόνια κατασκήνωση. Αφέλιες “οικογενειακής” ατμόσφαιρας από την οποία “δεν πρέπει” να φύγουν “τα παιδιά” γιατί κινδυνεύουν από τον… “κόσμο”. Ένας ομφαλοσκοπισμός στην χειρότερή του εκδοχή που καταντάει την προσευχή και την φροντίδα για την ψυχή μονομανία αδιαφορίας για τους άλλους… τους κοσμικούς!! Μια θρησκευτικότητα, εξειδίκευση ευλαβών ασχολιών, και όχι εξυγίανση των παθών και φροντίδα αγάπης για όλους. Αφελής “ιεραποστολισμός” αψυχολόγητων παρεμβάσεων (χιλιαστική απομίμηση διανομής περιοδικών) που καταλήγουν σε γελοιοποίηση του θέματος και… “αγιοποίηση” του θύματος.
 Αν η Εκκλησία δεν μπορέσει το συντομότερο δυνατόν να αποτινάξει αυτή την “ιστορικοπαραδοσιακή” (λέει!!) σκουριά, αν δεν κατορθώσει να προβάλει στον δημόσιο χώρο (αφού πάντοτε η Εκκλησία στον δημόσιο χώρο υπήρχε, στους πολίτες απεθυνόταν, και στον ανοιχτό περίγυρο έκανε πρόταση ζωής δια του… θανάτου των μελών της) ένα ιερατικό πρότυπο ουσιαστικά αξιοθαύμαστο, αλλά αν συνεχίσει την πτωτική πορεία της σημερινής ιερατικής ανυποληψίας, τότε για όλα τα παραπάνω δεν θα υπάρχει κατάληξη παρά μόνον η προτροπή του Αισχύλου στον “Προμηθέα Δεσμώτη”: “τοιοῦδε μόχθου τέρμα, μήτι προσδόκα”.
 Ας ευχηθούμε όμως, ας προσευχηθούμε, ο Χριστός που έχυσε το αίμα Του για την Εκκλησία, να λυπηθεί τον λαό Του και να μη μας αφίσει ορφανούς κατά την ευχετική προτροπή της εορτής της Αναλήψεως: “μή ἐάσης ἡμᾶς ὀρφανούς Κύριε” (α΄ τροπάριο της Λιτής), αφού όλα τα προαναφερθέντα κάθε άλλο παρά ποιμαντική φροντίδα είναι. Πηγή:www.imverias.blogspot.gr

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΟΙ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ

Αρχιμανδίτου Δανιήλ Γούβαλη

Σε περασμένους αιώνες είχαμε τους Γνωστικούς, τους Αρειανους, τους Πνευματομάχους, τους Μονοφυσίτες, τους Εικονομάχους, τους Λουθηρανούς και λοιπά και λοιπα, στις ημέρες μας έχουμε τους μ.τ. Ιεχωβά έχουμε και τους Πεντηκοστιανους. Και ο Θεός γνωρίζει ποιοι φρέσκοι θα ξεπροβάλλουν κατά τον 21ο αιώνα καθώς θα παλιώνουν και θα εκφυλίζονται οι τωρινοί. Η πρόνοια του Θεού πολλές φορές επιτρέπει, κάποια πρόσωπα με έντονα ενδιαφέροντα πνευματικά, να μπλέξουν κάποια κίνηση αιρετική και να γνωρίσουν άμεσα εκ του σύνεγγυς τα δόγματα και τα βιώματα και τη συνέχεια ο Θεός τους επιστρέφει πάλι στην Ορθόδοξη εκκλησία και τους βοηθει ώστε να βοηθήσουν και αυτούς οι οποίοι βρίσκονται ήδη εγκλωβισμένοι μέσα στην πλάνη. Και σήμερα το θέμα μας Πεντηκοστιανοί και Παναγία θα το κάνουμε με τον νευρολόγο ψυχίατρο κύριο Παναγιώτη Λυσανδρόπουλο ο οποίος βρίσκεται μαζί μας κι ο οποίος έχει τον λόγο. - Ένας από τους βασικούς λίθους προσκόμματος στον οποίο οι αιρετικοί κάθε αποχρώσεως σκοντάφτουν και πέφτουν, είναι η μητέρα του Χριστού, η Παναγία μας. Από τον κανόνα αυτόν δεν ξεφεύγουν βέβαια και οι Πεντηκοστιανοί. Ο τρόπος που η Ορθόδοξη εκκλησία αντιμετωπίζει και τιμά την Υπεραγία Θεοτόκο είναι γι’ αυτούς σκάνδαλο.
Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός εκείνη βγάζουν τα συμπεράσματα τους για την Θεοτόκο με πηγή την Αγία Γραφή και μόνο τους όπλο την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική και σοφία. Η ορθόδοξη εκκλησία ομιλεί και με την Γραφή αλλά και με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που είναι η άνωθεν σοφία και με όπλο την Παράδοση όπως αυτή εκφράζεται από τους Θεοφόρους Πατέρες. Παράδοση και φωτισμός από το Άγιο πνεύμα είναι τα δυο στοιχεία που οδηγούν τον Ορθόδοξο Χριστιανό στην ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής και στο θέμα της Υπεραγίας Θεοτόκου όπως βέβαια και σε κάθε άλλο θέμα.


Οι Πεντηκοστιανοί και οι υπόλοιποι αιρετικοί, αδυνατούν να συλλάβουν την αλήθεια για το πρόσωπο της αειπάρθενου Μαρίας δηλαδή με λίγα λόγια αδυνατούν να εννοήσουν σε βάθος το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Σωτηρος μας Ιησού Χριστού με το οποίο η Παναγία είναι συνδεδεμένη.

Αδυνατούν βέβαια να εννοήσουν και τον τρόπο της σωτηρίας του ανθρώπου εντός της Εκκλησίας στην οποία η Θεοτόκος κατέχει εξαιρετική θέση.
Υποστηρίξαμε και άλλη φορά ότι κάθε αιρετική διδασκαλία άμεσα η έμμεσα, κρυφά η φανερά, έχει ένα και μόνο στόχο, τον Χριστό και την Εκκλησία Του, ενώ επιφανειακά τουλάχιστον μιλούν υπέρ του Χριστού.
Έτσι και η επίθεση που γίνεται στο πρόσωπο της Θεοτόκου και η προσπάθεια υποβιβασμού της, ουσιαστικά στρέφονται πρώτον εναντίον του Χριστού, γιατί διαστρέφουν και παραποιούν την ενσάρκωση του και δεύτερον εναντίον της εκκλησίας την οποία απογυμνώνουν και την καθιστούν ένα σώμα κενό χωρίς ζωή.

Ας δούμε όμως το θέμα αναλυτικότερα, στις συνάξεις των Πεντηκοστιανων δεν αναφέρεται ποτέ, ούτε στις προσευχές, ούτε στα κηρύγματα, ούτε στις ιδιαίτερες συζητήσεις τους.
Αναφέρετε μόνον όταν κατά την πορεία ενός κηρύγματος συναντούν εδάφια της Γραφής που μιλούν για την Θεοτόκο. Τότε βέβαια οι Πεντηκοστιανοί μη μπορώντας να κάνουν και αλλιώς λένε δύο κουβέντες για «την αδελφή μας την Μαρία» όπως αποκαλούν την Παναγία.

Έτσι απλά χωρίς κανένα ιδιαίτερο σεβασμό, καμία ιδιαίτερη τιμή, προσπερνούν την μητέρα του Χριστού σαν να ήταν οποιοσδήποτε από τα αλλά πρόσωπα της Βίβλου, αδιάφορα, χωρίς να συνηδειτοποιουν την αξία της και την κεφαλαιώδη σημασία που διαδραμάτισε στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου.
Η γυναίκα που μακαρίζουν όλες οι γενεές, η τιμιωτερα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, η Αγία μητέρα όλων των Χριστιανών, είναι για τους Πεντηκοστιανους απλά και μόνον «η αδελφή μας η Μαρία». Όπως πχ ο αδελφός μας ο Πέτρος, ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι.
Μάλιστα για τους Πεντηκοστιανούς η αξία της Παναγίας είναι σαφώς μικρότερη.

Τονίζουν ότι οι Απόστολοι και στην συνεχεία οι μαθητές τους αγωνιστήκαν για την μαθητεία των εθνών, για την διάδοση του Ευαγγελίου, ενώ η Παναγία στερείται αποστολικού έργου.
Επισημαίνουν με έμφαση ότι η Παναγία βρισκόταν στο ανώγειο την ημέρα της Πεντηκοστής προσευχόμενη, λέγοντας στις συνάξεις τους το ανατριχιαστικό εκείνο, «και η Μαρία περίμενε στην ουρά για να λάβει πνεύμα Άγιο».

Επίσης λένε ότι μετά την γέννηση του Χριστού, η Παναγία έκανε με τον Ιωσήφ και άλλα πολλά παιδιά, αντικαθιστώντας έτσι το αειπάρθενος με το πολύτεκνος.
Διδάσκουν επίσης ότι ο Χριστός καθόλου καλά δεν τα πήγαινε με την μητέρα του, αλλά την κρατούσε σε απόσταση και την έβαζε μάλιστα και στην θέση της, όποτε εκείνη προσπαθούσε να ασκήσει την μητρική εξουσία.
Θεωρούν βλασφημία τα διδασκόμενα από την Ορθόδοξη εκκλησία γύρο από τον θάνατο και την μετάσταση της Θεοτόκου στον ουρανό, καθώς και την εξέχουσα θέση που κατέχει εκεί, κοντά στον υιό της και Θεό μας Ιησού Χριστό.
Τέλος θεωρούν δεισιδαιμονία την τιμή και την αγάπη που αποδίδουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Παναγία, την μεσιτεία που ζητούν από αυτήν ,την προσκύνηση των εικόνων της και μυθεύματα τα αναρίθμητα θαύματα της.

Σε πρόσφατη συζήτηση με κάποιον υψηλά ιστάμενο Πεντηκοστιανό, όταν η κουβέντα ήρθε στο πρόσωπο της Παναγίας εκείνος, μεταξύ των άλλων και με μεγάλη σιγουριά και έπαρση, δήλωσε ότι «η αδελφή μας η Μαρία είναι στον ουρανό μεταξύ των άλλων Αγίων, αλλά βέβαια δεν μας ακούει. Πως λοιπόν να μας βοηθήσει;»

Εμείς πάντως που πιστεύουμε ότι η Παναγία μας, μας ακούει και μεσιτεύει υπέρ ημών, με όλη μας την καρδία την παρακαλούμε να τον βοηθήσει και αυτόν γιατί είναι φίλος των παιδικών μας χρόνων και όλους τους πλανημένους αδελφούς μας που τυφλώθηκαν από τον αντίδικο μας τον Διάβολο και να μεσιτεύσει στον Κύριο μας να αφυπνιστούν και να δουν το φως της αλήθειας.
Στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, όπως διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, είναι πιστεύω σε όλους γνωστή θα σταθούμε σε μερικά βασικά σημεία σε μια προσπάθεια ανασκευής αυτών που διδάσκουν οι Πεντηκοστιανοί προσπαθώντας να αποσπάσουν ανυποψίαστα και απληροφόρητα πρόβατα μακριά από την ποίμνη της εκκλησίας του Χριστού.
Καταρχήν ας θυμηθούν οι Πεντηκοστιανοί πόσο συγκλονισμένοι μιλούν για τις εσωτερικές τους εμπειρίες, ακόμα και εάν όπως εμείς πιστεύουμε, δεν πρόκειται για γνήσια Αγιοπνευματικά βιώματα, εκείνοι μιλούν με πραγματική έκσταση για το πως γνώρισαν τον Κύριο, πως είδαν τον Κύριο, πως τους μίλησε εκείνος ή οι άγγελοι του.

Έχοντας κατά νου την δύναμη αυτής της εμπειρίας και το πώς αυτή άλλαξε τη ζωή τους, ας κάνουν την εξής σειρά σκέψεων, η Παναγία που είδε όχι απλώς άγγελο, αλλά τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και όχι απλώς τον είδε αλλά και συνομίλησε μαζί του και όχι απλώς συνομίλησε αλλά έμαθε ότι θα γεννήσει τον ίδιο τον Θεό με σάρκα εκ της σαρκός της και βεβαίως επισκιασθείσα από το Πνεύμα το Άγιο έφερε στα σπλάχνα της τον απερίγραπτο και απεριχώρητο Θεό και τελικά έφερε στον κόσμο θαυματουργικώς τον Βασιλέα του Σύμπαντος, τι φαντάζονται οι Πεντηκοστιανοί; Καμία επίπτωση δεν θα είχαν αυτά τα γεγονότα στην «αδελφή τους την Μαρία»;

Αν οι δικές τους οι ψευδοεμπειρίες τους άλλαξαν την ζωή όπως λένε, αυτό το υπέρτατο μεγαλείο που έζησε η Θεοτόκος, θα το προσπερνούσε αδιάφορα και θα συνέχιζε την ζωή με τον Ιωσήφ σαν να μην είχε συμβεί τίποτα;

Ή φαντάζονται οι Πεντηκοστιανοί ότι τέτοια γεγονότα που άφησαν έκπληκτους και τους ουρανούς, θα μπορούσαν να συμβούν σε μια απλή γυναίκα;
Οι προσαγορεύσεις παν-αγία και υπέρ-αγία είναι μάλλον αδύναμες για να εκφράσουν την ποιότητα και το ύψος της Αγιότητας της Θεοτόκου.
- Εδώ να κάνω και κάποια παρατήρηση και εγώ, ας σταθούμε σε ένα σημείο, ότι όχι άγγελος αλλά αρχιστράτηγος, αρχάγγελος εμφανίστηκε στην Παναγία και την εμφάνιση του η Παναγία την άντεξε, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό γεγονός.  Στον προφήτη Δανιήλ στο 8ο κεφαλαίου αναφέρετε ότι ο προφήτης είδε ένα συγκλονιστικό όραμα, να συγκρούεται ένας κριός με έναν τράγο και στην συνέχεια ήθελε να βρεθεί τρόπος να ερμηνευθεί αυτό το όραμα και ο Θεός του αποστέλλει τον αρχάγγελο Γαβριήλ, αν θέλετε διαβάσετε λίγο να δούμε πως ήταν η εμφάνιση του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.

- Και ότε εγώ ο Δανιήλ είδον την όρασιν και εζήτουν την έννοιαν, τότε ιδού, εστάθη έμπροσθέν μου ως θέα ανθρώπου· και ήκουσα φωνήν ανθρώπου εν μέσω του Ουλαΐ, ήτις έκραξε και είπε, Γαβριήλ, κάμε τον άνθρωπον τούτον να εννοήση την όρασιν. Και ήλθε πλησίον όπου ιστάμην· και ότε ήλθεν, ετρόμαξα και έπεσον επί πρόσωπόν μου· ο δε είπε προς εμέ, εννόησον, υιέ ανθρώπου· διότι η όρασις είναι διά τους εσχάτους καιρούς. Και ενώ ελάλει προς εμέ, εγώ ήμην βεβυθισμένος εις βαθύν ύπνον με το πρόσωπόν μου επί την γήν· πλην με ήγγισε και με έκαμε να σταθώ όρθιος. (Δανιὴλ 8:15-18)

- Εδώ βλέπουμε εμφανίζεται ο αρχάγγελος, ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, στον προφήτη, είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη πνευματική δύναμη και όμως δεν μπορεί να την αντέξει την παρουσία του αρχαγγέλου Γαβριήλ και πέφτει κάτω, λεει και ότε ηλθε ετρομαξα και επεσον επι πρόσωπον μου, ήταν τόσο πολύ το πέσιμο και τόσο σωματικό και το ψυχικό, που είχε σχεδόν χάσει και τις αισθήσεις του, νόμιζε ότι βρισκόταν σε κατάσταση ύπνου.
Και αναγκάζετε ο αρχάγγελος να τον ακουμπήσει, λέει πλην με ηγγισε και με έκανε να σταθώ όρθιος, όταν τον ακούμπησε ο αρχάγγελος δύναμις μετεδόθη στον πεσμένο προφήτη και σηκώθηκε.

Εάν τώρα σταθούμε μόνο στο περιστατικό τι συμπεράσματα βγάζουμε;

- Ότι το ύψος της αγιότητας της Παναγίας ήταν τόσο μεγάλο και η καθαρότητα της τόσο υψηλή ώστε μπόρεσε να αντέξει την θέα του αρχαγγέλου Γαβριήλ, ενώ ο προφήτης Δανιήλ τον οποίον ο άγγελος σε κάποιο άλλο χωρίο τον ονομάζει σφόδρα αγαπητό, επομένως ήταν και αυτός σε υψηλά επίπεδα αγιότητας, δεν μπόρεσε να αντέξει την θέα του αγγέλου.

-Μάλιστα, βλέπουμε δηλαδή η πνευματική δύναμις της Παναγίας είναι τέτοια ώστε να αντέχει και την παρουσία του Αρχαγγέλου και να μπορεί να συνομιλεί σαν ένας άνθρωπος που πλήρως έχει τις αισθήσεις, την λογική και δεν πέφτει κάτω ξερή θα λέγαμε να χάνει τις αισθήσεις τις να βρίσκεται σε ύπνο, αυτό δείχνει την δύναμη που κρύβε μέσα της η Παναγία ώστε να αντέχει παρουσίες και αρχιστρατήγων ουρανίων όντων.

- Βεβαίως, θα ήθελα εδώ να παρατηρήσω επ’ ευκαιρία ότι οι Πεντηκοστιανοί βλέπουν με περισσή ευκολία αγγέλους, αρχαγγέλους, τον Κύριο, τώρα με ποιο ύψος αγιότητος και καθαρότητος αντέχουν αυτές τις θέες ένας Θεός ξέρει…

- Προφανώς θα είναι ανώτεροι από τον προφήτη Δανιήλ…

- Έτσι φαίνεται….

- Γίνεται σαφές πάντως, ότι υποβιβάζοντας οι Πεντηκοστιανοί την αγιότητα της Θεοτόκου, συνειδητά η ασυνείδητα, υποβιβάζουν το μεγαλείο και το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Σωτήρος.
Εάν τέτοιο συνταρακτικό γεγονός μπορούσε να συμβεί σε έναν τυχαίο άτομο και στη συνέχεια να μην είχε καμία επίδραση στην ζωή του, ε τότε, δεν ήταν δα και τόσο συνταρακτικό το γεγονός αυτό.
Προσέξτε με τις λεπτό έμμεσο και ύπουλο τρόπο το πονηρό πνεύμα ναρκοθετεί από την έναρξη της, την επίγεια παρουσία του Χριστού.

Αλλά λένε απλοϊκά τάχα οι Πεντηκοστιανοί, μα ο γάμος και η παιδοποιία δεν είναι ευλογημένα από τον Θεό;
Είναι τάχα κακό και βέβηλο να έκανε η Μαρία και ο Ιωσήφ πολλά παιδιά;
Η απάντηση είναι απλή, ο γάμος και η τεκνογονία για εμάς τους σαρκικούς ανθρώπους είναι γεγονότα φυσικά και ευλογημένα, αλλά για πρόσωπα του ύψους της υπεραγίας Θεοτόκου με ουράνια αποστολή και δόξα, αυτά τα φυσικά για εμάς είναι αφύσικα, η ζωή του Κυρίου μας το αποδεικνύει. Αλλά και η ζωή πολλών αποστόλων και μαθητών το επιβεβαιώνει.

Τα σαρκικά για τους σαρκικούς, για τους πνευματικούς ισχύουν τα ουράνια μέτρα.
Διαβάζουμε στο 20ο κεφάλαιο του κατά Λουκά Ευαγγελίου στίχος 34-35 οι υιοι του αιωνος τουτου νυμφευουσι και νυμφευονται· οι δε καταξιωθεντες να απολαυσωσιν εκείνον τον αιώνα και την εκ νεκρών αναστασιν ουτε νυμφευουσιν ουτε νυμφευονται· αυτά είναι τα ουράνια μέτρα βάση των οποίων έζησε η Θεοτόκος.

- Εδώ να κάνω και κάποια παρατήρηση, αναφέρετε στην Αποκάλυψη ότι στον ουράνιο χώρο γίνεται μια μελωδία  καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων· καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν τὴν ᾠδὴν εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς.  οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εἰσιν. Και λέει στην συνέχεια ότι αυτοί την ωδή από την Γη δεν μπορούσε κανείς να την εννοήσει και να την αισθανθεί μόνο λέει όσοι ζούσαν με παρθενία.

Αυτό είναι στο ιδ ’κεφάλαιο στους στίχους 4 και 5.
- Μάλιστα. Τα χωρία τώρα που επικαλούνται οι Πεντηκοστιανοί όπως το Ματθ. 1,25 που λέει ότι και δεν εγνωριζεν αυτήν, έως ου εγεννησε τον υιον αυτής τον πρωτότοκον, καθώς και τα χωρία που αναφέρονται ονόματα αδελφών του Ιησού, έχουν ερμηνευθεί σωστά από τους Πατέρες της ορθόδοξης εκκλησίας.
Ας κάνουν τον κόπο οι αδελφοί μας οι Πεντηκοστιανοί να πάρουν τα ερμηνευτικά κείμενα της Αγίας Γραφής των Πατέρων της εκκλησίας όπως πχ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου να δουν σε έκταση πως ερμηνεύονται αυτά τα χωρία. Κάθε δική μας προσπάθεια των ερμηνειών αυτών στο περιορισμένο χρόνο της εκπομπής θα τις αδικούσε.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι η Θεοτόκος και Παναγία και Υπεραγία και Παναμώμητος και Αειπάρθενος είναι.
Τώρα για το θέμα της σύγκρισης της με τους Αποστόλους και τους άλλους εργάτες του Ευαγγελίου, νομίζω ότι λίγα χρειάζεται να ειπωθούν.

Η ενεργός συνειδητή συμμετοχή στο μυστήριο της ένσαρκου παρουσίας στην Γη, εκείνο το θαυμαστό, ιδού η δούλη Κυρίου γενοιτο μοι κατά το ρήμα σου, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από την εν συνεχεία συμμετοχή στη διάδοση του χαρμόσυνου αγγέλματος της πραγματοποίησης αυτού του γεγονότος.

Είναι σαφές δηλαδή, ότι το γεγονός είναι σπουδαιότερο από την αναγγελία του.
Η Παναγία μας είναι κύριος μέτοχος του γεγονότος, το έργο της, την ενσάρκωση δηλαδή του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ανήγγειλαν οι Απόστολοι.

Όσο αναφορά τα περί Πεντηκοστής και της παρουσίας της Μαρίας στο ανώγειο όπου μαζί με τους Αποστόλους έλαβε το Πνεύμα το Άγιο, ας σκεφτούν οι Πεντηκοστιανοί εις βάθος τα λεγόμενα του αρχαγγέλου Γαβριήλ προς την Θεοτόκο 33 χρόνια περίπου προ της Πεντηκοστής.
Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι ή την προφητεία δια Αγίου Πνεύματος της Μαρίας ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσιν με πᾶσαι αἱ γενεαί, κατά την επίσκεψη της στην Ελισάβετ. Άραγε τι θα είχαν να απαντήσουν για τις σχέσεις της Θεοτόκου με το Άγιο Πνεύμα δεκαετίες ολόκληρες προ της Πεντηκοστής;

- Και μόνο αυτό που, εσείς βέβαια έχετε προσωπική άμεση εμπειρία, που ακούσατε ότι η Παναγία περίμενε στην ουρά για να πάρει Άγιο Πνεύμα, δείχνει ότι μέσα στις συνάξεις των Πεντηκοστιανων δεν επικρατεί το Άγιο Πνεύμα του Θεού, αλλά αλλότρια πνεύματα…
.
Διότι η Παναγία την ώρα που ενσαρκώθηκε ο Υιός και Λόγος  του Θεού ήταν πλήρης Πνεύματος Αγίου και μάλιστα θα λέγαμε ουδέποτε υπήρξε παρόμοια περίπτωση να υπάρχει άνθρωπος στην Γη επάνω να είναι φορεύς της χάριτος Αγίου Πνεύματος σε τόσο μεγάλο βαθμό και να μπορεί να τον αντέξει.
Επίσης γνωρίζουμε ότι τα άγια πρόσωπα  δεν είναι μόνο την ημέρα της Πεντηκοστής που έλαβαν Άγιο Πνεύμα, όλοι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είχαν λάβει Άγιο Πνεύμα το λαλησαντα δια προφητών, δια Πνεύματος Αγίου ελάλησαν και γνωρίζουμε ότι και οι Απόστολοι πριν την Πεντηκοστή είχαν λάβει Άγιο Πνεύμα να θαυματουργούν και την ημέρα του Πάσχα έλαβαν Άγιο Πνεύμα δια να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων.

Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο η σχέσις της Παναγίας με το Άγιο Πνεύμα, εντελώς κάτι το άγνωστο και περίμενε στην ουρά για να πάρει και αυτή Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής.
Επισημαίνουμε ότι το Πνεύμα που εφώτισε, εφώτισε εντός εισαγωγικών, τους Πεντηκοστιανους να πουν αυτήν την βλάσφημη φράση, ότι περίμενε στην ουρά να πάρει Άγιο Πνεύμα, δείχνει ότι πρόκειται περί πλάνης, πρόκειται περί αιρέσεως.

- Τώρα, για τις σχέσεις του Χριστού με την με μητέρα του όπως περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, η απόσταση που φαίνεται να κρατά ο Ιησούς δεν είναι ο έλλειψη τιμής και αγάπης προς την μητέρα του όπως το ερμηνεύουν οι Πεντηκοστιανοί, παρά ένας τονισμός, διδακτικός για εμάς, ότι πάνω από όλα τα Γήινα όσο αγαπητά και εάν είναι, πρέπει να έχουμε τα επουράνια.
Το περιστατικό του γάμου της Κανά είναι πολύ χαρακτηριστικό και ενδεικτικό για το αν εισακούεται η Θεοτόκος από τον Ιησού Χριστό.

- Εδώ στο Β' κεφάλαιο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου αναφέρετε το περιστατικό του γάμου της Κανά και νομίζουν όλοι οι αιρετικοί όλοι οι Προτεστάντες και οι Πεντηκοστιανοί και οι μ. τ. Ιεχωβά ότι βρίσκουν ένα επιχείρημα για να υποτιμήσουν την Παναγία, ενώ αντιθέτως, εάν το ερευνήσουμε σε βάθος και το εξετάσουμε το περιστατικό θα δούμε αυτό είναι υπέρ της Παναγίας.
Δηλαδή τι συμβαίνει; Ο Χριστός κάποτε θα άρχιζε ένα συγκλονιστικό έργο, τις θαυματουργίες, ο προ αυτού προφήτης, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ούτε ένα θαύμα δεν είχε κάνει, θα άρχιζε λοιπόν τις θαυματουργίες για να εκπληρωθεί η προφητεία του Ησαΐου θα αναγνωρίσετε ο Θεός σας θα κατέβει στην Γη όταν κουφοί θα ακούνε, τυφλοί θα βλέπουν, βουβοί θα μιλούνε και λοιπά και είχε ο Χριστός υπόψη του σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο να αρχίσει την έναρξη της θαυματουργίας και όμως παρεμβαίνει η Παναγία και του αλλάζει το πρόγραμμα και τον αναγκάζει να αλλάξει και να ξεκινήσει τις θαυματουργίες από τον γάμο της Κανά !
Ποιος τολμούσε άλλος να παρέμβει και να αλλάξει το πρόγραμμα ενός Θεού; αυτό είναι υπέρ της Παναγίας δεν είναι κατά της Παναγίας όπως λεν οι αιρετικοί.

- Ασφαλώς…. Για τον ισχυρισμό τέλος των Πεντηκοστιανων ότι η μετάσταση εν σώματι στους ουρανούς της Παναγίας δεν είναι παρά ένα δανεισμός από απόκρυφα Ευαγγέλια που κατά τα αλλά η Εκκλησία απορρίπτει, πρέπει να τονίσουμε για το τυπικό μεν ότι τα περί μεταστάσεως είναι διδασκαλία της Εκκλησιαστική παραδόσεως και ότι αυτή δεν μειώνεται σε κύρος με το γεγονός ότι κάποιοι την περιέλαβαν σε απόκρυφο Ευαγγέλιο, για την ουσία δε, ότι το σώμα που εβάστασε τον Κύριο της Δόξης και νικητή του θανάτου, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίσει την φθορά και ότι όπως με έκτακτο και θαυματουργικό τρόπο εγγενηθη από γονείς προχωρημένης ηλικίας έτσι και με έκτακτο τρόπο ανήλθε στους ουρανούς.

Όσο αναφορά στο ρόλο της Παναγίας μας σαν μεσίτριας προς τον Βασιλέα των ουρανών και σαν μεγάλης βοηθού των ανθρώπων πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής, ασφαλώς και ο απόλυτο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων είναι ο Ιησούς Χριστός αυτό δεν χρειάζεται να μας το πουν οι Πεντηκοστιανοί, εκείνοι μάλλον χρειάζεται να εννοήσουν ότι η μεσιτεία και οι πρεσβείες της Παναγίας αλλά και των Αγίων γίνονται εντός του πλαισίου της απόλυτης μεσιτείας του Κυρίου και κατά παραχωρισιν Αυτού.

Αποτελεί λειτουργία της Εκκλησίας Του, του σώματος Του, όπου μέσα σε αυτό εκδηλώνεται η αγάπη και η αλληλοβοήθεια των ευρισκομένων στο ουρανό αδελφών μας και ιδιαίτερα της ουράνιας μητέρα μας, την Παναγίας, προς τους ευρισκόμενους στον κόσμο μελών της στρατευομενης Εκκλησίας.
Το Άγιο Πνεύμα συνδέει τα μέλη της εκκλησίας μεταξύ τους και δια αυτού οι εν τω ουρανω άγιοι και η Παναγία, παρακολουθούν και γνωρίζουν κάθε τι που συμβαίνει στην Γη, βοηθώντας και στηρίζοντας τους εν τη Γη ζώντες που μάχονται τον Διάβολο και τα όργανα του.

- Δεν είναι αντιγραφικό το ότι κάποιος που βρίσκεται στον ουρανό αναλαμβάνετε τι γίνεται κάτω στην Γη και απορούμε που διάφοροι αιρετικοί λένε ότι διαβάζουν την Αγία Γραφή. Εδώ στο 6ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως αναφέρετε ότι οι ψυχές των μαρτύρων που ήταν κάτω από το ουράνιο θυσιαστήριο αντιλαμβάνονταν τι γινόταν κάτω στην Γη, μάλιστα λέει εδώ κατά λέξιν και εκραζον μετά φωνής μεγαλης λήγοντες έως ποτε ο Δέσποτα Άγιε και αληθινέ δεν κρίνεις και εκδικεις το αίμα ημών από των κατοικουντων επι της Γης;

Δηλαδή αυτοί ενώ είναι στον ουράνιο χώρο τι αντιλαμβάνονται; ότι κάτω στην Γη συνεχίζουν να σφάζουν τους Χριστιανούς και να έχουμε και καινούργιους μάρτυρες. Πως αυτοί το αντιλαμβάνονται; το αντιλαμβάνονται δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.

Το Άγιο Πνεύμα το οποίο  κυκλοφορεί στην στρατευόμενη Εκκλησία κυκλοφορεί και στην θριαμβευουσα Εκκλησία και δεν θα βάλουμε ένα τοίχο να κάνουμε φτωχή, να συρρικνώσουμε, την στρατευόμενη Εκκλησία και να την απομονώσουμε από την θριαμβευουσα Εκκλησία, αυτό είναι σκέτη φτώχια, η Ορθόδοξος εκκλησία έχει πλούτο, πλούτο ανεξάντλητο, ο ανεξιχνίαστος πλούτος του Χριστού, δια του Αγίου Πνεύματος και οι Άγιοι αντιλαμβάνονται τι τους ζητάμε και πολύ περισσότερο η μητέρα του Χριστού αντιλαμβάνεται.

- Τα αναρίθμητα θαύματα της Παναγίας μας για τα οποία βοά η Χριστιανοσύνη και ειδικά ο Ελληνισμός, που έχει το όνομα της Παναγίας στο στόμα του σε κάθε δύσκολη στιγμή, θα πρέπει σοβαρά να προβληματίσουν τους Πεντηκοστιανούς.
Ο Έλληνας τιμά και ευλαβείται ιδιαίτερα την Παναγία που την βλέπει βοηθό σε κάθε πρόβλημα του, ατομικό, κοινωνικό, και εθνικό.
Και αυτό γίνεται μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, χωρίς καθόλου να μειώνεται το κύρος Του, όπως λένε οι Πεντηκοστιανοί.
Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει, η Θεοτόκος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Κάθε προσπάθεια υποβιβασμού της είναι ταυτόχρονα προσπάθεια μείωσης και της δικής Του αξίας.
Δεν μπορείς να μιλάς με σεβασμό και αγάπη για τον ενσαρκωμένο Θεό και ταυτόχρονα να υποτιμάς την μητέρα Του.
Όποιος το κάνει αυτό είναι ασεβής και βλάσφημος, μακράν του Αγίου Πνεύματος και συνεργός του πονηρού πνεύματος, είτε το θέλει είτε όχι.
- Αγαπητοί ακροατές αυτά είχαμε να σας πούμε για σήμερα, προσευχηθείτε ώστε όσοι έχουν μπλέξει με την πλάνη των Πεντηκοστιανών να έρθουν σε επίγνωση της αληθείας.
Σας ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας, σας χαιρετούμε και ο Θεός μαζί σας.

Ορθόδοξον Ιστολόγιον

ΠΟΤΕ ΑΓΑΠΟΥΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ;

ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Το χειρότερο πράγμα για τους ανθρώπους είναι ο θάνατος: το να γίνω λάσπη, να μεταβληθώ σε σκουλήκια, σε πηλό!Αξίζει τάχα να είναι κανείς άνθρωπος; Γιατί να σε αγαπήσω, Θεέ μου, αφού αύριο θα μεταβληθώ σε σκουλήκια και πηλό;

Να, όμως, που ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε σώζει από τον θάνατο διά της Αναστάσεώς Του, εξασφαλίζει την αιώνιο ζωή για την ψυχή σου και το σώμα, όταν εκείνο θα αναστηθεί λαμπερό και θα ενωθεί με την ψυχή.

Γι' αυτό και ο Κύριος Ιησούς έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ο Μόνος Φιλάνθρωπος, ο μόνος από κατασκευής κόσμου μέχρι της Φοβεράς Κρίσεως.

Μονάχα εκείνος που νίκησε τον θάνατο είναι ο Μόνος Φιλάνθρωπος και όλα τα άλλα είναι απλές φλυαρίες.

Καί οι κουλτούρες, οι πολιτισμοί, οι επιστήμες και οι τέχνες; - Τι αστεία πράγματα! Μα τι να την κάνω την τεχνολογία και την επιστήμη όταν με μεταβάλουν σε σκουλήκια και λάσπη;

Εκείνος είναι ο μόνος φιλάνθρωπος, αυτός που με ελευθερώνει από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο. Γιατί ο διάβολος είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας και μαζί μ' αυτήν και του κακού.

Αυτό είναι η αγάπη του Χριστού προς τον άνθρωπο: η λύτρωση από τον θάνατο. Λέει η δεύτερη μεγάλη εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματ. 22, 39).

Πότε αγαπούμε λοιπόν πραγματικά τον άνθρωπο; Όταν τον λυτρώνουμε από την αμαρτία του, από την κόλαση... αυτή είναι η γνήσια αγάπη προς τον άνθρωπο.

Απατά εαυτόν οποίος νομίζει πως αγαπά τον άνθρωπο ενώ εγκρίνει τις αμαρτίες του και αναπαύει τα πάθη του. Τότε αγαπά τον θάνατό του και όχι τον ίδιο.

Μονάχα όταν αγαπά κανείς τον άνθρωπο διά του Χριστού -με όλη την ψυχή και την δύναμή του- τότε τον αγαπά αληθινά.

Θα ρωτήσει κάποιος: και η αγάπη των γονέων προς τα τέκνα; Καί η αγάπη του συζύγου προς την σύζυγο;Καί η αγάπη του ανθρώπου προς την πατρίδα; Δεν είναι και αυτά αγάπη; Τα ανομάζουμε βέβαια όλα αυτά αγάπη αλλά είναι άραγε έτσι;

Όλα αυτά δεν έχουν ίχνος αγάπης εάν δεν είναι ο Χριστός η δύναμη εκείνη μέσα από την οποία αγαπάμε. Αν ο πατέρας δεν αγαπά τα τέκνα του με την αγάπη του Χριστού, αν δεν τα παιδαγωγεί στο αγαθό, αν δεν τα οδηγεί στον ίσιο δρόμο, αν δεν τα διδάσκει να σωθούν από την αμαρτία, παρά μονάχα τα χαιδεύει και τα κολακεύει, τότε τα μισεί και τα φονεύει.

Αν πάλι, ο σύζυγος αγαπά την σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ο φονιάς της. Έτσι συμβαίνει με κάθε γήινη, σαρκική αγάπη.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Το άλογο του Θεού (C.V. Gheorghiu)

Κάθε φορά που φαντάζομαι τον πατέρα μου, τον βλέπω με τον ζυγό γύρω από το λαιμό του, ζευγμένον με το επιτραχήλι. Τον βλέπω ζευγμένον, σαν ένα άλογο του Ιησού Χριστού. Ποδεμένον με τις πεταλωμένες μπότες του, να τρέχει από τη μια στην άλλη άκρη της ενορίας, τριάντα ορεινά χιλιόμετρα, που έπρεπε να διατρέξει δύο φορές τη μέρα μερικές φορές. Γι’ αυτό ήταν πάντα αποκαμωμένος. Έτοιμος να σωριαστεί απ’ την κούραση. Όπως κάθε ζευγμένο πλάσμα. Κι όμως δε σταματούσε ποτέ.

Ο πατέρας μου λοιπόν αναχωρούσε, χωρίς καμιά καθυστέρηση, μαζί με τον χριστιανό που ερχόταν να τον ζητήσει. Έβγαινε από το πρεσβυτέριο, πριν ακόμη ο άνθρωπος χτυπήσει την πόρτα. Διότι πάντα ήταν κάτι το επείγον: κάπου ένα ανθρώπινο πλάσμα περίμενε τον Θεό. Και ο πατέρας μου βιαζόταν. Ο πατέρας μου βάδιζε δίπλα στον άνθρωπο μέχρι την πόρτα. Βγαίνοντας απ’ τον περίβολο, τον ιερό χώρο, ο άνθρωπος που είχε έλθει να ζητήσει τον πατέρα μου ανέβαινε στο άλογο. Και ο πατέρας μου βάδιζε πίσω απ’ το άλογο.
Ένας ιερεύς ποτέ δεν ανεβαίνει στο άλογο. Αυτή είναι η παράδοση στα ορεινά μέρη μας. Ο πατέρας μου λοιπόν μεταφέροντας τον σάκο, μέσα στον οποίο βρίσκονταν το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού, ο σταυρός και ο «ζυγός», οδοιπορούσε πίσω από τον άνθρωπο που πήγαινε καβάλα. Οδοιπορούσε ο φτωχός μου πατέρας, αν και ήταν τόσο εύθραυστος, τόσο αδύνατος, βάδιζε σαν ένα άλογο, πίσω από τον έφιππο άνθρωπο. Ακολουθώντας τις οπλές του αλόγου με τις πεταλωμένες μπότες του, χωρίς να μένει πίσω καθόλου.
Μερικές φορές, πολύ σπάνια, έλεγε σε μας τα παιδιά, χαμογελώντας:
- Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού. Ο Θεός καβαλικεύει πάνω μου, σαν σε άλογο…
Κι έλεγε την αλήθεια. Γιατί αυτό δεν ήταν ένα αστείο, όπως εμείς το παίρναμε, όταν ήμασταν μικροί. Ο πατέρας μου μετέφερε το Αίμα και το Σώμα του Θεού, όπως ένα άλογο μεταφέρει τον καβαλάρη του. Παντού. Μέρα και νύχτα. Ο Θεός καβαλίκευε πάνω στους ώμους του πατέρα μου, κάθε στιγμή και πήγαινε μέχρι τα βάθη των σκοτεινών δασών με τα έλατα και μέχρι τη σιωπηλή καρδιά των άγριων βουνών.
- Δεν σ’ αγαπούν οι γυιοι και οι θυγατέρες σου εν Χριστώ, έλεγα στον πατέρα μου, βλέποντάς τον τσακισμένο απ’ την κούραση. Μόλις επέστρεψες στο πρεσβυτέριο κι ήλθαν ξανά να σε φωνάξουν. Μόλις ξάπλωσες και έφτασαν. Σε ξυπνούν. Σε αναγκάζουν να βγαίνεις έξω οποιαδήποτε στιγμή, με οποιονδήποτε καιρό και σε κάνουν να περπατάς ώρες και ώρες με τα πόδια πίσω τους, ενώ εκείνοι προχωρούν καβάλα. Σε σέρνουν έξω χωρίς σταματημό, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, μέσα στη λάσπη και το χιόνι. Οι πιστοί σου σ’ αγαπούν λιγότερο απ’ τα ζώα τους. Διότι ποτέ δε ζητούν απ’ τα κτήνη τους αυτό που ζητούν απ’ τον πατέρα τους, τον ιερέα τους. Γιατί δε σε λυπήθηκαν ποτέ; Γιατί δε σε ευσπλαχνίσθηκαν ποτέ;
- Η ευσπλαχνία ταιριάζει συνήθως στους ανθρώπους, τα ζώα, τα πράγματα, μα όχι στον «ιερέα», απάντησε ο πατέρας μου. Θα ’ταν κουτό, παράλογο και ασεβές μαζί να τον λυπούνται οι άνθρωποι. Κάθε χριστιανός χτυπώντας την πόρτα του ιερέως, χτυπά στην πραγματικότητα, την πόρτα του Θεού. Διότι ο ιερεύς είναι «αφωμοιωμένος τω υιω του Θεού» (Εβρ. ζ΄ 3). Δεν μπορεί να έλθει στη σκέψη ενός χριστιανού αυτή η ασεβής ιδέα πως ο Θεός κουράστηκε, πως ο Θεός νυστάζει, πεινάει ή του πονούν τα πόδια. Απ’ τον Θεό μπορεί κανείς να ζητάει τα πάντα οποιαδήποτε ώρα και χωρίς να χτυπά την πόρτα.
- Όμως ο ιερεύς είναι κι αυτός άνθρωπος, είπα.
- Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι άνθρωπος, αλλά η θυσία ενός ανθρώπου, που προστίθεται στη θυσία του Θεού. Κι αυτό είναι η ιερωσύνη.
Η απάντηση ήταν ωραία. Έξοχη. Κοκκίνισα απ’ την ευχαρίστηση. Αλλά πρόσθεσα:
- Ωστόσο, πρέπει να ’χεις μερικές ώρες τουλάχιστον για ανάπαυση.
- Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι όπως είναι κανείς γεωργός, υπάλληλος ή τεχνίτης. Δε γίνεται κανείς ιερεύς για να έχει ώρες γραφείου με διαλείμματα και μέρες αδείας. Είναι κανείς ιερεύς μόνιμα. Χωρίς διακοπή. Χωρίς ρεπό. Χωρίς καμιά ανάπαυλα. Μέρα και νύχτα. Και όπως μπορεί κανείς να απευθύνεται στον Θεό οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας και για οποιοδήποτε αίτημα, χωρίς φόβο να τον ενοχλήσει, έτσι μπορεί να ’ρθει στο σπίτι του ιερέως οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο. Βέβαια δεν φθάνομε στο σημείο να έχωμε ιερείς που να μην κοιμούνται, να μην τρώνε και να μην τους πονούν τα πόδια. Αλλά αυτό είναι μια ατέλεια που οφείλομε να τη δεχθούμε όπως είναι, διότι η λατρεία δεν είναι παρά μια εικόνα, μια σκιά των ουρανίων πραγματικοτήτων, όπως αποκαλύφθηκε και στον Μωυσή, όταν επρόκειτο να κατασκευάσει τη Σκηνή. Κοίταξε, του ελέχθηκε, θα φτιάξεις τα πάντα σύμφωνα με το υπόδειγμα που σου φανερώθηκε πάνω στο βουνό (Εβρ. η΄ 5).
Η ιερωσύνη, μίμηση της ιερωσύνης του Χριστού, αποκλείει τις διακοπές. Ισχύει μόνιμα και για την αιωνιότητα (Εβρ. στ΄ 7). Ούτε και ο φυσικός θάνατος του ιερέως δεν μπορεί να τη διακόψει. Και αφού η ιερωσύνη δεν μπορεί να διακοπεί με τον θάνατο, πώς θέλεις να τη διακόψει  η πείνα, ο κόπος ή ο ύπνος;
- Είναι κανείς ιερεύς κι ύστερα απ’ τον θάνατο; ρώτησα την πρώτη φορά που το άκουσα αυτό.
- Είναι κανείς ιερεύς για την αιωνιότητα, Assimilatus filio dei, manet sacerdos in aeternum.-
Αφωμοιωμένος τω υιω του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές. (Εβρ. ζ΄ 3)
Επειδή λοιπόν ο ιερεύς είναι αφωμοιωμένος με τον Θεό, δεν μπορεί να πεθάνει. Μένει ιερεύς και μέσα στο θάνατο και παρά τον θάνατο. Στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό ακριβώς και ενταφιάζουν τον ιερέα ντυμένον με όλα τα ιερατικά του άμφια, που φορεί όταν τελεί την θεία Λειτουργία. Ο ιερεύς ενταφιάζεται με τον Σταυρό, με το Επιτραχήλι, το Φελόνι, το Στιχάρι, τα Επιμανίκια… Όλα και ολόκληρη τη στολή, όπως γίνεται για την πιο επίσημη ακολουθία. Διότι ο νεκρός ιερεύς θα πάει να λειτουργήσει στην αληθινή ουράνια Εκκλησία, με τον επίσκοπό του, τον Χριστό. Για κάθε ιερέα ο θάνατος είναι μια προαγωγή. Περνάει απ’ τη μικρή του επίγεια εκκλησία στον καθεδρικό ναό του ουρανού, για να τελεί την παγκόσμια λειτουργία γύρω απ’ τον Χριστό. Ποτέ λοιπόν δεν πρέπει να θρηνείται ο θάνατος ενός ιερέως. Διότι δεν πεθαίνει ποτέ. Ο θάνατος είναι ο προβιβασμός του.
Και επειδή ο ιερεύς μένει ιερεύς παρά τον φυσικό θάνατο, όταν τον βάζουν στον τάφο, ντυμένον με τα άμφια που φοράει  για την τέλεση της Λειτουργίας, καλύπτουν το πρόσωπό του με τα ιερά Καλύμματα ή τον Αέρα, το πανί εκείνο με το οποίο καλύπτουν κατά τη λειτουργία το Άγιο Ποτήριο, που περιέχει το Σώμα και το Αίμα του Θεού. Ο Αήρ συμβολίζει τον λίθο, που έκλεινε τον τάφο του Ιησού Χριστού. Η πέτρα αυτή που έκλεισε τον τάφο του Χριστού, σφραγίζει επίσης και τον τάφο κάθε ιερέως. Διότι κάθε ιερεύς είναι αφωμοιωμένος με τον Υιό του Θεού.
Ακούγοντάς τον, άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο άγιο χέρι του πατέρα μου, που έσκυψα και το φίλησα ευλαβικά. Έτσι .λοιπόν κατάλαβα γιατί ο Φραγκίσκος της Ασσίζης διηγείται πως αν συναντούσε στο δρόμο έναν άγγελο ή έναν ιερέα, να βαδίζουν ο ένας πλάι στον άλλον, θα γονάτιζε πρώρα εμπρός στον ιερέα, φιλώντας του το χέρι και μόνον ύστερα θα γονάτιζε εμπρός στον άγγελο, για να τον χαιρετίσει. Διότι οι άγγελοι είναι κατώτεροι  απ’ τους ιερείς σε τούτο, στο ότι δεν μπορούν να μεταμορφώσουν το ψωμί και το κρασί σε σάρκα και αίμα του Θεού. Τα χέρια όμως του ιερέως το μπορούν…
Παρά την ασύγκριτη ευτυχία να είναι υπηρέτης στον ουρανό, ο πατέρας μου ζούσε την επίγεια ζωή του μέσα σε αφάνταστη σκληρότητα και οδύνη. Κάθε χρόνο ο πατέρας μου γινόταν πιο αδύνατος. Πιο άσαρκος. Πιο άυλος. Στα τριάντα του χρόνια τα μαλλιά του πατέρα μου είχαν ασπρίσει. Στα τριάντα χρόνια ο πατέρας μου είχε γεράσει. Τα δόντια του έπεφταν. Εξ αιτίας της αθλιότητας, εξ αιτίας του υποσιτισμού, εξ αιτίας του κόπου και του μόχθου.
Αντίθετα όμως το βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιο όμορφο, πιο φωτεινό, πιο ακτινοβόλο και τόσο έντονο ώστε το κεφάλι του έμοιαζε να φωτίζεται μ’ ένα φωτοστέφανο. Παρακολουθούσα ένα ασυνήθιστο γεγονός: όταν ο πατέρας μου παρατηρούσε κάτι τι, το φώτιζε με το βλέμμα του, σαν με κάποιους μυστικούς προβολείς. Βλέποντας αυτό ένοιωσα για πρώτη φορά το γεγονός ότι οι άγιοι, παρατηρώντας τον κόσμο, τον φωτίζουν και τον αγιάζουν.
- Τι κοιτάζεις, ρώτησε ο πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένον στις σκέψεις.
- Είσαι φωτεινός σαν μια εικόνα, του είπα, κοκκινίζοντας.
Ο πατέρας μου γέλασε. Δεν ήταν ούτε υπερήφανος ούτε ταπεινός. Για να ’σαι υπερήφανος ή ταπεινός πρέπει πρώτα να ’σαι ένα γήινο πλάσμα. Και εκείνος ήταν όλο και λιγότερο γήινος. Γέλασε γιατί η φωνή μου έφθασε στα αυτιά του κι αυτό τον είχε ευχαριστήσει. Ο πατέρας μου σπάνια γελούσε. Όταν κανείς είναι κουρασμένος δεν μπορεί να γελάσει. Μα τώρα είχε χαμογελάσει. Κι’ όταν ο πατέρας μου χαμογελούσε έβλεπε κανείς πως είχε χάσει σχεδόν όλα του τα δόντια. Η καρδιά μου σφιγγόταν. Λυπόμουνα τόσο πολύ για την αθλιότητά του που μόλις μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Και έλεγα πως αν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποφάσιζε μια μέρα να προσφέρει στον ιερέα του, που ήταν και άλογό του μαζί, τον π. Κωνσταντίνο Gheorghiu, που υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή απ’ την πείνα, την δυνατότητα να έχει ξαφνικά ψωμί πάνω στο τραπέζι του, ο προλετάριος πατέρας, ο σεβαστός μου πατέρας θα συνέχιζε – παρά το θαύμα- να πεινάει, όπως και στο παρελθόν. Διότι κι αν είχε κάτι δε θα μπορούσε να το φάει, γιατί δεν είχε πια δόντια… Και ούτε σκέψη πως θα μπορούσε να βάλει ξένα. Ήμαστε τόσο φτωχοί που ούτε στο όνειρό μας δεν θα τολμούσαμε να πάμε στον οδοντογιατρό.
Πηγή: www.fdathanasiou.wordpress.com

Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς)

Ἐὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση. Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸ πηγάζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους. Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰ πιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης. Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.

Πηγή:www.agiazoni.gr

Πάσχα Ρωμέϊκο (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Ο μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς. Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα· όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Αούστριας. Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). Είχε γνωρίσει επίσης τον Σολωμό (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα: Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη πού εκρουβόταν για μας λευτεριά; Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει και σκορπιέται σε κάθε μεριά. Ο μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους. «Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Ενίοτε πάλι εμαλάττετο κ' εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Ουδ'η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Και ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν. Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!» Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου... Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών είς Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν. Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας. Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ' ευφρανθή η ψυχή του. Και όμως ήτο... δυτικός! Ο μπάρμπα-Πύπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α' «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί. Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος· τα λοιπά είναι αδιάφορα. Ο μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Άγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους. Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς. Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου. Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον. Ο μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως. -Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις... Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην. -Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν. -Τι θέλω; επανέναβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου. -Και δεν πας αλλού να το φουμάρης,ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου! -Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα; -Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης· εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες. Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τάς όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του. Ο μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν. -Συ εγελάστηκες, απήντησεν· εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι· εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο χωρικός εκάγχασε. -Στον Πειραιά; στον Αϊ-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι; -Απ' την Αθήνα. -Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν' ακούσης Ανάσταση; -Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης. Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε. -Να φχαριστάς, καϋμένε... Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του. -Να φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα! Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν. -Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε.., δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κ' επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά. -Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε... Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ' έγινεν άφαντος. Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του. Το συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο. Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.

Πηγή: www.myriobiblos.gr

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η ΛΥΤΡΩΤΙΚΗ ΘΥΣΙΑ ΩΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

π. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΦΡΗΜΑΝ

«Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς» ( 1 Κορ. 15, 3-4). Καμιά δήλωση δεν είναι πιό ουσιώδης για τη Χριστιανική πίστη όσον η διατύπωση του Απ. Παύλου της Αποστολικής Παράδοσης. Τα λόγια ‘παρέδωκα… παρέλαβον» ιδιαιτέρως περιγράφουν αυτήν ακριβώς την παραλαβή της Παράδοσης. Αυτά τα λόγια αντιπροσωπεύουν αυτό που αποτελεί την ήδη παραληφθείσα διδασκαλία της πίστης, την κατάθεση των Αποστόλων. Η Χριστιανική πίστη δεν στηρίζεται μόνο στο ότι ο Χριστός απέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς αλλά στο ότι «απέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές». Ο θάνατος του Ιησού είναι με κάποιο τρόπο «θάνατος για τις αμαρτίες μας». Αυτή είναι η ουσία του Ευαγγελίου, η πλέον πρωτόγονη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ωστόσο σ’ αυτό το πρωτόγονο σημείο πρεπει να απαντηθούν κάποια ουσιώδη ερωτήματα. «Πώς γίνεται ο θάνατος του Χριστού να έγινε «για τις αμαρτίες μας;» «Πώς γίνεται ο θανατός Του και η Ανάστασή Του να πραγματοποιήθηκαν «σύμφωνα με τις Γραφές;» Παρόλο που ο Ιησούς δίδαξε τους μαθητές Του ξεκάθαρα ότι επρόκειτο να σταυρωθεί και ν’ αναστηθεί την τρίτη ημέρα, αυτοί δεν το κατανόησαν. Και δεν το κατανόησαν γιατί δεν αποτελούσε μέρος της παραδοθείσας προσδοκίας των Ιουδαίων για το Μεσσία. Το ότι ο Χριστός απέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές είναι ένα μέρος της πίστης μας που έγινε γνωστό μόνο ύστερα από την Ανάσταση: δεν προκύπτει από την Παράδοση αλλά αποτελεί διδασκαλία του Ίδιου του αναστημένου Κυρίου. Σ’ αυτό το σημείο τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναφύονται διαφωνίες. Για κάποιους ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό αποτελεί την εκπλήρωση ενός χρέους προς το Θεό, το χρέος της αμαρτίας του Αδάμ. Κατ’ άλλους ο θάνατος του Χριστού στο Σταυρό είναι θυσία αίματος για να κατευνάσει την οργή του Θεού που προκλήθηκε από την αμαρτία του Αδάμ. Κι ακόμα γι’ αλλους ο θάνατος του Χριστού είναι η κατάλυση του Αδη και του ίδιου του θανάτου, η θεραπεία της φθοράς που προκάλεσε η αμαρτία. Υπάρχουν ακόμα και άλλες απόψεις, ωστόσο η διαφωνία βρίσκεται κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών της μιάς ή της άλλης εκδοχής εκ των ανωτέρω απόψεων. Οι πρώτες δύο απόψεις καταχωρούνται γενικά στην κατηγορία του ‘εγκληματολογικού’ μοντέλου. Εδώ υπάρχει ένα χρέος ή μιά θεϊκή συνέπεια( οργή) που πρέπει είτε να ξεπληρωθεί είτε να μεταστραφεί. Υποστηρίζεται με διάφορους τρόπους ότι μόνο ένας τέλειος Ανθρωπος μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος (ή να μεταστρέψει την οργή). Και επειδή όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουν μόνο ο Θεός μπορεί να αναλάβει αυτό το έργο. Επομένως ο Θεός έγινε άνθρωπος, ώστε ο Θεός ως άνθρωπος να καταφέρει αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορούσε να κάνει από μόνος του. Στο δεύτερο μοντέλο, η αμαρτία και ο θάνατος είναι σχεδόν ταυτόσημες έννοιες. Αντί να έχουν εγκληματολογικό( νομικό) χαρακτήρα είναι οντολογικές (υπαρξιακές- σχετίζονται με την ύπαρξη). Η αμαρτία είναι η ασθένεια της φθοράς, η κίνηση από την αληθινή ύπαρξη στη μη-ύπαρξη. Το καταστροφικό χάος που αφήνει στο περάσμά της θεωρείται περισσότερο ως ‘σύμπτωμα’ παρά ως νομικό πρόβλημα. Ο ελεήμων Θεός ενανθρωπίζεται και ως Θεάνθρωπος εισέρχεται στα βάθη του θανάτου και του Άδη, τα βάθη της οντολογικής φθοράς και την καταργεί. Με την Ανάστασή Του ( η οποία είναι απαραίτητο μέρος αυτού του μοντέλου σε αντίθεση με τα προηγούμενα) η οντολογική μας φθορά καταργείται ή μάλλον ‘θανατώνεται’ και εμείς αναγεννόμαστε στην αιώνια ζωή της αναστάσεως ( που είναι θέμα ποιότητας και όχι μόνο μακροβιότητας). Σ’ αυτό το μοντέλο υπάρχει συμμετοχή και κοινωνία. Αυτός πεθαίνει για να ζήσουμε εμείς. Προσλαμβάνει το θάνατό μας για να μπορέσουμε να προσλάβουμε τη ζωή Του. Και στα δύο μοντέλα υπάρχει η πραγματικότητα της αντικατάστασης- ο Ιησούς Χριστός παίρνει τη θέση του ανθρώπου. Ωστόσο η φύση της αντικατάστασης και επομένως η φύση της ίδιας της σωτηρίας είναι διαφορετικές. Στην κατηγορία του εγκληματολογικού μοντέλου ο Χριστός αποδέχεται την τιμωρία που άρμοζε στον άνθρωπο: ο Χριστός τιμωρείται στη θέση του ανθρώπου. Βεβαίως αυτό αποτελεί μιά ένδειξη της αγάπης του Θεού αλλά τόσο το χρέος που οφείλεται όσο και ή οργή που μεταστρέφεται ανήκουν και πάλι στο Θεό. Η αποδοχή εκ μέρους του Χριστού των ανθρωπίνων συνεπειών στη θέση του ανθρώπου βρίσκεται στο επίκεντρο του εγκληματολικού μοντέλου- ή τουλάχιστον στο επίκεντρο αυτού που το διακρίνει από τα οντολογικά μοντέλα. Η αντικατάσταση του Χριστού στα εγκληματολογικά μοντέλα αφαιρεί τον άνθρωπο από οποιαδήποτε λυτρωτική δράση. Ο άνθρωπος δεν τιμωρείται αλλά συγχωρείται. Η οργή του Θεού μεταστρέφεται και ο άνθρωπος αποφεύγει την καταδίκη της κολάσεως. Ο Ιησούς την αποδέχεται στη θέση του ανθρώπου. Η δικαίωση είναι εξωτερική- πραγματοποιείται έξω από τον άνθρωπο και χωρίς τον άνθρωπο. Διά της πίστεως ο άνθρωπος αναγνωρίζει το δώρο αυτό του Χριστού και δέχεται το δώρο της συγχώρεσης που δεν θα του ανήκε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η αντικατάσταση στο δεύτερο (οντολογικό) μοντέλο έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Ο Χριστός μπήκε στη ζωή και την κατάσταση του ανθρώπου( του ανθρώπινου γένους), αλλά δεν αφαιρεί τον άνθρωπο από την όλη εξίσωση. Ο Σταυρός δεν είναι ξένος για τον άνθρωπο- είναι το πλήρωμα των συνεπειών της ανθρώπινης αμαρτίας. Η έννοια της αντικατάστασης του Χριστού στα οντολογικά μοντέλα δεν είναι αντικατάσταση αλλά ένωση. Ο Χριστός ενώνεται με τον άνθρωπο ( η Ενανθρώπιση) ώστε να αναλάβει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση ( εκτός αμαρτίας, που είναι ξένη προς τη φύση μας)πάνω Του και μέσα Του. Το σημαντικότερο ωστόσο, είναι ότι αφού ο Χριστός αναλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ενώνει επίσης τον Εαυτό Του μαζί μας και εμείς αναλαμβάνουμε τη θεότητά Του. Ως Θεός και άνθρωπος ο Χριστός εισέρχεται στο θάνατο, στον Αδη, στο πλήρωμα των συνεπειών του χωρισμού μας από το Θεό. Ως Θεός και ως άνθρωπος, ο Χριστός καταργεί το θάνατο και ενώνει θριαμβευτικά τον ανθρωπο με την Ανάστασή Του. Είναι αληθινός μεσίτης, αφού μας αποκατέστησε στην κοινωνία με το Θεό για την οποία είχαμε δημιουργηθεί. Πιθανόν να λεχθεί ότι αυτό το δεύτερο μοντέλο δεν αποτελεί ορθή αντικατάσταση. Συμφωνώ αν με τον όρο αντικατάσταση εννοούμε ‘παίρνω τη θέση’ κάποιου. Ωστόσο τα προβλήματα με την έννοια της λέξης αντικατάσταση αναφύονται σε σχεση με την ιδέα του Χριστού ως κάποιου που παίρνει τη θέση κάποιου άλλου. Ο Χριστός ως κάποιος που παίρνει τη θέση κάποιου δημιουργεί τη λεγόμενη ‘θεολογία της απουσίας’. Αν ο Χριστός απλώς παίρνει τη θέση μας τότε η σωτηρία μας είναι νομικίστικη και συμβαίνει έξω από μάς. Αν ο Θεός απλώς μάς κηρύξει ‘δίκαιους’, ‘συγχωρεμένους’, ή ‘ολοκληρωμένους’ τότε η Ενανθρώπιση, η Σταύρωση και η Ανάσταση μετατρέπονται σε κάποιο είδος αφαίρεσης. Η ‘αναγκαιότητα’ τους θα υπάρχει μόνο στο Θεό, ο οποίος θα μπορούσε να μάς κηρύξει ‘δίκαιους’ χωρίς όλην αυτή τη φασαρία. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε ανάγκη για το Θεό, είτε προκειται για τη δικαιοσύνη Του είτε για οτιδήποτε άλλο. Ο Θεός είναι ελεύθερος και δεν έχει καμιά ανάγκη. Ωστόσο, υπάρχει μιά ανάγκη η οποία βρίσκεται μέσα μας. Είμαστε στ’ αλήθεια διαλυμένοι, άδικοι, αμαρτωλοί και χρειαζόμαστε θεραπεία ενώ βρισκόμαστε υπό το κράτος του θανάτου και της φθοράς. Αν η θεραπεία μας χρειαζόταν μόνο μιά λέξη, τότε γιατί δεν τη λέγαμε πολύ νωρίτερα; Η αναγκαιότητα της σωτηρίας βρίσκεται μέσα μας. Η Ενανθρώπιση του Ιησού, η Σταύρωση και η Ανάστασή του είναι πράξεις ελευθερίας. Είναι με απόλυτη ελευθερία και συνεργασία που Ενανθρωπίζεται μέσα στην Παρθένο. Ο θάνατός Του είναι ‘θεληματικός’. «οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν( ΣΗΜ: την ψυχήν ) ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ..»(Ιω. 10, 18). Ούτε και η σωτηρία μας παραβιάζει την ελευθερία μας. Πρέπει ελεύθερα να αποδεκτούμε το δώρο του Θεού δια του Ιησού Χριστού. Η συνέργεια της σωτηρίας είναι ο σεβασμός του Θεού για την ελευθερία μας ως πρόσωπα. Πρόκειται για την ίδια ελευθερία που βρίσκεται στο επίκεντρο του μυστηρίου της έννοιας ‘το πλήρωμα του χρόνου’. Ο Χριστός εισήλθε στην ιστορία στην κρίσιμη στιγμή της ελευθερίας του ανθρώπου. Η ‘αντικατάσταση’ του Χριστού δεν σημαίνει ‘παίρνω τη θέση κάποιου’. Ο Χριστός δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη φύση αλλά την ‘προσλαμβάνει’. Για το Χριστό, κάθε άνθρωπος βρίσκεται πάνω στο Σταυρό. Ο Δεύτερος Αδάμ ‘ανακεφαλαιώνει’ τον Πρώτο Αδάμ και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στο Σταυρό τελεσειουργείται μιά ανταλλαγή, μιά περιχώρησις. Ο όρος ‘περιχώρηση’ χρησιμοποιήθηκε από τον Αγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο κατά την περιγραφή της σχέσης μεταξύ της Θείας και της Ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Πρόκειται για την ίδια σχέση (ή μιά σχέση που μπορεί να περιγραφεί με τον ίδιο τρόπο) που φανερώνεται και στη σωτηρία μας. Ο Ιησούς πεθαίνει στο Σταυρό. Εμείς πεθαίνουμε στο Σταυρό. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι• ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός• ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» ( Γαλ. 2, 20). Ο Απ. Παύλος δεν περιγράφει εδώ μιά ‘ηθική’ ή ‘δεοντολογική’ συναλλαγή αλλά μιά μυστική και αληθινή αντικατάσταση κατά την οποία η ζωη του Χριστου και η ζωή μας περιχωρούνται. Η ζωή, ο θάνατος και η ανάστασή Του γίνονται η ζωή ο θάνατος και η ανάστασή μας. «ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι, ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. 4συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτως καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. 5εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα• 6τοῦτο γινώσκοντες ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ• 7ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. 8εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, 9εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. 10ὃ γὰρ ἀπέθανεν, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ• ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ θεῷ»( Ρωμ. 6, 3-10). Μιά άποψη για την έννοια της ‘αντικατάστασης’ που περιλαμβάνει την απουσία μας από το Σταυρό παρερμηνεύει παραγράφους όπως την ανωτέρω. Θα έπρεπε να προσαρμόσουμε το κείμενο του Απ. Παύλου και να εισαγάγουμε επανηλειμμένα τις λέξεις « θα ήταν όπως». Π.χ «ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι, ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ θα ήτο ως να ἐβαπτίσθημεν»κλπ. Όμως τετοια παρερμηνία διαταράσσει την πραγματικότητα της σωτηρίας και μετατρέπει την Χριστιανική ζωή σε μιά αφηρημένη ηθική. Τα μυστήρια μετατρέπονται σε κενές διανοητικές ασκήσεις. Υπάρχουν και επιπλέον αδυναμίες με τα εγκληματολογικά μοντέλα, αλλά δέν είναι του παρόντος. Το στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι μιά κοινωνική ετήσια υπενθύμηση ενός νομικού γεγονότος. Αντίθετα είναι ένας μυστικός εναγκαλισμός της αληθινής ζωής η οποία περιχωρείται μέσα σε κάθε πιστό. Εχοντας βαπτιστεί στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, οδεύουμε στον κοινό δρόμο του δικού μας Γολγοθά. Εδώ υποφέρουμε και πεθαίνουμε με το Χριστό έχοντας μοιραστεί μαζί Του τη νηστεία και την προετοιμασία Του. Πεθαίνοντας μαζί Του, χαιρόμαστε με τη νίκη Του/μας πάνω στο θάνατο και τον Αδη και συμμετέχουμε στη γιορτινή ωδή την ώρα που ο θάνατος καταργείται από αυτό που τώρα είναι και ο κοινός μας θάνατος. Αυτό είναι το μέγαλο μυστήριο της πίστης μας. Όσοι τρώνε το Σώμα και πίνουν το Αίμα του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Χριστού, μένουν μαζί Του, όπως Εκείνος μένει μαζι τους και γίνονται συμμμέτοχοι ( όσοι έχουν αληθινό μερίδιο) όλων όσων Του ανήκουν. Αυτή είναι η έννοια της μεγάλης αντικατάστασης- περιχώρησης, το ότι ο Θεός εγίνε ότι είμαστε εμείς για να μπορέσουμε να γίνουμε αυτό που είναι Αυτός. Ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές.

Μετάφραση: Φιλοθέη

Πηγή: http://glory2godforallthings.com/2013/04/19/therapeutic-substitutionary-atonement/