Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ - ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ, ΝΟΜΙΚΟΥ - ΙΑΤΡΟΥ



Το θέμα της αφέσεως των αμαρτιών μας ο Ιησούς Χριστός το δίδαξε και ενώ ζούσε αλλά και όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς. Το βασικότερο πρόβλημά μας είναι η καθαρότητα και η λαμπρότητα του σώματος και της ψυχής, δηλ. το πρόβλημα της αφέσεως των αμαρτιών μας, διότι «ουδείς ζήσεται και ουχ αμαρτήσει».

Ο Χριστός, στους λόγους Του: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κακράτηνται» (Ιωάν. 20, 22,23) προς τους Αποστόλους και οι Απόστολοι προς τους ιερείς, σε όσους έχουν «αποστολική διαδοχή», θέσπισε το Μυστήριο της Μετάνοιας και της Εξομολόγησης. Μόνο μέσω αυτού του Μυστηρίου μπορούμε να αποκατασταθούμε από την πτώση μας. Η Εκκλησία με τους ιερείς της είναι εκείνη που συγχωρεί τις αμαρτίες μας, και όχι εάν «εξομολογηθούμε» μπροστά στις εικόνες ή εάν μας διαβάσει ένας ιερέας μία ευχή ή εάν ακούσουμε ένα ευχέλαιο. Με ποιο τρόπο δίδεται η αιώνια ζωή σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο; Μετά την Ανάσταση του Ιησού Χριστού υπάρχει ένας άλλος τρόπος για να σωθούμε, Ούτε τα έργα μας σώζουν, ούτε οι ασθένειες «λειώνουν» τις αμαρτίες μας, ούτε το «μνήσθητι» του ληστή μας σώζει. «Ο βαπτισθείς ούτως σωθήσεται» και «Ο τρώγων μου την σάρκαν και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ και εγώ αναστομώσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα».

Με το Μυστήριο της Θ. Μεταλήψεως λαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού που διατηρεί τη Ζωή μέσα μας, μόνον εάν έχουμε προετοιμαστεί κατάλληλα με την Εξομολόγηση. Η συχνή Θ. Κοινωνία μετά από κατάλληλη προετοιμασία, και όχι η από συνήθεια προσέλευση μόνο μία φορά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και το Δεκαπενταύγουστο, είναι εκείνη που διατηρεί τον Ιησού Χριστό, δηλ. την Ζωή, μέσα μας. Όποιος δεν θέλει να φύγει από την αμαρτία, δηλ. τον θάνατο, τότε μόνος του αποκόπτεται από τον Χριστό και από εκείνη τη στιγμή είναι ΝΕΚΡΟΣ!

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝΥΜΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

+ Αναστάσιος
Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας
Εκπληκτικές οι επεμβάσεις του Θεού. Υπέρβαση του αδυνάτου
Προς τον ευλαβή κλήρο και λαό,
Τέκνα εν Κυρίω προσφιλέστατα,
«Ὅπου Θεός δέ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις»
(Ύμνος από τον όρθρο των Χριστουγέννων)
Απρόσμενοι οι τρόποι με τους οποίους ενεργεί ο Θεός. Ασύλληπτοι στην ανθρώπινη λογική. Τα γεγονότα των Χριστουγέννων επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια.
Ο Ιησούς Χριστός, ο Λυτρωτής του κόσμου, δεν εισέρχεται στην ιστορία της ανθρωπότητος ως στρατηλάτης ή πανίσχυρος κυβερνήτης.
Δεν επιβάλλεται με εξωτερική ισχύ, πλούτο, σοφία. Γεννιέται σε τόπο φτωχικό, στη φάτνη ενός στάβλου, σε περιβάλλον αφιλόξενο, αδιάφορο έως εχθρικό.
Η στοργική μητέρα Του «ἐσπαργάνωσεν αὐτόν, καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι»(Λουκ.2:7).
Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού είναι συνυφασμένη με αντίξοες συνθήκες, ποικίλα αδιέξοδα. Προ της Γεννήσεως ο δίκαιος Ιωσήφ, σκανδαλίζεται και θέλει να εγκαταλείψει την πάναγνη μητέρα του Χριστού.
Οι κάτοικοι της Βηθλεέμ δείχνουν πλήρη αδιαφορία για την ετοιμόγεννη Παναγία. Βρέφος ακόμη απειλείται από τη μανία του παρανοϊκού Ηρώδη.
Στις απειλές αυτές, η έκβαση έρχεται με τη θεία ενέργεια και τη συνέργεια της ανθρώπινης αρετής του «δικαίου» Ιωσήφ και της άχραντης Μαρίας.
Οι διηγήσεις των Ευαγγελιστών για τη Γέννηση αποκαλύπτουν ότι η πρόνοια του Θεού ακολουθεί πρωτόγνωρους δρόμους.
Αυτό ισχύει σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Και την δική μας, την προσωπική. Όσο περισσότερο συνδεόμαστε με τον Χριστό, με πίστη βαθιά και ολοκληρωτική υπακοή στο θέλημά Του, τα ποικίλα προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα λύνονται ειρηνικά.
Συγχρόνως με τη δική Του έμπνευση και δύναμη μπορούμε κι εμείς να συμβάλουμε στην υπέρβαση ποικίλων αδιεξόδων: Ανοίγοντας περάσματα κατανοήσεως και καταλλαγής εκεί που όλα είναι σφραγισμένα από τη σκληρότητα, την καχυποψία, τη μικρόνοια, το μίσος ή τον φανατισμό.
Παράλληλα, τα ιστορικά γεγονότα της Γεννήσεως του Χριστού καθορίζουν το πρότυπο ζωής για όσους Τον ακολουθούν.
Ο Ιησούς ταπεινώθηκε, τονίζοντας την αξία των ταπεινών. Γεννήθηκε σε τόπο φτωχικό, για να μην περιφρονούνται οι φτωχοί.
Διώχθηκε, προβάλλοντας την αξιοπρέπεια των αδίκως διωκομένων. Υπέφερε, εμπνέοντας τη συμπάθεια στους πάσχοντες.
Ταλαιπωρήθηκε ως παιδί, για να μη λησμονούμε τα δικαιώματα και τις ανάγκες των παιδιών όλου του κόσμου.
***
Υπάρχει όμως η και άλλη διάσταση των Χριστουγέννων, η θεολογική και κοσμολογική. Αυτήν αποκαλύπτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επισημαίνοντας ότι το μεγάλο Μυστήριο της Γεννήσεως συνδέεται με όλη τη δημιουργία.
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος ... Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»(Ιω. 1: 1,14).
Ο Ευαγγελιστής ρίχνει φως στο μυστήριο της Σαρκώσεως που συνιστά την υπέρβαση του αδυνάτου και μας καλεί να δούμε το βαθύτερο νόημα και την προοπτική του.
Παρά τις εξωτερικές συνάφειες με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την εβραϊκή επεξεργασία της, η έννοια του λόγου λαμβάνει στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο μια νέα θεολογική σημασία.
Ο Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο δημιουργός του σύμπαντος, το φως και η ζωή της ανθρωπότητος, ο Οποίος έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία του κόσμου.
Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνοψίζει περιεκτικά: «Και μην αναζητάς το πώς. Επειδή όπου θέλει ο Θεός, υπερβαίνεται της φύσεως η τάξη.
Το θέλησε, το κατέστησε δυνατό. Κατέβηκε (στη γη) έσωσε... Αλλά δεν έγινε άνθρωπος με αλλοίωση της θεότητος ούτε πάλι έγινε Θεός με προοδευτική εξέλιξη. Αλλά ως Λόγος απαθής χωρίς καμία αλλοίωση, έλαβε σάρκα, χωρίς η θεία Του φύση να μεταβληθεί». (Στο πρωτότυπο: «Καὶ μὴ ζήτει πῶς· ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς, νικᾶται φύσεως τάξις. Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη· κατῆλθεν, ἔσωσε... Οὐδὲ γὰρ κατ' ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος, οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός· ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο, ἀμεταβλήτου μεν ούσης τῆς φύσεως.» (Migne P.G.56:385-386).
Στο πρόσωπο του Χριστού έσμιξαν η θεία και η ανθρώπινη φύση.
Ο άπειρος και απρόσιτος Θεός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση επισημαίνοντας την απέραντη αξία του ανθρώπου, τόσο κατά τη πνευματική όσο και τη σωματική του οντότητα.
Εκείνο, συνεπώς που δίνει στον κάθε άνθρωπο αξία δεν είναι η καταγωγή, η φυλή, οι γνώσεις, οι ικανότητες, το φύλο, η εξωτερική εμφάνιση, ο πλούτος, αλλά το ότι είναι άνθρωπος.
Πολλοί, δεν αποδέχονται την αλήθεια της σαρκώσεως του Λόγου. «Οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις»(Β΄ Θεσ. 3:2). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης το επισημαίνει: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον.»(Ιω. 1:11).
Οι Ιουδαίοι, που Τον περίμεναν ως Μεσσία, δεν Τον αναγνώρισαν ως Σωτήρα. Άλλοι χαρακτήρισαν «αδύνατο» το γεγονός ότι ο «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3:16), «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ...» (Ιω.1:12).
Χάρη στην πίστη τους, ο Θεός τούς δωρίζει την ικανότητα και την εξουσία να γίνουν όχι απλώς ακόλουθοί Του, άλλα, «Τέκνα Θεού», ανοίγοντάς τους δρόμους για την υπέρβαση της αμαρτίας και του θανάτου, ώστε να γίνουν «κοινωνοί θείας φύσεως»(Β' Πέτρ. 1: 3-4).
Αυτή η μοναδική δυνατότητα ενεργοποιείται μέσα στο μυστικό Σώμα του Χριστού «ὅ ἐστίν ἡ Ἐκκλησία», με την εξαγιαστική Χάρη των Μυστηρίων.
Αυτές οι αλήθειες δεν επιβάλλονται, βεβαίως, με σχήματα νοητικά. Προσεγγίζονται και βιώνονται «ἐν πίστει». Και η Εκκλησία μάς καλεί σ' αυτή την προσέγγιση, ιδιαίτερα στις μεγάλες εορτές.
**
«Ὅπου Θεός δέ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις»
Η εορτή των Χριστουγέννων, αδελφοί μου, μας θυμίζει τις ιδιαίτερες συνθήκες και δυσκολίες μέσα στις οποίες βάδισε από βρέφος ο Ιησούς Χριστός.
Αλλά, κυρίως, ότι Αυτός είναι ο Λόγος ο Οποίος «ἐσαρκώθη... καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Κι εμείς συχνά αντιμετωπίζουμε ανυπέρβλητες αντιξοότητες.
Ας μην τα χάνουμε. Η πίστη στον Χριστό χαρίζει την πεποίθηση ότι δεν είμαστε μόνοι σε ένα έναν κόσμο σκληρό. Ο ένσαρκος Λόγος του Θεού παραμένει αδιάκοπα μαζί μας.
Αυτός δίνει νόημα, φως και δύναμη σε κάθε φάση της ζωής μας. Αυτός ανοίγει περάσματα σε δύσβατους τόπους Προσφέρει τη δυνατότητα υπερβάσεως του ανθρωπίνως αδυνάτου.
Με τη βεβαιότητα ότι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18:27) ,ας εορτάσουμε τα Χριστούγεννα, αντλώντας έμπνευση, αντοχή και ελπίδα στις μικρές ή μεγάλες δοκιμασίες, στα προσωπικά και κοινωνικά μας προβλήματα.
Ευλογημένα Χριστούγεννα, ειρηνοφόρος ο νέος χρόνος.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΕ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - Ένας Ιεράρχης γράφει για τον Όσιο Πορφύριο

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ

Πρόσφατα ανακοινώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι έγινε η αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, ο οποίος πλέον επισήμως είναι άγιος της Εκκλησίας μας.

Αυτό μου δίνει ιδιαίτερη χαρά, γιατί πριν δέκα περίπου χρόνια πρότεινα την διαδικασία της αγιοκατατάξεώς του. Πιθανόν να το έχουν κάνει και άλλοι, αλλά εγώ το έκανα επισήμως και ακολούθησα την οδό δια της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Συγκεκριμένα το έτος 2004 απέστειλα στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, δια της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, γράμμα, δια του οποίου ζητούσα την αγιοκατάταξη του π. Πορφυρίου μαζί με άλλους ευλογημένους και εξαγιασμένους Γέροντες.

Τότε ο Οικουμενικός Πατριάρχης μου απέστειλε δια της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ένα πολύ σημαντικό γράμμα, το οποίο κρατώ στο αρχείο μου ως τεκμήριο υψίστης τιμής και στο οποίο με ευχαριστούσε για την «λίαν τεκμηριωμένην» πρότασή μου, εξέφρασε την χαρά του γι' αυτό, διετύπωνε την πεποίθησή του ότι είναι «εν δυνάμει» άγιοι της Εκκλησίας και θα θεωρούσε μεγάλη τιμή να γίνη η αγιοκατάταξή τους κατά την Πατριαρχεία του. Όμως, όπως έγραφε, θα έπρεπε να αναμείνουμε λίγο ακόμη χρονικό διάστημα, πράγμα το οποίο άρχισε να εκδηλώνεται.

Η πρότασή μου για την αγιοκατάταξη στηριζόταν σε θεολογικά κριτήρια.

Βεβαίως, ο όσιος Πορφύριος είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση στους ανθρώπους που τον πλησίαζαν με την καθαρότητα της καρδιάς και του νού του, που ως αποτέλεσμα είχε να διαθέτη το προορατικό και το διορατικό χάρισμα, καθώς επίσης να θεραπεύη τους λογισμούς και τις πολυποίκιλες ασθένειες των ανθρώπων, να εκδηλώνη ποικιλοτρόπως την καθαρή αγάπη του σε όλους. Έχουν γραφή πολλά άρθρα και βιβλία για το θέμα αυτό.

Εμένα, όμως, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο λόγος του, που διακρινόταν για την θεολογική ευκρίνεια, την ησυχαστική παράδοση, τον καθαρό έρωτα στον Χριστό, την Εκκλησία και τους ανθρώπους και την αγιοπατερική συγκρότηση. Βεβαίως, ο όσιος Πορφύριος δεν είχε τελειώσει κάποια Θεολογική Σχολή, αλλά ήταν ένας χαρισματικός-εμπειρικός θεολόγος και ο λόγος του ήταν απαύγασμα της καθαρής καρδιάς του.

Ο όσιος Πορφύριος ήταν ένας ζωντανός πνευματικά οργανισμός, γιατί κατοικούσε μέσα του η Χάρη του Αγίου Πνεύματος που τον καθοδηγούσε συνεχώς και ως τέτοιος ζωντανός οργανισμός γεννούσε διαρκώς θεολογικό λόγο και αναγεννούσε τους ανθρώπους.

Είχα μαζί του μια επικοινωνία κατά διαστήματα. Δύο ή τρεις φορές τον συνάντησα προσωπικά και μιλήσαμε για διάφορα θέματα, αλλά κυρίως μου τηλεφωνούσε κατά καιρούς για να με ευχαριστήση για κάποιο κείμενό μου που είχε διαβάσει.

Δεν θέλω εδώ να παρουσιάσω το τί ακριβώς μου έλεγε, αλλά κυρίως θέλω να αποκαλύψω την γνώμη του που είχε για τον Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ. Έλεγε ότι είναι μεγάλη ευλογία από τον Θεό σε κάποιον να συναντήση τον Γέροντα Σωφρόνιο, έστω και μια φορά στην ζωή του, γιατί ο λόγος του είναι φωτιά που αναγεννά, αποτέλεσμα μιας βαθειάς μετάνοιας και εμπειρίας. Και με θεώρησε ευνοημένο από την Χάρη του Θεού που αξιώθηκα να έχω διαρκή επικοινωνία μαζί του.

Αυτό δείχνει την πνευματική ευαισθησία με την οποία μπορούσε να καταλάβη την εσωτερική κατάσταση ενός εξαγιασμένου ανθρώπου καί, κυρίως, την βαθειά μετάνοια και την πυρφόρα προσευχή που είναι φωνή θεολογική.

Διαβάζοντας τα λόγια του οσίου Πορφυρίου, κυρίως στο βιβλίο «Βίος και λόγοι» (εκδ. Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής Χανίων), πρόσεχα περισσότερο τον θεολογικό του λόγο και αυτός με εντυπωσίαζε. Είναι ένας λόγος ζωντανός που συνδέει νοερά προσευχή, θεολογία αποστολική, αγνό έρωτα για τον Χριστό, είναι συνδυασμός ασκήσεως και Μυστηρίων, απόλυτης εγκαταλείψεως του εαυτού του στον Θεό, βαθειά αίσθηση της εσωτερικής ζωής της Εκκλησίας και πολλά άλλα.

Προσωπικά θεωρώ ότι όλη η ζωή του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου ερμηνεύεται από δύο γεγονότα που έγιναν στην αρχή της μοναχικής ζωής του.

Το πρώτο γεγονός είναι η θεωρία του γερο-Δημά, ενός ασκητού στα Καυσοκαλύβια που τον είδε να προσεύχεται πριν αρχίσει η ακολουθία του όρθρου στον πρόναο του Κυριακού, ενώ εκείνος ήταν αθέατος και προσευχόταν. Βλέποντας τον Γερο-Δημά να προσεύχεται, τον είδε να λάμπη στο φώς, εισήλθε μέσα στην καρδιά του η νοερά προσευχή, δηλαδή ο νούς κατέβηκε στην καρδιά και άρχισε να προσεύχεται.
Διηγείται ο ίδιος:

«Ένα πρωί, κατά τις τρεισήμισι, επήγα στο Καθολικό, στην Αγία Τριάδα, για την ακολουθία. Ήταν νωρίς ακόμη. Δεν είχε χτυπήσει ακόμη το σήμαντρο. Κανείς δεν ήταν μές στην εκκλησία. Κάθισα στον πρόναο, κάτω από μία σκάλα. Ήμουν αθέατος και προσευχόμουν.

Σε μια στιγμή ανοίγει η πόρτα της εκκλησίας και μπαίνει ένας ψηλός κι ηλικιωμένος μοναχός. Ήταν ο Γερο-Δημάς. Μόλις μπήκε, κοίταξε δεξιά-αριστερά- δεν είδε κανένα. Τότε, λοιπόν, κρατώντας ένα μεγάλο κομποσχοίνι, άρχισε τις μετάνοιες τις στρωτές, πολλές και γρήγορες, κι έλεγε συνεχώς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με... Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Σε λίγο έπεσε σ' έκσταση. Δεν μπορώ, δεν βρίσκω λόγια να σας περιγράψω τη συμπεριφορά του απέναντι στον Θεό κινήσεις αγάπης και λατρείας, κινήσεις θείου έρωτος, θείας αγάπης κι αφοσιώσεως.

Τόν είδα να στέκεται, ν' ανοίγει τα χέρια του όρθιος, σε σχήμα σταυρού, όπως έκανε ο Μωυσής στή θάλασσα, κι έκανε ένα πράγμα: «Ούουουουου!...». Τί ήταν αυτό;».

Ήταν μέσα στην χάρι. Έλαμπε μέσα στο φώς. Αυτό ήταν! Αμέσως μου μετέδωσε την ευχή. Αμέσως μπήκα στή δική του ατμόσφαιρα. Δεν με είχε δεί. Ακούστε με. Συγκινήθηκα κι άρχισα να κλαίω. Ήλθε σ' εμένανε τον ταπεινό κι ανάξιο η χάρις του Θεού. Πώς να σας το πώ; Μού μετέδωσε την χάρι. Δηλαδή η χάρις που είχε εκείνος ο άγιος ακτινοβόλησε και στή δική μου την ψυχή. Μού μετέδωσε τα χαρίσματά του τα πνευματικά».

Στην συνέχεια γράφει:

«Μετά την ακολουθία έφυγα στο δάσος μόνος μου, γεμάτος χαρά κι αγαλλίαση. Τρέλα! Νοερώς έλεγα την Ευχαριστία πηγαίνοντας για την καλύβη. Μέ πάθος έτρεχα μές στο δάσος, πηδούσα απ' τη χαρά μου, άνοιγα σ' έκσταση τα χέρια μ' ενθουσιασμό, δυνατά, και φώναζα: "Δόξα Σοι ο Θεοοός! Δόξα Σοι ο Θεοοός!" Ναί, τα χέρια μου μείνανε ξερά, γίνανε κόκκαλο, ξύλο, κι ανοιγμένα ίσια σχημάτιζαν με το σώμα μου σταυρό. Δηλαδή, αν με έβλεπες απ' το πίσω μέρος θα έβλεπες ένα σταυρό.

Το κεφάλι μου σηκωμένο προς τον ουρανό, το στέρνο ετέντωνε με τα χέρια να φύγει για τον ουρανό. Το μέρος που είναι η καρδιά πήγαινε να πετάξει. Αυτό που σας λέγω είναι αλήθεια, το είχα πάθει. Πόση ώρα ήμουν σ' αυτή την κατάσταση δεν ξέρω. Όταν συνήλθα, έτσι όπως ήμουν, κατέβασα τα χεράκια μου και σιωπηλός με δάκρυα προχώρησα πάλι με βρεγμένα τα μάτια μου».

Βεβαίως, δεν μπορώ να αμφισβητήσω την ευλογημένη κατάσταση του Γερο-Δημά, αλλά θεωρώ ότι ο ίδιος ο μικρός τότε Πορφύριος ήταν σε μια τέτοια πνευματική κατάσταση για να δη τον Γερο-Δημά να προσεύχεται μέσα στο φώς. Αυτό έχει σχέση με το χωρίο «εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς» (Ψαλμ. λε', 10). Και αυτό του δημιουργούσε μια θεία τρέλα.

Το δεύτερο γεγονός που πάλι προέρχεται από την αρχή της μοναχικής του ζωής στον Άγιον Όρος που έκανε τέλεια υπακοή, είχε καθαρότητα νού και είχε νοερά προσευχή, ύστερα από την συνάντηση με τον Γερο-Δημά.

Τότε στην έρημο του Αγίου Όρους άκουσε ένα αηδονάκι να κελαηδά κρυμμένο στις φυλλωσιές των δένδρων και κατάλαβε ότι κελαηδούσε μέσα στην ησυχία δοξάζοντας τον Θεό. Είναι εκπληκτική η διήγηση αυτού του περιστατικού που έκανε στα μετέπειτα χρόνια:

«Μιά μέρα, ένα πρωινό προχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν.

Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πώ, πώ, πώ! Να ‘χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει!

Μού ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον Γερο-Δημά. Ήταν η δεύτερη φορά που το δοκίμαζα.

Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σάς φανέρωσα, όμως, το μυστήριο. Και σκεπτόμουν. «Γιατί το αηδονάκι να βγάζει αυτούς τους λαρυγγισμούς; Γιατί να κάνει αυτές τις τρίλιες; Γιατί να ψάλλει αυτό το υπέροχο άσμα; Γιατί, γιατί, γιατί… γιατί να ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, για ποίο σκοπό; Μήπως περιμένει να το επαινέσει κανείς; Όχι, βέβαια, εκεί κανείς δεν θα το κάνει αυτό». Μόνος μου φιλοσοφούσα. Αυτό τ’ απέκτησα μετά το γεγονός με τον Γερο-Δημά. Πρίν απ’ αυτό δεν το έκανα.

Πόσα δεν μου είπε το αηδονάκι! Και πόσα του είπα μές στή σιωπή: «Αηδονάκι μου, ποιός σου είπε
ότι εγώ θα περνούσα από δώ; Εδώ κανείς δεν πλησιάζει. Είναι τόσο απρόσιτο το μέρος. Πόσο ωραία κάνεις χωρίς διακοπή το καθήκον σου, την προσευχή σου στον Θεό! Πόσα μου λές, αηδονάκι μου, πόσα με διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινούμαι. Αηδόνι μου, μου δείχνεις με το κελάηδημά σου πως να υμνώ τον Θεό, μου λές χίλια, πολλά, πάρα πολλά…».

Δεν είμαι καλά από υγεία, να τα πω όπως τα νιώθω. Θα μπορούσε να γραφεί ένα ολόκληρο πεζογράφημα. Το αγάπησα πολύ το αηδόνι. Το αγάπησα και μ’ ενέπνευσε. Σκέφτηκα: «Γιατί εκείνο κι όχι κι εγώ; Γιατί εκείνο να κρύβεται κι όχι κι εγώ;». Και μου ήρθε στο νού ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να χαθώ, πρέπει να μήν υπάρχω. Είπα: «Γιατί; Είχε αυτό κόσμο μπροστά του; Ήξερε ότι ήμουν εγώ και τ’ άκουγα;

Ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιάζονταν; Γιατί πήγαινε σε τέτοια κρυφά μέρη; Αλλά κι εκείνα τ’ αηδόνια μές στο λόγγο, μές στή ρεματιά που βρισκόντουσαν τη νύκτα και την ημέρα, το βράδυ και το πρωί, ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόντουσαν όλα; Και γιατί το κάνανε αυτό το πράγμα; Και γιατί πηγαίνανε σε τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε το λάρυγγά τους; Ο σκοπός ήταν η λατρεία, το ψάλσιμο στον Δημιουργό τους, η λατρεία στον Θεό. Έτσι τα εξηγούσα».

Θεωρώ ότι αυτό το περιστατικό δεν ήταν απλώς μια συναισθηματική στιγμή και μια αισθητική κατάσταση, αλλά ήταν η θεωρία των λόγων των όντων μέσα από την δική του καθαρότητα και προσευχή. Ζούσε ο ίδιος μέσα στην Χάρη του Θεού και έβλεπε τους λόγους των όντων, δηλαδή την άκτιστη δημιουργική και συνεκτική ενέργεια του Θεού, σε όλη την κτίση.

Αυτά τα δύο εκπληκτικά γεγονότα, που δείχνουν την πραγματική ζωντανή θεολογία, εκφράζουν στην ολότητα τον όσιο Πορφύριο. Βρισκόταν ο ίδιος μέσα στο Φως της θείας Χάριτος και είδε την Χάρη του Θεού. Έτσι εξηγείται το πώς ζούσε μέσα στην Ομόνοια και είχε συνεχή κοινωνία με τον Θεό, έτρεφε αγάπη για όλη την κτίση και τους ανθρώπους και όπου πήγαινε βρισκόταν μέσα στο Φως της Χάριτος, όπως γύρω από την γή υπάρχει η ατμόσφαιρα που μετακινείται και αυτή μαζί με την γή.

Έτσι, ακόμη, εξηγείται το ότι στην πνευματική του διαθήκη ευχόταν,στά πνευματικά του παιδιά και σε όλους να μας αξιώση ο Θεός «νά μπούμε στην επίγειο άκτιστη Εκκλησία Του», που είναι η μετοχή της δόξης του Θεού από την ζωή αυτή.

Έτσι εξηγείται το ότι βλέποντας να πλησιάζη η έξοδός του από την ζωή αυτή αποσύρθηκε στο Άγιον Όρος για να ζήση και να κοιμηθή ησυχαστικά και μάλιστα παρακάλεσε ώστε και το σώμα του να παραμείνη θαμμένο σε άγνωστο μέρος.

Νομίζω ότι η θεωρία του φωτός του γερο-Δημά και η θεωρία των λόγων των όντων στο κελάηδημα του αηδονιού, που είχαν σχέση με την εσωτερική του ζωή, είναι εκείνα που τον οδήγησαν στο να κοιμηθή απομακρυσμένος από τα βλέμματα των ανθρώπων, ψάλλοντας σaν το αηδονάκι κρυφά στον Θεό και προσευχόμενος ωσάν τον γερο-Δημά.

Νομίζω ότι τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη πρέπει να τον ερμηνεύουμε μέσα από θεολογικά κριτήρια, μέσα από την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, σύμφωνα με την όλη Παράδοση της Εκκλησίας, που είναι η βασική προϋπόθεση της θεώσεως του ανθρώπου.

Όποιος βλέπει τον όσιο Πορφύριο μέσα από συναισθηματισμούς και από μια αγάπη προς όλους, έξω από τις ασκητικές προϋποθέσεις της αληθινής αγάπης, σφάλλει. Οπότε και στην περίπτωση του οσίου Πορφυρίου μπορούμε να εντοπίσουμε τις πραγματικές προϋποθέσεις της αγιότητος, που είναι η ουσία της ορθοδόξου θεολογίας και της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης είναι μια ζωντανή «θεολογία γεγονότων». Μέσα από αυτή την προοπτική διάβασα τους λόγους του, είδα το πρόσωπό του και στην συνέχεια πρότεινα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την αγιοκατάταξή του.

Νά έχουμε την ευχή του και τις πρεσβείες του.

Πηγή: www.dogma.gr

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Η ΤΕΧΝΗ Ν' ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΣΤΕ

ΟΣΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ 

Εκείνο που πρέπει να επιζητούμε, όταν βρισκόμαστε μέσα στη θύελλα των θλίψεων, δεν είναι η συναισθηματική νάρκωση, ούτε κάποια μέθοδος που θα μας κάνει αναίσθητους, αλλά η τέχνη ν’ αποδεχόμαστε και να υπομένουμε μ’ ευγνωμοσύνη κάθε λύπη.

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Η Φιλοπτωχεία


Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει κανείς την υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές και να της δώσει το πρωτείο και το βραβείο, όπως ακριβώς δεν είναι εύκολο να βρει μέσα σ’ ένα ολάνθιστο και μοσχοβόλο λιβάδι το πιο ωραίο κι ευωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε το ένα και πότε το άλλο του τραβάει την προσοχή και τον προκαλεί να το κόψει πρώτο.
            Έτσι, λοιπόν, σκέφτομαι ότι καλές αρετές είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Και μάρτυρας για την πίστη είναι ο Αβραάμ, που δικαιώθηκε από την πίστη του· μάρτυρες για την ελπίδα είναι ο Ενώς, που πρώτος στήριξε την ελπίδα του στην επίκληση του Κυρίου, και όλοι οι δίκαιοι, που κακοπαθούν με την ελπίδα της σωτηρίας· μάρτυρες για την αγάπη, τέλος, είναι ο απόστολος Παύλος, που έφτασε στο σημείο να εύχεται τη δική του απώλεια για χάρη των αδελφών του Ισραηλιτών, και ο ίδιος ο Θεός, που ονομάζεται αγάπη (Α’ Ιω. 4:8).

            Καλή είναι η φιλοξενία. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι από τους δικαίους ο Λωτ, ο Σοδομίτης στη διαμονή μα όχι Σοδομίτης στη διαγωγή, και από τους αμαρτωλούς η Ραάβ, η πόρνη στο σώμα μα όχι πόρνη στην προαίρεση, που επαινέθηκε και σώθηκε για τη φιλοξενία (Ιησ. Ναυή 2:1-21).

            Καλή είναι η μακροθυμία. Και μάρτυρας γι’ αυτό είναι ο ίδιος ο Χριστός, που δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει τις λεγεώνες των αγγέλων Του εναντίον των βασανιστών Του και όχι μόνο μάλωσε τον Πέτρο, όταν τράβηξε το μαχαίρι του, μα και το αυτί, που είχε κόψει εκείνος, το έβαλε πάλι στη θέση του. Το ίδιο έκανε αργότερα και ο Στέφανος, ο μαθητής του Χριστού, που προσευχόταν για κείνους που τον λιθοβολούσαν.

            Καλή είναι η πραότητα. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι ο Μωυσής και ο Δαβίδ, που πάνω απ’ όλα ως πράοι μαρτυρήθηκαν απ’ τη Γραφή, καθώς και ο Διδάσκαλός τους, ο θεάνθρωπος Ιησούς, που ούτε φιλονικούσε ούτε κραύγαζε, ούτε ξεφώνιζε στις πλατείες ούτε αντιστεκόταν σ’ εκείνους που Τον είχαν συλλάβει.

            Καλές είναι η προσευχή και η αγρυπνία. Και μάρτυρας γι’ αυτό είναι ο Κύριος, που πριν το πάθος Του αγρυπνούσε και προσευχόταν.

            Καλές είναι η αγνεία και η παρθενία. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι τόσο ο Παύλος, που τις θεσμοθέτησε, βραβεύοντας δίκαια και το γάμο και την αγαμία, όσο και ο ίδιος ο Ιησούς, που γεννήθηκε από Παρθένο, για να τιμήσει τη γέννηση μα να προτιμήσει την παρθενία.

            Καλή είναι η ταπεινοφροσύνη. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι πολλοί, με κυριότερο πάλι το Σωτήρα και Κύριο των όλων, που ταπεινώθηκε, όχι μόνο παίρνοντας μορφή δούλου, παραδίνοντας το πρόσωπό Του στην ντροπή  και στα φτυσίματα και συναριθμώντας τον εαυτό Του με τους παρανόμους. Εκείνος, που καθαρίζει τον κόσμο από την αμαρτία, αλλά και πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του σαν υπηρέτης.

            Καλή είναι η ακτημοσύνη και η περιφρόνηση των χρημάτων. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι τόσο ο Ζακχαίος, που, μόλις μπήκε ο Χριστός στο σπίτι του, μοίρασε σχεδόν όλα τα υπάρχοντά του, όσο και πάλι ο ίδιος ο Κύριος, που, μιλώντας στον πλούσιο εκείνο νέο, περιόρισε την τελειότητα σ’ αυτό ακριβώς το πράγμα (Ματθ. 19:21).

            Κοντολογίς, καλή είναι η θεωρία, καλή είναι και η πράξη· η θεωρία γιατί μας ανυψώνει από τα γήινα, μας οδηγεί στα άγια των αγίων και επαναφέρει το νου στην αρχική φυσική του κατάσταση, και η πράξη γιατί υποδέχεται το Χριστό, Τον υπηρετεί και αποδεικνύει με τα έργα την αγάπη.

            Κάθε αρετή είναι κι ένας δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία, σε κάποιον απ’ τους αιώνιους και μακάριους τόπους. Γιατί, όπως υπάρχουν πολλοί τρόποι ζωής έτσι υπάρχουν και πολλοί τόποι κοντά στο Θεό, που χωρίζονται και μοιράζονται ανάλογα με την αξία του καθενός. Και άλλος ας ασκήσει τη μία αρετή, άλλος την άλλη, άλλος πολλές μαζί και άλλος όλες, αν βέβαια τούτο είναι δυνατό. Φτάνει μόνο να προχωράει κανείς και να επιδιώκει το ανώτερο, ακολουθώντας βήμα-βήμα Εκείνον που τον οδηγεί καλά και τον κατευθύνει και τον βάζει, μεσ’ από την στενή οδό και πύλη, στην απέραντη ουράνια μακαριότητα.

            Και αν ο Παύλος, που ακολουθεί κι αυτός το Χριστό, θεωρεί την αγάπη ως την πρώτη και μεγαλύτερη εντολή, ως τη σύνοψη του νόμου και των προφητών, το καλύτερο μέρος της θεωρώ πως είναι η αγάπη στους φτωχούς και, γενικότερα, η ευσπλαχνία και η συμπάθεια στους συνανθρώπους. Γιατί τίποτ’ άλλο δεν ευχαριστεί τόσο πολύ το Θεό και τίποτ’ άλλο δεν Του είναι τόσο αγαπητό όσο η ευσπλαχνία. Αυτή, μαζί με την αλήθεια, πηγαίνει μπροστά Του και αυτή πρέπει να Του προσφερθεί πριν την Κρίση. Μα και σε τίποτ’ άλλο δεν δίνεται ως ανταπόδοση από Εκείνον, που κρίνει με δικαιοσύνη και ζυγίζει με ακρίβεια την ευσπλαχνία, όσο στη φιλανθρωπία η φιλανθρωπία.

            Σ’ όλους, λοιπόν, τους φτωχούς και σ’ εκείνους που για οποιονδήποτε λόγο κακοπαθούν, οφείλουμε να δείχνουμε ευσπλαχνία, σύμφωνα με την εντολή: «Να μετέχετε στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται» (Ρωμ. 12:15). Και οφείλουμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους, ως άνθρωποι κι εμείς, την εκδήλωση της καλοσύνης μας, όταν τη χρειάζονται, χτυπημένοι από κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ή ορφάνια ή ξενητιά ή σκληρά αφεντικά ή άδικους άρχοντες ή άσπλαχνους φοροεισπράκτορες ή φονικούς ληστές ή άπληστους κλέφτες ή δήμευση περιουσίας ή ναυάγιο. Όλοι είναι αξιολύπητοι. Όλοι βλέπουν τα χέρια μας, όπως εμείς βλέπουμε τα χέρια του Θεού.

            Τι θα κάνουμε, λοιπόν, εμείς που έχουμε τιμηθεί με το μεγάλο όνομα ‘’χριστιανοί’’ και αποτελούμε τον διαλεχτό και ξεχωριστό λαό, ο οποίος οφείλει να καταγίνεται σε καλά και σωτήρια έργα; Τι θα κάνουμε εμείς οι μαθητές του πράου και  φιλάνθρωπου Ιησού, που σήκωσε τις αμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας την ανθρώπινη φύση μας, κι έγινε φτωχός, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη θεότητα; Τι θα κάνουμε, έχοντας μπροστά μας ένα τόσο μεγάλο υπόδειγμα ευσπλαχνίας και συμπάθειας; Θα παραβλέψουμε τους συνανθρώπους μας; Θα τους περιφρονήσουμε; Θα τους εγκαταλείψουμε; Κάθε άλλο, αδελφοί μου. Αυτά δεν ταιριάζουν σ’ εμάς, τους θρεμμένους από το Χριστό, τον καλό ποιμένα, που φέρνει πίσω το πλανεμένο πρόβατο και ψάχνει να βρει το χαμένο και στηρίζει το ασθενικό. Μα δεν ταιριάζουν ούτε στην ανθρώπινη φύση μας, που επιβάλλει τη συμπάθεια, αφού από την ίδια της την αδυναμία έμαθε την ευσέβεια και τη φιλανθρωπία.

            Γιατί, μολαταύτα, δεν βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, όσο είναι ακόμα καιρός; Γιατί εμείς ζούμε μέσα στην απόλαυση, ενώ οι αδελφοί μας μέσα στη δυστυχία; Ποτέ να μην πλουτίσω, αν αυτοί στερούνται! Ποτέ να μην έχω υγεία, αν δεν βάλω βάλσαμο στις πληγές τους! Ποτέ να μη χορτάσω, ποτέ να μην ντυθώ, ποτέ να μην ησυχάσω μέσα σε σπίτι, αν δεν τους δώσω ψωμί και ρούχα, όσα μπορώ, κι αν δεν τους ξεκουράσω μέσα στο σπίτι μου.

            Ας τ’ αναθέσουμε όλα στο Χριστό, για να τον ακολουθήσουμε αληθινά, σηκώνοντας το σταυρό Του, για ν’ ανεβούμε στον επουράνιο κόσμο ανάλαφρα και άνετα, χωρίς τίποτα να μας τραβάει προς τα κάτω, και για να κερδίσουμε στη θέση όλων αυτών το Χριστό, ανεβασμένοι χάρη στην ταπείνωσή μας και πλουτισμένοι χάρη στη φτώχεια μας. Ή, τουλάχιστον, ας μοιραστούμε με το Χριστό τα υπάρχοντά μας, για ν’ αγιαστούν κάπως με τη σωστή κατοχή τους και την προσφορά μεριδίου τους στους φτωχούς.

            Δεν θα συνέλθουμε, έστω και αργά; Δεν θα νικήσουμε την αναισθησία μας, για να μην πω την τσιγκουνιά μας; Δεν θα σκεφτούμε ως άνθρωποι; Δεν θα βάλουμε νοερά στη θέση των ξένων συμφορών τις πιθανές δικές μας;

            Γιατί, στ’ αλήθεια, τίποτε από τ’ ανθρώπινα δεν είναι βέβαιο, τίποτε δεν είναι σταθερό, τίποτε δεν είναι ανεξάρτητο από άλλους παράγοντες, τίποτε δεν στηρίζεται σε αμετάβλητες προϋποθέσεις. Η ζωή μας γυρίζει σε κύκλο, έναν κύκλο που φέρνει πολλές μεταβολές, συχνά μέσα σε μια μέρα, κάποτε και μέσα σε μιαν ώρα. Πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται κανείς τον άνεμο, που κινείται ακατάπαυστα, πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται τη γραμμή, που αφήνει πάνω στα νερά ένα ποντοπόρο πλοίο, πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται τ’ απατηλά όνειρα μιας νύχτας, που η απόλαυσή τους κρατάει τόσο λίγο, πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται όσα χαράζουν τα παιδιά πάνω στην άμμο, όταν παίζουν, παρά την ανθρώπινη ευτυχία.

            Είναι, λοιπόν, συνετοί εκείνοι, που, μην έχοντας εμπιστοσύνη στα τωρινά, φροντίζουν να εξασφαλιστούν για το μέλλον. Επειδή η ανθρώπινη ευημερία είναι άστατη και μεταβλητή, αγαπούν την καλοσύνη, που δεν χάνεται, για να κερδίσουν τουλάχιστο το ένα από τα τρία: ή να μην κάνουν τίποτα το κακό, επειδή η καλοσύνη τους προκαλεί τη συμπάθεια του Θεού, ο οποίος πολλές φορές ευεργετεί στον ουρανό τους ευσεβείς για τις επίγειες αγαθοεργίες τους· ή να έχουν θάρρος ενώπιον του Θεού, επειδή κακοπάθησαν όχι για κάποια κακία, αλλά για κάποιον άλλο σκοπό· ή, τέλος, όντας φιλάνθρωποι, να απαιτούν από το Θεό σαν οφειλόμενη τη φιλανθρωπία, την οποία έδειξαν πρώτα εκείνοι στους φτωχούς, ενεργώντας έξυπνα.

            «Ας μην καυχιέται ο σοφός τη σοφία του, λέει ο Κύριος, μήτε ο δυνατός για τη δύναμή του μήτε ο πλούσιος για τον πλούτο του» (Ιερ. 9:23), έστω κι αν έχουν φτάσει στο ύψιστο σημείο σοφίας, δυνάμεως ή πλούτου. Εγώ, όμως, θα προσθέσω κι εκείνα που ακολουθούν: Ας μην καυχιέται μήτε ο περίβλεπτος για τη δόξα του μήτε ο γερός για την υγεία του μήτε ο όμορφος για την ομορφιά του μήτε ο νέος για τα νιάτα του μήτε, κοντολογίς, άλλος κανένας για οτιδήποτε απ’ όσα παινεύονται στον κόσμο τούτο και προξενούν την υπερηφάνεια. Αλλά, όποιος καυχιέται, μόνο γι’ αυτό ας καυχιέται, για το ότι γνωρίζει και ζητάει το Θεό, υποφέρει μαζί μ’ εκείνους που υποφέρουν και αποθέτει τις ελπίδες του για τα καλά στο μέλλον. Γιατί τα τωρινά αγαθά είναι ρευστά και πρόσκαιρα. Συνεχώς μετακινούνται και πηγαίνουν από τον ένα στον άλλο, όπως η μπάλα στο ποδόσφαιρο. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο σίγουρο για τον άνθρωπο που τα κατέχει, από το ότι θα τα χάσει με το χρόνο ή από το φθόνο. Απεναντίας, τα μελλοντικά αγαθά είναι σταθερά και μόνιμα. Ποτέ δεν χάνονται, ποτέ δεν πηγαίνουν από τον ένα στον άλλο, ποτέ δεν διαψεύδουν τις ελπίδες όσων τα εμπιστεύονται.

            «Ποιος είναι σοφός, για να τα καταλάβει αυτά;» (Ωσ. 14:10). Ποιος θ’ αδιαφορήσει για τα εφήμερα και θα προσέξει τα μόνιμα; Ποιος θα συλλογιστεί ότι τα τωρινά θα περάσουν; Ποιος θ’ αναλογιστεί ότι τα αναμενόμενα θα μείνουν; Ποιος θα ξεχωρίσει τα πραγματικά  απ’ τα φαινομενικά, για ν’ ακολουθήσει τα πρώτα και να περιφρονήσει τα δεύτερα; Ποιος θα ξεχωρίσει την επίγεια διαμονή από την επουράνια πολιτεία, την παροικία από την κατοικία, το σκοτάδι από το φως, τη λάσπη του βυθού από τα άγια χώματα, τη σάρκα από το πνεύμα, το Θεό από τον κοσμοκράτορα διάβολο, τη σκιά του θανάτου από την αιώνια ζωή; Ποιος θα εξαγοράσει με τα παρόντα το μέλλον, με τον φθαρτό πλούτο τον άφθαρτο, με τα ορατά τα αόρατα;

            Μακάριος, λοιπόν, είναι εκείνος που τα διακρίνει αυτά, χωρίζει με το μαχαίρι του Λόγου το καλύτερο από το χειρότερο, ανυψώνεται με την καρδιά του, όπως λέει κάπου ο ιερός Δαβίδ (Ψαλμ. 83:6), φεύγει μ’ όλη του τη δύναμη μακριά από την κοιλάδα τούτη της οδύνης, επιδιώκει τα αγαθά που βρίσκονται στον ουρανό, σταυρώνεται για τον κόσμο μαζί με το Χριστό, ανασταίνεται μαζί με το Χριστό, ανεβαίνει στα επουράνια σκηνώματα μαζί με το Χριστό και γίνεται κληρονόμος της αληθινής ζωής, που δεν μεταβάλλεται ποτέ πια.

            Ας ακολουθήσουμε το Λόγο, ας επιδιώξουμε την ουράνια απόλαυση, ας απαλλαγούμε από την επίγεια περιουσία. Ας κρατήσουμε από τα γήινα μόνο όσα είναι καλά, ας σώσουμε τις ψυχές μας με ελεημοσύνες, ας δώσουμε από τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, για να γίνουμε πλούσιοι σε αιώνια αγαθά. Δώσε κάτι και στην ψυχή, όχι στη σάρκα μονάχα. Δώσε κάτι και στο Θεό, όχι στον κόσμο μονάχα. Πάρε κάτι απ’ την κοιλιά και δώσ’ το στο πνεύμα. Πάρε κάτι απ’ τη φωτιά, που κατακαίει τα γήινα, και ξεμάκρυνέ το από τη φλόγα. Άρπαξε κάτι από τον τύραννο κι εμπιστέψου το στον Κύριο. Δώσε λίγο σ’ Εκείνον, που σου έχει προσφέρει το πολύ. Δώσε τα και όλα ακόμα σ’ Εκείνον, που σου τα έχει χαρίσει όλα. Ποτέ δεν θα ξεπεράσεις στη γενναιοδωρία το Θεό, έστω κι αν χαρίσεις όλα σου τα υπάρχοντα, έστω κι αν προσθέσεις σ’ αυτά και τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί και του εαυτού σου η προσφορά στο Θεό ισοδυναμεί με απόκτηση. Όσα κι αν προσφέρεις, εκείνα που μένουν είναι περισσότερα. Και δεν θα δώσεις τίποτα δικό σου, γιατί όλα τα έχεις πάρει από το Θεό.

            Ας μη γίνουμε, αγαπητοί μου φίλοι και αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα. Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους. Αυτός έκανε τη γη ευρύχωρη για όλα τα χερσαία ζώα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, αέρα για τα φτερωτά και νερά για τα υδρόβια, και έδωσε σ’ όλα τα όντα άφθονα τα απαραίτητα για τη ζωή τους στοιχεία, χωρίς να τα περιορίζει καμιά εξουσία, χωρίς να τα καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς να τα εμποδίζουν σύνορα. Και αυτά τα στοιχεία τα παρέδωσε κοινά και πλούσια, χωρίς διάκριση ή περικοπή, τιμώντας την ομοιότητα της φύσεως με την ισότητα της δωρεάς και δείχνοντας τον πλούτο της αγαθότητός Του.

            Οι άνθρωποι, όμως, αφότου έβγαλαν από τη γη το χρυσάφι, το ασήμι και τα πολύτιμα πετράδια, αφότου έφτιαξαν ρούχα μαλακά και περιττά και αφότου απέκτησαν άλλα παρόμοια πράγματα, που αποτελούν αιτίες πολέμων και επαναστάσεων και τυραννικών καθεστώτων, κυριεύθηκαν από παράλογη υπεροψία. Έτσι, δεν δείχνουν ευσπλαχνία στους δυστυχισμένους συνανθρώπους τους και δεν θέλουν ούτε με τα περίσσια τους να δώσουν στους άλλους τα αναγκαία. Τι βαναυσότητα! Τι σκληρότητα! Δεν σκέφτονται, αν όχι τίποτ’ άλλο, πως η φτώχεια και ο πλούτος, η ελευθερία και η δουλεία και τ’ άλλα παρόμοια, εμφανίστηκαν στο ανθρώπινο γένος μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, σαν αρρώστιες που εκδηλώνονται μαζί με την κακία και που είναι δικές της επινοήσεις. Αρχικά, όμως, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, λέει η Γραφή (Ματθ. 19:8), αλλά Εκείνος που έπλασε εξαρχής τον άνθρωπο, τον άφησε ελεύθερο, αυτεξούσιο – συγκρατημένο μόνο από το νόμο της εντολής – και πλούσιο μέσα στον παράδεισο της τρυφής. Αυτή την ελευθερία κι αυτόν τον πλούτο θέλησε να χαρίσει – και χάρισε – ο Θεός, μέσω του πρώτου ανθρώπου, και στο υπόλοιπο ανθρώπινο γένος. Ελευθερία και πλούτος ήταν μόνο η τήρηση της εντολής. Φτώχεια αληθινή και δουλεία ήταν η παράβασή της.

            Μετά την παράβαση, λοιπόν, εμφανίστηκαν οι φθόνοι και οι φιλονικίες και η δολερή τυραννία του διαβόλου, που παρασύρει πάντα με τη λαιμαργία της ηδονής και ξεσηκώνει τους πιο τολμηρούς ενάντια στους πιο αδύνατους. Μετά την παράβαση, το ανθρώπινο γένος χωρίστηκε σε διάφορες φυλές με διάφορα ονόματα και η πλεονεξία κατακερμάτισε την ευγένεια  της φύσεως, αφού πήρε και το νόμο βοηθό της.

            Εσύ, όμως, να κοιτάς την αρχική ενότητα και ισότητα, όχι την τελική διαίρεση· όχι το νόμο που επικράτησε, αλλά το νόμο του Δημιουργού. Βοήθησε, όσο μπορείς, τη φύση, τίμησε την πρότερη ελευθερία, δείξε σεβασμό στον εαυτό σου, συγκάλυψε την ατιμία του γένους σου, παραστάσου στην αρρώστια, σύντρεξε στην ανάγκη.

            Παρηγόρησε ο γερός τον άρρωστο, ο πλούσιος τον φτωχό, ο όρθιος τον πεσμένο, ο χαρούμενος τον λυπημένο, ο ευτυχισμένος τον δυστυχισμένο.

            Δώσε κάτι στο Θεό ως δώρο ευχαριστήριο, για το ότι είσαι ένας απ’ αυτούς που μπορούν να ευεργετούν  και όχι απ’ αυτούς που έχουν ανάγκη να ευεργετούνται, για το ότι δεν περιμένεις εσύ βοήθεια από τα χέρια άλλων, αλλ’ από τα δικά σου χέρια περιμένουν άλλοι βοήθεια.

            Πλούτισε όχι μόνο σε περιουσία, μα και σε ευσέβεια, όχι μόνο σε χρυσάφι, μα και σε αρετή, ή καλύτερα μόνο σε αρετή.

            Γίνε πιο τίμιος από τον πλησίον με την επίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός για τον δυστυχισμένο με τη μίμηση της ευσπλαχνίας του Θεού.

            Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Γιατί και το ελάχιστο δεν είναι ασήμαντο για τον άνθρωπο που όλα τα στερείται, μα ούτε και για το Θεό, εφόσον είναι ανάλογο με τις δυνατότητές σου. Αντί για μεγάλη προσφορά, δώσε την προθυμία σου. Κι αν δεν έχεις τίποτα, δάκρυσε. Η ολόψυχη συμπάθεια είναι μεγάλο φάρμακο γι’ αυτόν που δυστυχεί. Η αληθινή συμπόνια ανακουφίζει πολύ από τη συμφορά.

            Δεν έχει μικρότερη αξία, αδελφέ μου, ο άνθρωπος από το ζώο, που, αν χαθεί ή πέσει σε χαντάκι, σε προστάζει ο νόμος να το σηκώσεις και να το περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-4). Πόση ευσπλαχνία, επομένως, οφείλουμε να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας, όταν ακόμα και με τ’ άλογα ζώα έχουμε χρέος να είμαστε πονετικοί;

            «Δανείζει το Θεό όποιος ελεεί φτωχό», λέει η Γραφή (Παροιμ. 19:17). Ποιος δεν δέχεται τέτοιον οφειλέτη, που, εκτός από το δάνειο, θα δώσει και τόκους, όταν έρθει ο καιρός; Και αλλού πάλι λέει: «Με τις ελεημοσύνες και με την τιμιότητα καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).

            Ας καθαριστούμε, λοιπόν, με την ελεημοσύνη, ας πλύνουμε με το καλό βοτάνι τις βρωμιές και τους λεκέδες μας, ας γίνουμε άσπροι, άλλοι σαν το μαλλί και άλλοι σαν το χιόνι, ανάλογα με την ευσπλαχνία του ο καθένας. «Μακάριοι», λέει, «όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεός Του» (Ματθ. 5:7). Το έλεος υπογραμμίζεται στους μακαρισμούς. Και αλλού: «Μακάριος είν’ εκείνος που σπλαχνίζεται τον φτωχό και τον στερημένο» (Ψαλμ. 40:2). Και: «Αγαθός άνθρωπος είν’ εκείνος που συμπονάει τους άλλους και τους δανείζει» (Ψαλμ. 111:5). Και: «Παντοτινά ελεεί και δανείζει ο δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ας αρπάξουμε το μακαρισμό, ας τον κατανοήσουμε, ας ανταποκριθούμε στην κλήση του, ας γίνουμε αγαθοί άνθρωποι. Ούτε η νύχτα να μη διακόψει τη ελεημοσύνη σου. «Μην πεις. ‘’Φύγε τώρα και έλα πάλι αύριο να σου δώσω βοήθεια’’» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεί από σήμερα ως αύριο να συμβεί κάτι, που θα ματαιώσει την ευεργεσία. Η φιλανθρωπία είναι το μόνο πράγμα που δεν παίρνει αναβολή. «Μοίραζε το ψωμί σου  σ’ εκείνους που δεν έχουν στέγη» (Ησ. 58:7). Και αυτά να τα κάνεις με προθυμία. «Όποιος ελεεί», λέει ο απόστολος, «ας το κάνει με ευχαρίστηση και γλυκύτητα» (Ρωμ. 12:8). Με την προθυμία, το καλό σου λογαριάζεται σαν διπλό. Η ελεημοσύνη που γίνεται με στενοχώρια ή εξαναγκασμό, είναι άχαρη και άνοστη. Να πανηγυρίζουμε πρέπει, όχι να θρηνούμε, όταν κάνουμε καλοσύνες.

            Μήπως νομίζεις πως η φιλανθρωπία δεν είναι αναγκαία, αλλά προαιρετική; Μήπως νομίζεις πως δεν αποτελεί νόμο, αλλά συμβουλή και προτροπή; Πολύ θα το ‘θελα κι εγώ έτσι να είναι. Και έτσι το νόμιζα. Μα με φοβίζουν όσα λέει η Γραφή για εκείνους που, την ημέρα της Κρίσεως, ο Δίκαιος Κριτής βάζει στ’ αριστερά Του, σαν κατσίκια, και τους καταδικάζει (Ματθ. 25:31-46). Αυτοί δεν καταδικάζονται γιατί έκλεψαν ή λήστεψαν ή ασέλγησαν ή έκαναν οτιδήποτε άλλο απ’ όσα απαγορεύει ο Θεός, αλλά γιατί δεν έδειξαν φροντίδα για το Χριστό μέσω των δυστυχισμένων ανθρώπων.

            Όσο είναι καιρός, λοιπόν, ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον περιποιηθούμε, ας Τον θρέψουμε, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε, ας Τον τιμήσουμε. Όχι μόνο με τραπέζι, όπως μερικοί, όχι μόνο με μύρα, όπως η Μαρία, όχι μόνο με τάφο, όπως ο Αριμαθαίος Ιωσήφ, όχι μόνο με ενταφιασμό, όπως ο φιλόχριστος Νικόδημος, όχι μόνο με χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι πρωτύτερα. Μα επειδή ο Κύριος των όλων θέλει έλεος και όχι θυσία και επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από τη θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων αρνιών, ας Του την προσφέρουμε μέσου εκείνων που έχουν ανάγκη, μέσω εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση, για να μας υποδεχθούν στην ουράνια βασιλεία, όταν φύγουμε από τον κόσμο τούτο και πάμε κοντά στον Κύριο μας, το Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες.

Αμήν.

(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ - π. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΖΑΧΑΡΟΦ

"Δεν φτάνει μόνο να βγαίνει η προσευχή από τα χείλη μας. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αγαπάμε Εκείνον που επικαλούμαστε. Όμως την αγάπη αυτή δεν μπορούμε να την νοιώσουμε, αν επαναλαμβάνουμε μηχανικά την προσευχή ή έστω αν αυτοσυγκεντρωνόμαστε. Αν δεν αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις να φυλάσσουμε τις εντολές του Κυρίου, τότε επικαλούμαστε το όνομά Του επί ματαίω. Όμως ο Θεός μας λέει ξεκάθαρα ότι δεν πρέπει να προφέρουμε το όνομά Του χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος (Έξ. 20,7). Γι΄αυτό, όταν επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου, πρέπει να έχουμε επίγνωση όχι μόνο της παρουσίας του ζώντος Θεού, αλλά και της αληθινής σοφίας Του. Τώρα, όταν ακούμε να κατηγορούν τον Θεό για όλους τους πολέμους, τις αδικίες και όλα τα προβλήματα που υπάρχουν στον κόσμο, με ερωτήσεις του τύπου "πώς το επέτρεψε αυτό ο Θεός;", και πάλι ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: αντί να σταυρώνει ο άνθρωπος τον εαυτό του, μαζί με όλες τις αμαρτίες του, ξανασταυρώνει τον Χριστό. Και όμως, χάρη στον πολυεύσπλαχνο Κύριο ο άνθρωπος μπορεί να ελευθερωθεί από το αίσθημα ενοχής που του δημιουργούν οι αμαρτίες του. Εδώ έγκειται η τραγωδία της εποχής μας: από τη μια μεριά η ανθρωπότητα καταλογίζει ευθύνες στο Θεό για τα κακά που μαστίζουν τον κόσμο και από την άλλη ο χριστιανός ξεκινά να γνωρίσει τον Θεό, θέλοντας να βγάλει ο ίδιος απόφαση για το αν τελικά το φταίξιμο ανήκει σ΄ Εκείνον ή στην καρδιά των ανθρώπων".

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς για το ράσο των κληρικών

Εσείς θεωρείτε, τίμιε πατέρα, λεπτομέρεια την ένδυση των ιερέων, τα γένια και τα μαλλιά, και παραξενεύεστε, που η υψηλότερη εκκλησιαστική εξουσία φροντίζει περί αυτού. Εν τω μεταξύ συνεχίζετε να μιλάτε για τη σημασία της αναμόρφωσης της εξωτερικής εμφάνισης και συμπεριφοράς των ιερέων. Πως ταιριάζει αυτό; Και λεπτομέρεια και σημαντική αναμόρφωση; Όμως ο κάθε φίλος της Εκκλησίας πρέπει να αναρωτηθεί γιατί οι στρατιωτικοί του γήινου βασιλείου δεν εξεγείρονται ενάντια στη δική τους στολή, ούτε οι τελωνιακοί, ούτε οι υπάλληλοι της εφορίας, ούτε οι δασοφύλακες, ούτε οι σιδηροδρομικοί; Αλλά φορούν εκείνο που άλλος τους όρισε σαν στολή χωρίς παράπονο, και συμπεριφέρονται έτσι όπως διατάχθηκαν. Πως οι στρατιωτικοί του Βασιλιά των Ουρανών είναι οι μόνοι που ξεσηκώνονται εναντίον της στολής τους και των κανόνων περί της συμπεριφοράς τους; Εάν ο λαός θέλει να βλέπει τον ιερέα του με ράσο, με γένια και μαλλιά, τότε όλοι οι άλλοι διάλογοι σταματούν. Εάν ο λαός μισεί να βλέπει τον ιερέα στο ρούχο του έμπορα, χωρίς γένια και χωρίς μαλλιά, τότε αυτή η αναμόρφωση πρέπει οπωσδήποτε να απομακρυνθεί σαν προσβολή της συνείδησης των πιστών του ευσεβή λαού. Σ’ αυτό το πράγμα, λοιπόν, το μέτρο είναι η λαϊκή αίσθηση και κρίση, και οπωσδήποτε όχι η ιδιωτική προτίμηση κάποιων ιερέων. Εξάλλου, εφόσον το μακρύ γένι και τα μαλλιά δεν είναι βαριά στους ποιητές, στους καλλιτέχνες, ακόμα και στους σοσιαλιστικούς αρχηγούς, πως μπορεί να είναι βαρύ στους ιερείς του Χριστού, στους πνευματικούς και τους ποιμένες του λαού; Ο όσιος Ιερώνυμος γράφει ειρωνικά περί των στολισμένων ιερέων της εποχής του: «Ντρέπομαι να το πω, αλλά υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι λαμβάνουν το ιερατικό ή διακονικό αξίωμα με στόχο, να κάνουν παρέα πιο ελεύθερα με γυναίκες. Φροντίζουν αποκλειστικά περί του ενδύματός τους, περιποιούνται τα μαλλιά τους, φορούν πολύτιμα δαχτυλίδια, φυλάγονται από της σκόνη, μόλις που ακουμπούν το χώμα με τα πόδια τους. Πρέπει να σκεφθείς, ότι πρόκειται για νεόνυμφους γαμπρούς και όχι για ιερείς!». Στους αρχαίους τα γένια ήταν χαρακτηριστικό των φιλοσόφων. Μια φορά στη Ρώμη, εξαιτίας πολλών τσαρλατάνων φιλοσόφων, ο καίσαρας διέταξε όλοι οι φιλόσοφοι να ξυρίσουν τα γένια τους. Σ’ αυτό απάντησε ο Επίκτητος, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος εκείνης της εποχής: «Ο καίσαρας μπορεί να μου πάρει το κεφάλι, όχι τα γένια!». Τόσο εκτιμούσε τούτο το εξωτερικό χαρακτηριστικό της κλήσης του. Αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρεια, θα πείτε. Είναι λεπτομέρεια, χωρίς αμφιβολία. Μπροστά στην ψυχή και στον χαρακτήρα ενός χριστιανού το ρούχο και τα γένια και τα μαλλιά είναι εντελώς ασήμαντο πράγμα. Όμως η ζωή αποτελείται από τα σημαντικά και τα ασήμαντα. Και η πίστη μας είναι τόσο αριστοκρατικό και λεπτό πράγμα, ώστε και τα ψιλοπράγματα, μπορούν να την ωφελούν ή να τη ζημιώνουν. Όταν το λογικό ποίμνιο θέλει οι ποιμένες του να είναι διαφορετικοί από αυτό και στην εξωτερική εμφάνιση, και να έχουν καθορισμένα σημάδια αναγνώρισης, τότε ως προς τι η αντίρρηση; Οι καθολικοί ιεραπόστολοι στο Κιτάι, υπολογίζοντας και την ψυχολογία του περιβάλλοντος στο οποίο κηρύττουν, δεν ντρέπονται να φορούν πλεξίδες στα μαλλιά και μακριά καφτάνια και τουρμπάνια. Τότε γιατί οι φιλόχριστοι ιερείς να αντιδρούν στον λαό και με τα ψιλοπράγματα να θέτουν υπό αμφισβήτηση τα μεγάλα πράγματα της ζωής και της προόδου των πιστών; Ειρήνη σε σας από τον Κύριο.

Πηγή: “Δεν φτάνει μόνο η πίστη” – Εκδόσεις Εν Πλω.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Πως ονομάζονται και ποιοί είναι οι ύμνοι που ψάλλονται στην Εκκλησία;

Οι ύμνοι της εκκλησίας μας είναι:

1. Tα Λειτουργικά: Σύστημα ύμνων, που ψάλλονται λίγο πριν και κατά την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Οι γνωστοί ύμνοι «Πατέρα Υιόν», «Έλεον ειρήνης», «Άγιος Άγιος Κύριος, Σαβαώθ (ο Επινίκιος Ύμνος), «Αμήν», «Σε Υμνούμεν». Είναι μελοποιημένα σε όλους τους ήχους και με διάφορους τρόπους από τους νεώτερους κυρίως μελοποιούς.

2. Τα Ευλογητάρια: Oι τόσο γνωστοί ύμνοι στους οποίους προτάσσεται ο στίχος «Ευλογητός ει Κύριε». ΄Έχουμε δύο ειδών ευλογητάρια: Τα αναστάσιμα, που ψάλλονται τις Κυριακές στον Όρθρο, το Σάββατο του Λαζάρου και το Μ. Σάββατο, και τα νεκρώσιμα που ψάλλονται όταν τελείται κηδεία αλλά και στα μνημόσυνα.

3. Καθίσματα: Ύμνοι που ψάλλονται στον Όρθρο για να δοθεί η ευκαιρία στους πιστούς να κάθονται για λίγο.

4. Στιχηρά: Τροπάρια μπροστά από τα οποία εκφωνούνται εμμελώς στίχοι: π.χ.στον Όρθρο ψάλλονται τα στιχηρά των Αίνων (Ψαλμοί 148, 149, 150). Στον Εσπερινό επίσης σε κάθε ένα από τα τροπάρια προηγείται ψαλμικός στίχος (οι δύο τελευταίοι στίχοι του 141ου Ψαλμού και οι στίχοι του 129ου Ψαλμού). Γι΄αυτό και ονομάζονται Στιχηρά του Εσπερινού. Τα στιχηρά μπορεί να είναι αυτόμελα, προσόμοια και ιδιόμελα. Έχουμε επίσης τα στιχηρά ιδιόμελα της λιτής, που ψάλλονται χωρίς στίχο.

5. Απόστιχα: Ομάδες τροπαρίων, που ψάλλονται κατά τον εσπερινό μετά τα στιχηρά και κατά τον Όρθρο μετά από τους Αίνους. Ονομάζονται έτσι γιατί οι προτασσόμενοι στίχοι παίρνονται κατ’ εκλογήν από διάφορους ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης, συνήθως προφητικού χαρακτήρος, σε αντίθεση προς τα στιχηρά, όπου οι προτασσόμενοι στίχοι λαμβάνονται από έναν και μόνο ψαλμό, μολονότι αυτό δεν είναι πάντοτε ακριβές. Ονομάζονται και Αποστιχίς.

6. Κεκραγάρια: Eίναι οι γνωστοί ύμνοι του Εσπερινού «Κύριε, εκέκραξα προς Σε» και «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου» από τον 140ο Ψαλμό. Σήμερα με το όνομα Κεκραγάρια ονομάζουμε και τα τροπάρια που ακολουθούν τους πιο πάνω στίχους.

7. Κοινωνικά: Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί σύντομοι ύμνοι κυρίως από ψαλμούς της Π. Διαθήκης, που ψάλλονται στη Θεία Λειτουργία, την ώρα της Μετάληψης των Αχράντων Μυστηρίων. Πρώτα κοινωνεί το ιερατείον εντός του Αγίου Βήματος. Oι πιστοί προσέρχονται για να μεταλάβουν μετά το «Αλληλούια» και την εκφώνηση «Μετά φόβου Θεού πίστεως….». Είναι ύμνοι, που ψάλλονται σε αργό μέλος γι΄αυτό και ανήκουν στο Παπαδικό είδος. ΄Έχουμε τριών ειδών κοινωνικά: α) Των Κυριακών, με το γνωστό κείμενο «Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αλληλούια», β) Της εβδομάδος, με κείμενο διαφορετικό για την κάθε μέρα, και γ) Τα κοινωνικά ολοκλήρου του χρόνου: Tων Δεσποτικών, των Θεομητορικών εορτών και των εορταζομένων αγίων με ανάλογο κείμενο για την κάθε περίπτωση.

8. Χερουβικά: Ο Χερουβικός ύμνος ψάλλεται κατά τη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας και αρχίζει με τη φράση «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες». Ψάλλεται σε αργό μέλος (ανάλογα με τις λειτουργικές ανάγκες που καλύπτει), γι΄αυτό και ανήκει στο Παπαδικό είδος. Μελωδίες των Χερουβικών έχουν διασωθεί τόσο στην παλαιά όσο και στη νέα σημειογραφία. Όλοι οι μεγάλοι υμνογράφοι και μελοποιοί γενικά έχουν γράψει Χερουβικούς Ύμνους. Ανάλογα με τη διάρκειά τους μπορούμε να κατατάξουμε τα Χερουβικά σε σύντομα, αργοσύντομα και αργά. Τη Μ. Πέμπτη, αντί του Χερουβικού, ψάλλεται «Του Δείπνου σου του Μυστικού» και το Μ. Σάββατο ο αρχαιότατος ύμνος «Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία». Στις Λειτουργίες των Προηγιασμένων ψάλλεται το «Νυν αι δυνάμεις των ουρανών».

9. Αντίφωνα: Eίναι ύμνοι που ψάλλονται και από τους δύο χορούς διαδοχικά π.χ τα σύντομα τροπάρια της Θείας Λειτουργίας: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου..» και «Σώσον ημάς Υιέ Θεού..». Πολύ αγαπητά είναι αυτά των ομάδων των Αναστάσιμων Αναβαθμών του ΄Ορθρου και τα 15 Αντίφωνα της Μεγάλης Παρασκευής, που ψάλλονται πριν από τον Κανόνα.

10. Αναβαθμοί: Πρόκειται για 75 μικρά τροπάρια, που ψάλλονται στον Όρθρο κάθε Κυριακής «κατ΄αντιφωνίαν» (εναλλάξ από τους δύο χορούς των ψαλτών) σύμφωνα με τον ήχο της Εβδομάδας, μετά την Υπακοή. Αποδίδονται στον Θεόδωρο τον Στουδίτη. Κάθε αντίφωνο έχει τρεις αναβαθμούς. Κάθε ήχος έχει τρία αντίφωνα –κατά συνέπεια εννέα αναβαθμούς- εκτός από τον Πλάγιο Δ΄ήχο που έχει τέσσερα αντίφωνα και δώδεκα αναβαθμούς. Την ονομασία τους οφείλουν στους 15 αναβαθμούς του 18ου καθίσματος του Ψαλτηρίου (Ψαλμοί 119-133, ωδές των Αναβαθμών), που τους αντικατέστησαν.

11. Υπακοή: Σήμερα Υπακοή λέγεται το τροπάριο που διαβάζεται μετα την Γ΄Ωδή του Κανόνος του Όρθρου. Ωστόσο, παλαιότερα ο τρόπος του να ψάλλει κανείς «καθ΄υπακοήν» είχε άλλη έννοια.

Η απάντηση από την κα Λυγία Κωνσταντινίδου, Ιεροψάλτης-Διπλωματούχος Βυζαντινής Μουσικής - Aπό άρθρο της στην εφημερίδα “Σημερινή”

Πηγή: www.orthodoxanswers.gr/

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Πώς βλέπω τον άνθρωπο

Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη 
Γεν. Αρχιερ. Επιτρόπου Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου

Δεν συνάντησα πουθενά, σε καμιά κοσμοθεωρία, σε καμιά ιδεολογία, σε καμιά φιλοσοφία, σε κανένα κοινωνικό σύστημα, την αξία που δίνει στον άνθρωπο ο Χριστός. Κανείς δεν ανέβασε τον άνθρωπο στο ύψος, που τον ανέβασε ο Χριστός. Κανείς δεν του έδωσε την αξία, που του έδωσε ο Χριστός. Κανείς δεν τον ονόμασε παιδί του Θεού και θεό κατά χάρη. Κανείς δεν τον αγάπησε τόσο, όσο ο Χριστός. Κανείς δεν του έδωσε την αγιότητα και τη θέωση, μόνο ο Χριστός.

Για τον άνθρωπο σταυρώθηκε ο Χριστός. Γι’ αυτόν κατέβηκε στον Άδη. Γι’ αυτόν αναστήθηκε. Γι’ αυτόν ίδρυσε την Εκκλησία Του. Γι’ αυτόν παρατείνει το Μυστήριον της Ευχαριστίας. Για τη ζωή του ανθρώπου και την αθανασία του, εξακολουθεί να δίνει το σώμα Του και το αίμα Του.

Προσωπικά πιστεύω, ότι δυο είναι τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής. Ο Θεός και ο Άνθρωπος- με Α κεφαλαίο. Όποιος άνθρωπος τα βλέπει αυτά τα μυστήρια, είναι ευλογημένος. Είναι ολοκληρωμένος. Είναι τέλειος. Όποιος βλέπει μόνο το ένα, πάσχει από ψυχική και πνευματική αναπηρία. Όσο λυπάμαι αυτούς που βλέπουν μόνο το μυστήριο του ανθρώπου και δεν μπορούν να δουν το μυστήριο του Θεού, άλλο τόσο και πιο πολύ λυπάμαι, αυτούς που βλέπουν μόνο το μυστήριο του Θεού και δεν μπορούν να δουν το μυστήριο του ανθρώπου.

Αυτό σημαίνει πιο απλά, δυο πράγματα: Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν «δήθεν» στο Θεό. Νομίζουν ότι η πίστη τους είναι τόσο «δυνατή», που «ξεχνούν» τον άνθρωπο! Ζουν σε «θεϊκά ύψη»! Είναι ουρανοβάμονες! Η ζωή τους είναι ο θεός. Η χαρά τους είναι ο θεός. Η ευτυχία τους είναι ο θεός. Δεν τους ενδιαφέρει ο άνθρωπος! Ούτε η ύπαρξη του, ούτε ο πόνος του, ούτε η ζωή του. Νιώθουν απόλυτη «μακαριότητα» με το θεό τους και δεν έχουν ανάγκη ούτε από την ύπαρξη, ούτε από την αγάπη των ανθρώπων.

Ο Θεός όμως να μας φυλάει, από αυτή την αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Η λέξη αίρεση τα λέει όλα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε σ’ αυτούς τους «θρησκευόμενους» ανθρώπους, είναι ότι, μπορεί να αισθάνονται καλά μ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί να ζουν στην ψευδαίσθηση της εσωτερικής τους γαλήνης, μπορεί να αισθάνονται «μακάριοι» και «ευτυχισμένοι», αλλά πρέπει να γνωρίζουν, μια μεγάλη «αλήθεια », που τα μηδενίζει όλα: ότι ο θεός που πιστεύουν, δεν είναι Θεός. Ούτε ο Θεός της Κτίσεως, ούτε ο Θεός της Αποκαλύψεως, ούτε ο Θεός του Χριστιανισμού.

Είναι θεός- με μικρό θ - που σημαίνει θεός της φαντασίας τους. Είναι θεός της ευτυχίας τους, των ψευδαισθήσεων τους, που τους «βολεύει» και τους «αναπαύει». Είναι είδωλο του ψυχικού τους κόσμου. Είναι επέκταση του ΕΓΏ τους. Είναι το ίδιο το εγώ τους, που το θεοποιούν και το προσκυνούν. Το παράδοξο δεν είναι, αν υπάρχει ένας τέτοιος θεός, αλλά αν υπάρχουν άνθρωποι που τον λατρεύουν.

Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται οι άνθρωποι, που κέντρο του κόσμου και της ζωής τους, θεωρούν τον άνθρωπο. «Τα πάντα εκ του ανθρώπου, δια του ανθρώπου και διά τον άνθρωπο». Μια τέτοια θεώρηση του κόσμου όμως, είναι ανυπόστατη, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ερμηνεύσει αληθινά, ούτε την ύπαρξη του κόσμου, ούτε την ύπαρξη του ίδιου του εαυτού του. Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος, γιατί οι ιδέες που θεμελιώνει την ηθική του, είναι τόσο αδύναμες να αντέξουν στις καταιγίδες της ιστορίας και στα ρεύματα των καιρών. Εξάλλου από ιστορικές εμπειρίες γνωρίζομε, ότι οι θεωρίες και τα καθεστώτα, που μηδένισαν την αξία του ανθρώπου και υποβάθμισαν την ελευθερία του, πότισαν με άφθονο ανθρώπινο αίμα τη γη.

 Η μεγαλύτερη κατηγορία εναντίον του ανθρώπου, υψώνεται κάθε φορά από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που απαξιώνουν το λογικό και την ελευθερία του ανθρώπου, τα μεγαλύτερα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός. Μας προξενεί φόβο και τρόμο το κατηγορώ του Μεγάλου Ιεροεξεταστή του Ντιοστογιέφσκυ, τον καιρό της Ιεράς Εξετάσεως.

Ο Ιεροεξεταστής, κατηγορεί το Χριστό, ότι έδωσε μεγάλη αξία στον άνθρωπο. Ότι του έδωσε λογικό και ελευθερία, που δεν μπορεί να τα αντέξει. Ότι απόφυγε στην έρημο, -όταν του το πρότεινε ο διάβολος- να χορτάσει τον κόσμο με ψωμί. Το ψωμί ήταν το μοναδικό μέσο να τον λατρέψει ο άνθρωπος σαν θεό και να τον ακολουθήσει με αφοσίωση και δουλοπρέπεια. Ο Χριστός όμως προτίμησε να δώσει στον άνθρωπο αλήθεια και ελευθερία Ήθελε την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, κι όχι την δουλική υποταγή. Κάθε μορφή απολυταρχικής εξουσίας, έχει αυτή την τάση: Να αρνείται την ελευθερία του ανθρώπου. Πολλές φορές στο όνομα του Θεού κι άλλες φορές, στο όνομα του ανθρώπου, άνθρωποι, για να υπερασπιστούν το Θεό, αρνήθηκαν τον άνθρωπο κι άλλοι, για να υπερασπιστούν τον άνθρωπο, αρνήθηκαν το Θεό.

Εγώ θα προτιμούσα να υπερασπιστώ τον άνθρωπο, απέναντι στο Θεό και όχι το Θεό, απέναντι στον άνθρωπο. Γιατί σ’ όλες τις περιπτώσεις, την ανάγκη από υπεράσπιση, την έχει ο άνθρωπος και όχι ο Θεός. Ποτέ δεν είναι κατηγορούμενος ο Θεός. Ο άνθρωπος πλάθει εναντίον του Θεού ανυπόστατες κατηγορίες. Ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού, υπερασπίζεται τον άνθρωπο, πιο πολύ, από ό,τι, ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του. Είναι κρίμα που δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος, αυτό το μυστήριο της αγάπης και της δικαιοσύνης του Θεού!!

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Η Ζωοδόχος Πηγή


Με το όνομα Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί ή Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα φέρεται ιερό χριστιανικό αγίασμα που βρίσκεται στη Κωνσταντινούπολη έξω από τη δυτική πύλη της Σηλυβρίας, όπου υπήρχαν τα λεγόμενα "παλάτια των πηγών" στα οποία οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες παραθέριζαν την Άνοιξη. Πήρε την ονομασία του από το τουρκικό όνομα Balık (= ψάρι) και περιλαμβάνει το μοναστήρι, την εκκλησία και το αγίασμα.


Για την αποκάλυψη του Αγιάσματος υπάρχουν δυο εκδοχές:

α) Η πρώτη, που εξιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει ότι: Ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Λέων ο Θράξ ή Λέων ο Μέγας (457 - 474 μ.Χ.), όταν ερχόταν ως απλός στρατιώτης στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στη Χρυσή Πύλη έναν τυφλό που του ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιά νερό, μιά φωνή του υπέδειξε την πηγή. Πίνοντας ο τυφλός και ερχόμενο το λασπώδες νερό στα μάτια του θεραπεύτηκε. Όταν αργότερα έγινε Αυτοκράτορας, του είπε η προφητική φωνή, πως θα έπρεπε να χτίσει δίπλα στην πηγή μια Εκκλησία. Πράγματι ο Λέων έκτισε μια μεγαλοπρεπή εκκλησία προς τιμή της Θεοτόκου στο χώρο εκείνο, τον οποίο και ονόμασε «Πηγή». Ο Κάλλιστος περιγράφει τη μεγάλη αυτή Εκκλησία με πολλές λεπτομέρειες, αν και η περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στό οικοδόμημα του Ιουστινιανού. Ιστορικά πάντως είναι εξακριβωμένο, ότι το 536 μ.Χ. στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, υπό τον Πατριάρχη Μηνά 536 - 552 μ.Χ.), λαμβάνει μέρος και ο Ζήνων, ηγούμενος «του Οίκου της αγίας ενδόξου Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας εν τη Πηγή».
β) Η δεύτερη, που εξιστορεί ο ιστορικός Προκόπιος, τοποθετείται στις αρχές του 6ου αιώνα και αναφέρεται στον Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός κυνηγούσε σ' ένα θαυμάσιο τοπίο με πολύ πράσινο, νερά καί δένδρα. Εκεί, σαν σε όραμα, είδε ένα μικρό παρεκκλήσι, πλήθος λαού και έναν ιερέα μπροστά σέ μιά πηγή. «Είναι η πηγή των θαυμάτων» του είπαν. Και έχτισε εκεί μοναστήρι με υλικά που περίσσεψαν από την Αγιά Σοφιά. Ο Ι. Κεδρηνός αναφέρει ότι χτίστηκε το 560 μ.Χ.


Χρονοδιάγραμμα κυριοτέρων γεγονότων και συμβάντων
626 μ.Χ.
Επιδρομή των Αβάρων, αλλά οι βυζαντινοί σώζουν το ιερό αγίασμα.
790 μ.Χ.
Ο Ψευδο-κωδινός αναφέρει ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη επισκεύασε την εκκλησία, που ειχε πάθει μεγάλη καταστροφή από σεισμό.
869 μ.Χ.
Νέα επισκευή, ύστερα από νέο σεισμό, από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα (867 - 886 μ.Χ.) κατα πληροφορία του Νικηφόρου Καλλίστου.
924 μ.Χ.
Σε επιδρομή των Βουλγάρων ο Συμεών καίει την εκκλησία, αλλά αναστηλώνεται αμέσως αφού το 927 μ.Χ. έγιναν εκεί οι γάμοι του ηγεμόνος των Ρώσων Πέτρου με τη Μαρία, εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού.
966 μ.Χ.
Έχει διασωθεί η περιγραφή μιας επίσημης τελετής στη γιορτή της Αναλήψεως, στην οποία έλαβε μέρος ο Νικηφόρος Φωκάς (963 - 969 μ.Χ.) με όλη την αυλή. Η πομπή έφτανε με πλοίο και από τη Χρυσή Πύλη συνέχιζε με άλογα. Το συγκεντρωμένο πλήθος ζητωκραύγαζε και προσέφερε λουλούδια και σταυρούς. Όταν εμφανιζόταν ο αυτοκράτωρ ο Πατριάρχης τον ασπαζόταν και στη συνέχεια έμπαιναν μαζί στο ναό, όπου στο χώρο του ιερού είχε στηθεί εξέδρα, απ᾽ όπου ο αυτοκράτωρ παρακολουθούσε τη λειτουργία. Στο τέλος της γιορτής ο αυτοκράτωρ καλούσε τον Πατριάρχη σε επίσημο τραπέζι.
1078 μ.Χ.
Η μονή της Πηγής θεωρείται τόπος εξορίας, αφού εκεί απομονώνεται ο Γεώργιος Μονομάχος.
1084 μ.Χ.
Ο Αλέξιος Α' Κομνηνὸς (1081 - 1118 μ.Χ.) περιόρισε τον φιλόσοφο Ιωάννη Ιταλό στη μονή της Πηγής για να καταπαύση ο αναβρασμός που είχε δημιουργηθεί από τις ιδέες του.
1204 - 1261 μ.Χ.
Το ιερό της Πηγής περιέρχεται στους Λατίνους.
1328 μ.Χ.
Ο νεαρός Ανδρόνικος Γ' ο Παλαιολόγος (1328 - 1341 μ.Χ.) χρησιμοποιεί τη μονή ως ορμητήριο πριν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
1330 μ.Χ.
Ο Ανδρόνικος Γ', που βρίσκεται ετοιμοθάνατος στο Διδυμότειχο, πίνει νερό από το αγίασμα της Πηγής που του έφεραν και γιατρεύεται.
1341 μ.Χ.
Ιερέας της Πηγής, ονόματι Γεώργιος, είναι μάρτυρας σε νοταριακή πράξη.
1347 μ.Χ.
Η Ελένη, κόρη του Ιωάννου Καντακουζηνού, παρουσιάζεται στο μέλλοντα σύζυγό της Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο (1341 - 1391 μ.Χ.) ντυμένη με την επίσημη ενδυμασία της αυτοκράτειρας, μέσα στον ιερό χώρο της Πηγής. Σύμφωνά με παλαιό έθιμο η μέλλουσα αυτοκράτειρα όταν έφθανε στην Πόλη από τα μέρη της ξηράς έπρεπε να συναντηθεί με τον αυτοκράτορα στην Πηγή.
1422 μ.Χ.
Κατα τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως ο σουλτάνος Μουράτ Β' εγκαταστάθηκε μέσα στην εκκλησία.
1547 μ.Χ.
Ο Pierre Gylles σημειώνει το 1547 μ.Χ. ότι η εκκλησία δεν υπάρχει πια, αλλά οι ασθενείς εξακολουθούν να επισκέπτονται την Πηγή.
1727 μ.Χ.
Ο μητροπολίτης Δέρκων Νικόδημος έχτισε ναΐσκο και ανανέωσε τη λατρεία. Οι Αρμένιοι ζητούσαν συμμετοχή στο ιερό της Πηγής, αλλά η μεγάλη παράδοση και τα σουλτανικά φιρμάνια αναγνώριζαν την κυριότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
1825 μ.Χ.
Καταστροφή της πηγής από τους γενίτσαρους.
1827 μ.Χ.
Ανεύρεση της Ιεράς εικόνας της Θεοτόκου εικονιζόμενη υπέρ της Ζωοδόχου Πηγής.
1833 μ.Χ.
Ο πατριάρχης Κωνστάντιος Α' (1830 - 1834 μ.Χ.), με άδεια του σουλτάνου, έχτισε τη σημερινή εκκλησία, της οποίας τα εγκαίνια έγιναν το 1835 μ.Χ. Σήμερα, εκτός από τη μεγάλη εκκλησία, λατρευτικό κέντρο του μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος αποτελεί ο υπόγειος ναός της Ζωοδόχου Πηγής, όπου η δεξαμένη με το αγίασμα και τα ψάρια.

Γρφοντας τον 14ο αι. μ.Χ. για το αγασμα της Πηγής ο Νικηφρος Κλλιστος παραθτει, από διφορες πηγς, ένα κατλογο 63 θαυμτων, από τα οποία τα 15 φθνουν ως την εποχ του.

Σήμερα στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκονται οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών. Το δε αγίασμα βρίσκεται στον υπόγειο Ναό και αποτελείται από μαρμαρόκτιστη πηγή, το νερό της οποίας θεωρείται αγιασμένο. Απ' εδώ διαδόθηκε ο τύπος της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ψηφιδωτή παράσταση της εικόνας σώζεται στον εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας.

Σε ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού από τον Αυτοκράτορα Λέοντα η Εκκλησία καθιέρωσε την κατ΄ έτος εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινήσίμου Εβδομάδας.

Ο Ναός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το αγίασμα του «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ» στα τουρκικά σημαίνει ψάρι και η παράδοση μας λέει πως εκεί δίπλα στο αγίασμα, στις 23 Μαΐου 1453 μ.Χ. ένας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, όταν κάποιος του έφερε την είδηση πως πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. Ο καλόγερος απάντησε πως μόνο αν τα ψάρια που τηγάνιζε έφευγαν απ΄ το τηγάνι και έπεφταν μέσα στο αγίασμα θα πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο. Και πραγματικά τα ψάρια ζωντάνεψαν και έπεσαν μέσα στην πηγή του αγιάσματος. Μέχρι σήμερα δε, μέσα στην δεξαμενή της Ζωοδόχου Πηγής διατηρούνται επτά ψάρια και μάλιστα σαν να είναι μισοτηγανισμένα απ' την μια πλευρά.

Πηγή: www.panagiaalexiotissa.blogspot.com/2014/04/blog-post_25.html#ixzz2ztMSt3oB

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΜΕ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΟΛΟΛΕΥΚΟ ΦΩΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

ΠΑΣΧΑ 2014
+ Αναστάσιος Αρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

Προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω, “Τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν καί φωτίσαντα πάντα δεῦτε προσκυνήσωμεν” Η Ανάσταση του Χριστού είναι εορτή πλημμυρισμένη με ολόλαμπρο φως. Και ακτινοβολεί κύματα φωτός προς όλες τις κατευθύνσεις της οικουμένης. “Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια”, ψάλλει η Εκκλησία· Και ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός συμπληρώνει: “Αὕτη ἡ τῆς ἁγίας Κυριακῆς λαμπρά και φαεσφόρος ἡμέρα, ἐν ᾗ τό ἄκτιστον φῶς σωματικῶς ἐκ τοῦ τάφου πρόεισιν (προβάλλει) ὡς νυμφίος ὡραῖος τῷ κάλλει τῆς ἀναστάσεως”. 1. Με την Ανάσταση ολόκληρη η κτίση αποκτά νέο φως. Το έρεβος της αμαρτίας, τα σκότη της αδικίας, του μίσους, του ψεύδους, του θανάτου υποχωρούν εμπρός στον θρίαμβο του Αναστάντος. Όπως συνοψίζει η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: Ο Χριστός, “ἀναστάς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καί ὁδοποιήσας πάσῃ σαρκί τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι ὑπό τῆς φθορᾶς τόν ἀρχηγόν τῆς ζωῆς, ἐγένετο ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα ᾖ αὐτός τά πάντα ἐν πᾶσι πρωτεύων”. Αυτό το μοναδικό Γεγονός εορτάζουμε σήμερα. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε ότι “Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου”(Ιω. 9:5). Η αναλογία είναι προφανής. Το φως είναι εκείνο που αποκαλύπτει και αναδεικνύει την υπέροχη ποικιλία των χρωμάτων τηςδημιουργίας. Χωρίς το φως, όλη η κτίση βυθίζεται σε σκότη παγερά, θανατηφόρα. Χωρίς αυτό, δεν υπάρχει ζωή. Το ολόλευκο φως του Αναστάντος Χριστού αποκαλύπτει το πνευματικό κάλλος, την ωραιότητα του σύμπαντος. Και προσφέρει πληρότητα ζωής, που προεκτείνεται στην αιωνιότητα. Ο νέος πλούτος των γνώσεών μας σχετικά με το φυσικό φως, το “κτιστό φῶς” (κατά τη θεολογική ορολογία) διευρύνει ακόμη περισσότερο τους συμβολισμούς και τις εκπληκτικές επιδράσεις του πνευματικού φωτός στον κόσμο. Το φυσικό φως, γενικά, είναι πολύ οικείο, αλλά συγχρονως ακατανόητο. Παρομοίως, ο Αναστάς Χριστός παραμένει γνωστός και οικείος, συγχρόνως όμως είναι απερινόητος και απρόσιτος ως προς τη θεία Του φύση. “Ὁ Θεός καλεῖται φῶς ὄχι ὡς πρός τήν οὐσίαν ἀλλά ὡς πρός τήν ἐνέργειάν Του” (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς). 2. “Τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρων και φωτίσαντα πάντα δεῦτε προσκυνήσωμεν”. Δεν αρκεί όμως να ατενίζουμε δοξολογικά τον αναστάντα Χριστό. Η Εκκλησία προτρέπει τον καθένα μας να προσλάβει προσωπικά το αναστάσιμο φως. “Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός”. Γιά να φωτισθούν τα πρόσωπα και οι καρδιές μας, που συχνά σκοτεινιάζουν από τη μελαγχολία και την κατάθλιψη. Με μια προϋπόθεση πάντοτε: Να επιμενουμε “τῇ πίστει τεθεμελιωμένοι καί ἑδραῖοι καί μή μετακινούμενοι ἀπό τῆς ἐλπίδος τοῦ εὐαγγελίου” (Κολασ. 1:23). Ανάλογα με τη δεκτικότητα πίστεως, ο καθένας μας απορροφά και χαίρεται το ζωογόνο πασχαλινό φως. “Όσο περισσότερο προχωρούμε προς την κάθαρση, τόσο πιο πολύ Το βλέπουμε (το Θειο Φως), -εξηγεί ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός,- και όσο περισσότερο Το ατενίζουμε, τόσο πιο πολύ Το αγαπούμε, και όσο περισσότερο Το αγαπήσουμε, τόσο πιο πολύ Το αντιλαμβανόμαστε. Αυτό μας αποκαλύπτεται και γίνεται αντιληπτό· καθώς λίγο διαχέεται προς τα έξω”. (“Ὅσον ἄν καθαρώμεθα, φανταζόμενον, καί ὅσον ἄν φαντασθῶμεν, ἀγαπώμενον, καί ὅσον ἄν ἀγαπήσωμεν, αὖθις νοούμενον· αὐτό ἑαυτοῦ θεωρητικόν τε καί καταληπτικόν· ὀλίγον τοῖς ἔξω ἐκχεόμενον”). Ας απολαύσουμε, λοιπόν, στα βάθη της ψυχής μας, προσωπικά, το πάλλευκο πασχαλινό φως. Το Πάσχα δεν είναι κάτι που περιορίζεται στο παρελθόν· είναι Γεγονός που αδιάκοπα ανανεώνει. 3. “Τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν καί φωτίσαντα πάντα δεῦτε προσκυνήσωμεν”. Και στη συνέχεια, αδελφοί μου, ας μεταφέρουμε το φως Του, όπως μεταδίδουμε το αναστάσιμο φως στη σβησμένη λαμπάδα του πλησίον, στο άμεσο ή ευρύτερο συγγενικό, κοινωνικό περιβάλλον. Και ακόμη, ας συμβάλουμε στο χρέος της Εκκλησίας για να μεταδοθεί το αναστάσιμο φως στις πιο λησμονημένες και αδικημένες γωνιές της οικουμένης. Καθώς επίσης, στα πολυφωτισμένα, με τεχνητό φως, πολυτελή καταλύματα, εκεί όπου οι ένοικοί τους βιώνουν το έρεβος της προσωπικής μοναξιάς, του εσωτερικού διχασμού και κενού, βυθισμένοι στην ολοσκότεινη νύκτα ανείπωτων παθών. Ο Χριστός επέμεινε ότι και όσοι μένουν εν Αυτώ, οι αληθινοί μαθηταί Του, οφείλουν να γίνουν “φῶς τοῦ κόσμου” (Ματθ. 5:14). Η λάμψη του δικού Του πνευματικού φωτός δεν συνδέεται με εκστατικές καταστάσεις· (νεοπλατωνικού, ινδουιστικού ή βουδδιστικού τύπου), αλλά με συγκεκριμένα έργα αγάπης. “Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα και δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (Ματθ. 5:16). Κάθε πιστός -ιδιαίτερα σε κρίσιμες εποχές, όπως η σημερινή, έχει χρέος να εκφράζει την πίστη του με έργα αγάπης προς όλους ανεξαιρέτως, ιδιαίτερα σε όσους μαστίζονται από την ανέχεια, τον πόνο και την απόγνωση. Το ολόλαμπρο φως της Αναστάσεως αφύπνησε τις συνειδήσεις ευγενών ψυχών σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης κατά τη διάρκεια της ιστορίας, για να αγωνισθούν σθεναρά για την ελευθερία, την αλήθεια, τη συμφιλίωση, την αξιοπρέπεια των αδικουμένων ανθρώπων. Το λευκό του φυσικού φωτός αποτελεί, ως γνωστόν, σύνθεση διαφόρων χρωμάτων. Και το πάλλευκο φως του Αναστημένου Χριστού αναλύεται σε ποικίλους χρωματισμούς στη ζωή. Αυτό, λοιπόν, το φως καλούμεθα να το ακτινοβολήσουμε στην κοινωνία μας: Φως ειρήνης, με τον εαυτό μας, με τους γύρω μας, με τον κόσμο ολόκληρο. Φως δικαιοσύνης, αγωνιζόμενοι για μια δίκαιη κοινωνία σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Φως αλήθειας, στη διερεύνηση της ιστορίας στην ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητος. Φως δημιουργικής πνοής, που ενθαρρύνει την πρωτότυπη σκέψη στις επιστήμες, τις τέχνες και στον πολιτισμό. Φως ελπίδος, για τη συμφιλίωση ανθρώπων και λαών. Φως αγάπης, όπως την προσδιόρισε ο Χριστός και όπως την βίωσαν όσοι Τον ακολούθησαν με συνέπεια. Φως από το ανέσπερο πασχαλινό φως, που αποκαλύπτει την τελική υπέρβαση της αμαρτίας και του θανάτου με τη δύναμη του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. * * Αυτό το ολόλευκο αναστάσιμο φως, με όλους τους χρωματισμούς του, ας μας αφυπνήσει κατά τη φετεινή πασχαλινή περίοδο και ας οδηγήσει, πιστούς και ολιγόπιστους, σε μια νέα προσπάθεια για περισσότερη αλληλοκατανόηση, καταλλαγή, συναδέλφωση και δημιουργική πορεία. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να γιορτάσουμε το Πάσχα με ανανεωμένη την αγωνιστικότητα για μια κοινωνία αλληλεγγύης και συνευθύνης. Χριστός Ανέστη!, αδελφοί μου. Η βεβαιότητα αυτή ας καταυγάζει την ύπαρξή μας με ολόλευκο φως ελπίδος για το παρόν και το μέλλον, το δικό μας, του τόπου μας, του κόσμου ολόκληρου.

 Mε όλη μου την αγάπη εν Χριστώ,

+ Αναστάσιος Αρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ & ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Σχόλια στα δραματικά γεγονότα της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας,
του Πρωτ. Θεμιστοκλέους Μουρτζανού, Φιλολόγου – Θεολόγου.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΩΝ


   “Μετά βαΐων και κλάδων” η υποδοχή του Χριστού στην πόλη της Ιερουσαλήμ την Κυριακή των Βαΐων. Έτσι όπως υποδέχεται ο κόσμος κάθε ξεχωριστό πρόσωπο. Πανηγυρίζει για τον ερχομό του, δοξάζει το γεγονός, θυμάται, ζητά, κραυγάζει, χαιρετά, ενθουσιάζεται. Κι αυτό συμβαίνει πάντοτε. Η ανθρώπινη ζωή χαρακτηρίζεται από την προσμονή του μεσσία, του σωτήρα. Νιώθουμε την ανεπάρκειά μας, μας φαίνεται κοπιαστικό εμείς να αγωνιστούμε για την σωτηρία μας και προσμένουμε το πρόσωπο, τον χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος θα μας τραβήξει μέσα στην ανημπόρια μας και θα μας οδηγήσει εκεί που θέλουμε.
   Η μεγαλύτερη δυσκολία στη ζωή μας δεν είναι να είμαστε ελεύθεροι. Είναι το πώς θα διαχειριστούμε την ελευθερία μας. Κι αυτό γιατί θέλει κόπο κι επώδυνο αγώνα. Ταυτόχρονα, είναι πιο εύκολο άλλος να έχει την ευθύνη για τον κόσμο, τη ζωή, την πορεία μας και για τη λύση των προβλημάτων μας. Έτσι, αναζητούμε τους μεσσίες στα πρόσωπα των πολιτικών, των αθλητών, των ηθοποιών, των καλλιτεχνών, και οποιουδήποτε άλλου το κάθε σύστημα προβάλλει, ώστε να έχουμε τον “ένοχο” έτοιμο στην αποτυχία μας ή να μπορούμε να ξεχνούμε τα προβλήματά μας ασχολούμενοι μ’ αυτούς, ξεχνώντας τον μοναδικό Μεσσία και Σωτήρα μας.
   “Μετά βαΐων και κλάδων” κυλά λοιπόν η ζωή μας. Μα τα προβλήματά μας δεν λύνονται με “κούφιες ρητορείες”. Η ελευθερία που αφήνουμε στην άκρη παραμένει πάντοτε ένα μεγάλο ερώτημα. Και τα “ωσαννά” των Βαΐων εύκολα μετατρέπονται στα “Άρον, άρον, σταύρωσον”, όταν το σύστημα μας πληροφορεί ότι ο Μεσσίας που επιλέξαμε δεν είναι αυτός που μας λυτρώνει ή όταν εμείς κουραστούμε να αγωνιζόμαστε ή ενοχλούμαστε από την αλήθεια που τα λόγια και η ζωή Του κρύβουν.
   Ο Χριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα, γνωρίζοντας τις δοξασμένες κραυγές και τα “μετά βαΐων και κλάδων” του λαού. Εκπλήρωσε τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, αφουγκράστηκε τη χαρά των ανθρώπων, αλλά ήξερε καλά μέσα Του πόσο γρήγορα αυτός ο ενθουσιασμός θα περνούσε. Κι αυτό γιατί δεν είχε έρθει για να υποσχεθεί εύκολες λύσεις, δεν μίλησε για την πλατειά, αλλά για την “στενή πύλη”, δεν μίλησε για την εξουσία, αλλά για τη διακονία του κόσμου.
Πάνω στο ταπεινό πουλαράκι ο Χριστός φάνταζε βασιλιάς και μεσσίας στα μάτια όσων των ζητωκραύγαζαν, καθώς είχαν μάθει για την Ανάσταση του Λαζάρου. Μα ήρθε τόσο ταπεινά στα Ιεροσόλυμα, βιώνοντας από πριν, όπως και σε όλη Του την ζωή, την ταπείνωση που οι ίδιοι οι δοξαστές Του Τού επεφύλασσαν! Ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας, όχι όμως όπως τον φαντάζονταν ο κόσμος, αλλά όπως ο ίδιος δίδασκε: Αυτός που θα πρόσφερε τη Σωτηρία, Αυτός που θα μιλούσε και θα ζούσε την Αγάπη, Αυτός που δεν θα έπαυε ποτέ να παρουσιάζει στους ανθρώπους την Αλήθεια.
   “Μετά βαΐων και κλάδων” υποδεχόμαστε κι εμείς το Χριστό, στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, μοιάζοντας περισσότερο με τους ανθρώπους της Ιερουσαλήμ, σαγηνεμένοι από τα θαύματα και μην ακούγοντας το βάθος των λόγων και των έργων Του. Είναι καιρός όμως να ξεφύγουμε από την παρανοημένη εικόνα που έχουμε για το Χριστό και να αναζητήσουμε στην γνήσια κοινωνία με το πρόσωπό Του το Θεό που μας λυτρώνει, μας κάνει υπεύθυνους για τη ζωή και την ελευθερία μας και μας προτείνει την οδό που ξεκινά από το Πάθος, αλλά καταλήγει πάντοτε στην Ανάσταση. Την δική Του και την δική μας…

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


   Η Μεγάλη Δευτέρα είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε τον πάγκαλο Ιωσήφ. Είναι γνωστή η ιστορία του από την Παλαιά Διαθήκη. Τον πουλάνε τα αδέρφια του δούλο, βρίσκεται στην Αίγυπτο, η γυναίκα του κυρίου του Πετεφρή του επιτίθεται ερωτικά, αυτός την αποπέμπει, κλείνεται στη φυλακή, ερμηνεύει τα όνειρα του Φαραώ για τις παχιές και τις ισχνές αγελάδες, γίνεται στη συνέχεια ουσιαστικά πρωθυπουργός της Αιγύπτου, σώζει τον πατέρα του Ιακώβ, τ’ αδέρφια του και όλο το λαό του Ισραήλ.
   Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε για τον Ιωσήφ μια παράξενη φράση: “Τον δουλωθέντα μεν τω σώματι, την ψυχήν δε αδούλωτον συντηρούντα”. Ο Ιωσήφ έγινε δούλος εξωτερικά, στην ψυχή του όμως και στην σκέψη του παρέμεινε ελεύθερος. Είναι πολύ σπουδαία η φράση αυτή. Ο άνθρωπος συνήθως ταυτίζει την ελευθερία με την έλλειψη κάθε εξωτερικού καταναγκασμού. Σήμερα, ζούμε ελεύθεροι γιατί δεν έχουμε κάποιον να μας δυναστεύει, γι’ αυτό άλλωστε αγωνιστήκαμε, γι’ αυτό και η κοινωνία μας είναι δημοκρατική. Κάθε φορά μάλιστα που απειλούνται οι δημοκρατικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα του οιουδήποτε, υπάρχει γενική κινητοποίηση. Το ίδιο και όταν απειλείται η ελευθερία της πατρίδας, αλλά και το δημοκρατικό πολίτευμα.
   Παρά ταύτα, υπάρχει και μια άλλη μορφή ελευθερίας, η οποία δεν τυγχάνει της προσοχής μας όσο χρειάζεται. Πρόκειται για την ελευθερία της ψυχής. Αυτή δε συνίσταται μόνο στην ελευθερία σκέψης και λόγου, αλλά κυρίως στην ελευθερία της καρδιάς από τα πάθη και τις αμαρτίες. Σήμερα ισχύει σχεδόν αξιωματικά η αντίληψη ότι η προσωπική ηθική δεν πρέπει να υποτάσσεται σε οιεσδήποτε δεσμεύσεις, ότι η θρησκευτικότητα του ανθρώπου είναι δικαίωμα που κανείς μπορεί αν το ασκεί ή όχι και ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να απολαμβάνει κάθε στιγμή της ζωής του τα πάντα, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς.
   Αυτό όμως αποτελεί μια πλάνη, “χείρονα της πρώτης”. Διότι υποδουλώνει τον άνθρωπο στις ανάγκες του και τις επιθυμίες του, τον αφήνει δέσμιο των εξαρτήσεών του, δεν του επιτρέπει να σκεφτεί την εσωτερική του ζωή και τον καθιστά τελικά δούλο της αμαρτίας και της κακίας. Ο άνθρωπος που δεν αγωνίζεται για την εσωτερική ελευθερία υποτάσσει τον εαυτό του στο συμφέρον, αντιμετωπίζει τη ζωή μόνο με την οικονομίστικη και τεχνοκρατική λογική, δεν δέχεται να θυσιάσει τίποτα και τελικά, αντιστρέφονται οι χαρακτηρισμοί του συναξαριού: γίνεται “αδούλωτος τω σώματι και δουλωθείς τη ψυχή”!
   Η Εκκλησία, προβάλλοντας το υπόδειγμα του παγκάλου Ιωσήφ, μας δείχνει το ήθος της, που δεν είναι άλλο από την προσπάθεια απόκτησης της εσωτερικής ελευθερίας. Ο άνθρωπος που διαπνέεται από την ασκητική προοπτική, στερείται των επιθυμιών του, του εγωισμού του, αφήνει κατά μέρος το συμφέρον, προτιμώντας την αγάπη και την προσφορά, λειτουργεί αρμονικά και ισορροπημένα στη σχέση σώματος και ψυχής, τελικά είναι ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος.
   Στην εποχή της κυριαρχίας των Μέσων, όπου η ελευθερία της σκέψης και της κριτικής παραμένει ένα μεγάλο ζητούμενο, ο καθένας έχει πολλά να διδαχθεί από την πορεία στην ελευθερία που μας προτείνει η Μεγάλη Εβδομάδα. Αρκεί να ζητήσει την ελευθερία, να βρει την αλήθεια κοντά στο Χριστό και να μην περιφρονεί αυτή την πραγματικά υπαρξιακή πορεία, ζώντας την δουλεία των παθών και την ψευδαίσθηση της εξουσίας και της ηδονής. Ο Ιωσήφ νίκησε τον εσωτερικό πόλεμο και τελικά δοξάσθηκε, αποδεικνύοντας ότι η αδούλωτη ψυχή είναι αυτό που αξίζει κανείς να θυσιάσει πολλά. Γιατί μόνο τότε, όπως πάλι λέει το συναξάρι, ο Θεός δίνει “στέφος άφθαρτον”…

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ


   Η Μεγάλη Τρίτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την παραβολή των ταλάντων. Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό ταξίδι, και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτό που πήρε δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το δώσουν σ’ αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους!
   Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε μια ενδιαφέρουσα φράση που απευθύνεται στον καθέναν από μας: “Το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι”. Το χάρισμα, γιατί αυτό είναι το τάλαντο, που έχει ο καθένας μας, ας εργαστεί με φιλοπονία, με επιμέλεια και με προθυμία, να το αξιοποιήσει. Τα χαρίσματα είναι πολύτιμα δώρα του Θεού στον κάθε άνθρωπο και υπάρχουν, σ’ άλλον περισσότερα και σ’ άλλον λιγότερα, αλλά πάντως δίδονται σε όλους. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αξιοποιούνται.
   Συνήθως, οι άνθρωποι νιώθουν περήφανοι για τις ικανότητές τους. Είναι αλήθεια πως πολλοί αγωνίζονται σκληρά για να πετύχουν στη ζωή τους, όχι μόνο επαγγελματικά. Το καλό όνομα, η αποδοχή και η υπόληψη της κοινωνίας προς τα ανθρώπινα πρόσωπα, εξαιτίας της ηθικής τους συμπεριφοράς και της προσπάθειάς τους να είναι “καλοί καγαθοί”, αποτελούν σπουδαία κίνητρα στον αγώνα της ζωής. Ωστόσο, ταυτόχρονα με τις ικανότητες, εμφιλοχωρεί στον κόπο και μια εγωιστική διάθεση, η οποία καθιστά το χάρισμα όχι αφορμή προσφοράς και θυσίας, αλλά αφορμή υπερηφάνειας και μονομέρειας.
   Ο πετυχημένος άνθρωπος συχνά θεωρεί τον εαυτό του φορέα τελειότητας. Το χάρισμα δεν γίνεται αφορμή ελευθερίας, προσφοράς, ενδιαφέροντος για τον άλλο, αλλά μόνο ικανοποίησης του συμφέροντος και της φιλοδοξίας, ενώ άλλοτε υπάρχει η αίσθηση της κτητικότητας, ότι το χάρισμα μας ανήκει και μπορούμε να το διαθέσουμε όπως εμείς θέλουμε. Γι’ αυτό κι όταν τα χαρίσματα αμφισβητούνται, θιγόμαστε ακόμη περισσότερο.
   Η Εκκλησία προτείνει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως ό,τι ξεχωριστό έχει, του δόθηκε από τον Θεό για να το καλλιεργήσει προς όφελος δικό του, αλλά κυρίως, προς όφελος των άλλων. Γι’ αυτό δεν δέχεται ούτε τον εγωιστικό εγκλωβισμό στην αυτάρκεια των χαρισμάτων, ούτε την χρήση τους προς δόξαν του έχοντος, αλλά την λειτουργία του χαρίσματος προς όφελος της κοινότητας, των πολλών, της σύναξης. Η Εκκλησία δεν θέλει τον άνθρωπο εγκλωβισμένο στον ατομισμό, αλλά ζητά από τον καθένα την κοινωνική συνείδηση και προσφορά που θα τον κάνει να ζει για τους άλλους, και τους άλλους να ζουν γι’ αυτόν!
   Η εποχή μας είτε θεοποιεί τους χαρισματικούς ανθρώπους, εγκλωβίζοντάς τους στον εγωισμό και την κενοδοξία, είτε ισοπεδώνει τα χαρίσματα καθιστώντας τον άνθρωπο αριθμό στην απρόσωπη μάζα. Αν η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει πόσο σπουδαίο είναι τα χαρίσματα να ελευθερώνουν τον έχοντα, αλλά και τον κόσμο, μέσα από την σωστή χρήση τους και την προσφορά, αλλά κυρίως μέσα από την αναφορά στο Θεό, τότε μέσα από αυτή την υγιή ταπείνωση της σχέσης με το Θεό το τάλαντο θα αξιοποιηθεί φιλοπόνως. Και τότε πραγματικά, “θα εισέλθουμε εις την χαράν του Κυρίου μας”, δηλαδή στην κοινωνία της αγάπης και της προσφοράς, στην κοινωνία της ελευθερίας από την αυτάρκεια και τον εγωισμό…

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


   Η Μεγάλη Τετάρτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία αλείφει τα πόδια του Χριστού με μύρο και δάκρυα, τα σκουπίζει με τα μαλλιά της και λαμβάνει από το Θεό την συγχώρεση για τις αμαρτίες της. Στον Όρθρο της ημέρας ψάλουμε το τροπάριο της Κασσιανής, μεγάλης υμνογράφου του 9ου αιώνα μ. Χ., το οποίο αναφέρεται στην “εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσαν γυνήν”, αλλά και μια σειρά άλλων ποιητικότατων ύμνων που μαρτυρούν το γεγονός της αγάπης προς τον Χριστό, η οποία ελευθερώνει γνήσια τον άνθρωπο.
   Σ’ ένα από τα τροπάρια των Αποστίχων του Όρθρου διαβάζουμε μία φράση που πολλά έχει να πει: “Η απεγνωσμένη δια τον βίον και επεγνωσμένη δια τον τρόπον το μύρο βαστάζουσα προσήλθε σοι”. Ο βίος είναι αμαρτωλός. Ερωτοτροπούμε και βιώνουμε την αμαρτία σε κάθε στιγμή της ζωής μας, είτε πράττοντας το θέλημά μας και στηριζόμενοι στον εγωισμό μας είτε παραδίδοντας τον εαυτό μας στις αμαρτίες και τις ηδονές είτε απορρίπτοντας την παρουσία του Χριστού από τη ζωή μας. Κι όχι μόνο αυτό. Τις περισσότερες φορές δεν συνειδητοποιούμε το πόσο μας αγαπά ο Χριστός, με αποτέλεσμα να περιφρονούμε την παρουσία Του ολοκληρωτικά, να αρνούμαστε καν να ακούσουμε το μήνυμά Του.
Η αμαρτωλή γυναίκα ήταν απεγνωσμένη, δηλαδή απελπισμένη για τη ζωή της. Όμως ήταν επεγνωσμένη για τον τρόπο, ήξερε πλέον καλά ποιος είναι ο δρόμος για τη σωτηρία. Η αγάπη προς τον Ιησού της έδειχνε την πορεία της αληθινής ελευθερίας. Γιατί η αγάπη μας κάνει ταπεινούς. Η αγάπη μας κάνει να κατανοούμε πως χρειάζεται η λύπη για ό,τι μας χωρίζει από τον Χριστό και η μετάνοια που μας ξαναφέρνει κοντά Του. Η αγάπη μας βοηθά να δούμε ότι δεν μπορούμε να είμαστε αυτάρκεις, αλλά ότι χρειαζόμαστε τον Χριστό. Η αγάπη είναι αυτή που μας κάνει να τολμούμε. Να συγχωρούμε για να συγχωρεθούμε. Να πηγάζει το δάκρυ της ευαισθησίας από την καρδιά μας για όλους, αλλά και για τον εαυτό μας. Να προσπίπτουμε στα πόδια του Λυτρωτή, αναζητώντας μια καινούρια αρχή.
   Η εποχή μας έχει ως σημείο αναφοράς την εξουσία και τη δύναμη. Αυτός που αγαπά δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Ακόμα και η αγάπη εγκλωβίζεται στη λογική της αυτάρκειας και της απόλαυσης και γίνεται εγωισμός για δύο ή για πολλούς. Η Εκκλησία μας προτείνει την αγάπη που ελευθερώνει. Την αγάπη του Σταυρού και της Ανάστασης, γιατί ο Χριστός είναι η Αγάπη. Αλλά και όσοι Τον ακολούθησαν, με την αμαρτωλή γυναίκα στο επίκεντρο της ημέρας αυτής, την αγάπη βίωσαν και γεύτηκαν τη χαρά της αληθινής ελευθερίας.
   Δεν απελευθερώνουν τον άνθρωπο οι γνώσεις, οι ηδονές, η δύναμη της τεχνολογίας, του χρήματος, η θαλπωρή του σώματος. Ούτε αποτελούν η φιλανθρωπία και η κοινωνική αλληλεγγύη λυτρωτικές δυνάμεις. Συμβάλλουν, αλλά δεν αντιμετωπίζουν αυτή την βαθύτατη υπαρξιακή ανάγκη του καθενός. Μονάχα η γνήσια κοινωνία με τον Χριστό οδηγεί στην επίγνωση του τρόπου της ελευθερίας. Αρκεί ένα δάκρυ, η σιωπή της μετάνοιας, η συγγνώμη, η προσφορά. Και τελικά, η δική Του παρουσία στη ζωή μας…

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗΣ


   Η Μεγάλη Πέμπτη είναι για την Εκκλησία μας αφορμή να θυμηθούμε τον Μυστικό Δείπνο, την παράδοση δηλαδή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, την προδοσία του Ιούδα, αλλά και την υπερφυή προσευχή του Κυρίου προς τον Πατέρα Του, να μην Τον αφήσει να πιει το ποτήρι του Πάθους, αλλά και την υπακοή Του σ’ Αυτόν. Το γεγονός όμως που δίδει διδάγματα στη ζωή μας είναι η ταπείνωση του Χριστού, ο οποίος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, πριν φάνε μαζί για τελευταία φορά. Στα καθίσματα του Όρθρου της ημέρας ψάλλουμε χαρακτηριστικά: “Ο λίμνας και πηγάς και θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν εκπαιδεύων αρίστην, λεντίω ζωννύμενος μαθητών πόδας ένιψε, ταπεινούμενος υπερβολή ευσπλαχνίας”. Ο Δημιουργός του κόσμου ταπεινώνεται από την υπερβολική ευσπλαχνία Του για μας, αλλά και μας διδάσκει την άριστη οδό της ταπείνωσης.
   Η βασικότερη αμαρτία του ανθρώπου είναι ο εγωισμός. Αυτός οδηγεί τον άνθρωπο στην εμπάθεια, αυτός δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς δεν επιτρέπει την υποχώρηση και τη θυσία, αυτός οδηγεί στη ρήξη της αγάπης, αυτός βάζει τον άνθρωπο να θεωρεί τον εαυτό του θεό στη θέση του Θεού. Όταν μιλούμε για τον εγωισμό βέβαια, δεν εννοούμε ό,τι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τους άλλους, την έννοια του “εγώ”, της προσωπικότητας. Εννοούμε την υπερτροφική ανάπτυξη αυτού του “εγώ”, την άρνηση δηλαδή του ανθρώπου να ισορροπήσει στις σχέσεις του με τους άλλους, να συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη είναι αυτή που εξασφαλίζει την αρμονία, ότι αν θυσιάζουμε την δική μας απόλαυση, την δική μας επιβολή στους άλλους, αν μάθουμε να ακούμε τους άλλους, αν μάθουμε να απλώνουμε το χέρι στους άλλους, αν μάθουμε να αφήνουμε το θέλημά μας κατά μέρος, τότε ζούμε την πραγματική ελευθερία.
   Κι αυτή η ελευθερία βιώνεται μόνο μέσα από την ταπείνωση. Ταπείνωση σημαίνει υπακοή στο θέλημα του Θεού, γιατί ξέρουμε ότι Αυτός μας αγαπά. Ταπείνωση σημαίνει αναγνώριση της αδυναμίας και της αμαρτωλότητάς μας, μπροστά στην αγαθότητα του Θεού. Ταπείνωση σημαίνει ότι θεωρούμε από αγάπη τον εαυτό μας πιο αδύναμο από τους άλλους, πως όσο κι αν προσπαθούμε, δεν έχουμε αναπτύξει τα χαρίσματα που ο Θεός μας εμπιστεύθηκε, ότι δεν ζούμε για τους άλλους, αλλά μονάχα για τον εαυτό μας. Ταπείνωση σημαίνει κατανόηση στον πόνο, τη δυσκολία και την άρνηση του άλλου να συμπλεύσει με την επιθυμία μας, σημαίνει ανοχή εν αγάπη. Ταπείνωση είναι η γνήσια θυσία και προσφορά στον Άλλο, είναι το να πλύνεις τα πόδια του, να θεραπεύσεις τις ανάγκες του, να διακονήσεις και όχι να διακονηθείς, να συγχωρέσεις, ακόμα και τους εχθρούς σου!
   Η εποχή μας έχει ως σημείο αναφοράς την υπερηφάνεια και την υπεροχή έναντι του άλλου, το υπερτροφικό εγώ μας ως κέντρο της ζωής. Προτιμούμε οι άλλοι να υπηρετούν τις ανάγκες μας και αρνούμαστε να δούμε τις δικές τους. Το “δικαίωμα” ως έννοια του πολιτισμένου κόσμου θριαμβεύει. Η Εκκλησία μας προτείνει την ταπείνωση του Χριστού ως τρόπο έκφρασης της υπερβολής της αγάπης, για να ξαναβρούμε την αληθινή ελευθερία. Γιατί ελευθερία σημαίνει να παραιτείσαι από τα δικαιώματά σου, χάριν της αγάπης προς τον άλλο. Κι αυτό δε γίνεται αν ο άλλος δεν είναι μοναδικής και ανυπέρβλητης αξίας για σένα. Δεν γίνεται αν ο Άλλος δεν κατανοηθεί ως Αυτός για τον οποίο ο Χριστός ταπεινώθηκε και σταυρώθηκε, Αυτός που αγαπιέται από τον Χριστό εξίσου με σένα…

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ


   Η Μεγάλη Παρασκευή μας φέρνει ενώπιον των Παθών του Κυρίου μας. Ο Χριστός υποφέρει, σταυρώνεται και πεθαίνει, για να μας οδηγήσει στην σωτηρία, την απαλλαγή από την φθορά και την αμαρτία που διαποτίζει την ύπαρξή μας και να μας δώσει την Ζωή. Στους Μακαρισμούς, που ψάλλουμε μετά την έξοδο του Εσταυρωμένου, διαβάζουμε χαρακτηριστικά: “Εσταυρώθης δι’ εμέ, ίνα εμοί πηγάσης την άφεσιν. Εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσης μοι”. Η συγγνώμη του Σταυρού και η ανάβλυση της ζωής μέσα από το Πάθος, μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αληθινή ελευθερία δεν νοείται χωρίς θυσία.
   Σκοπός του κάθε ανθρώπου είναι η επιβίωση. Ο καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει και να ζήσει καλύτερα. Η επιστήμη μπαίνει στην υπηρεσία του ανθρώπου με σκοπό να αντιμετωπίσει τις ασθένειές του, να παρατείνει τη δυνατότητα να χαρεί το φως της ζωής, να τον συνδράμει στην όσο το δυνατόν υπέρβαση του θανάτου. Η παραίτηση από τη ζωή θεωρούνταν και δεν παύει να είναι μια τρέλα! Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει.
   Ελάχιστα όμως συνειδητοποιούμε την διαφορά ανάμεσα στην έννοια της επιβίωσης και την έννοια της ζωής. Επιβιώνω σημαίνει τρώω, πίνω, κοιμάμαι, εργάζομαι, βγάζω χρήματα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, εκτονώνομαι, αναπαράγομαι, ξεκουράζομαι, χαίρομαι ή λυπάμαι, όπως άλλοι. Ζω σημαίνει ότι όλες αυτές τις βιολογικές και κοινωνικές λειτουργίες τις μεταποιώ σε νόημα και στάση ζωής. Τρώω όσο μου χρειάζεται για την βιολογική μου υπόσταση, στερούμαι εκούσια την τροφή γιατί ξέρω ότι “ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται ο άνθρωπος”. Εργάζομαι για να θεραπεύσω τις βιοτικές ανάγκες, αλλά εργάζομαι και το καλό και την αρετή. Συστήνω οικογένεια γιατί είμαι κοινωνικό ον, αλλά αγαπώ τον άλλο περισσότερο από μένα, γιατί μόνο μέσα από την σχέση έχει νόημα η κοινωνικότητα.
   Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν άρνηση της βιολογικής επιβίωσης της ανθρώπινης φύσης, καθώς ο Χριστός ως Θεάνθρωπος και αναμάρτητος μπορούσε να μην πεθάνει. Ήταν όμως η σπουδαιότερη κατάφαση της ζωής, από την ίδια τη Ζωή. Όπως λέει ένα από τα πιο όμορφα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, σαν τον πελεκάνο, που, όταν τα παιδιά του δηλητηριάζονται από το τσίμπημα του φιδιού, τρυπά τα πλευρά του και τους μεταγγίζει το αίμα του για να τα σώσει, πεθαίνοντας ο ίδιος, έτσι κι ο Χριστός μας δίνει το αίμα Του, για να σωθούμε από το δηλητήριο της αμαρτίας και του θανάτου και να ξαναβρούμε το αληθινό νόημα της ύπαρξής μας.
   Η εποχή μας έχει ως σημείο αναφοράς την ατομική επιβίωση και αυτάρκεια. Η Εκκλησία μας προτείνει την θυσία του Χριστού ως τον τρόπο εκείνο που θα μας καταστήσει αληθινά ελεύθερους. Γιατί μόνο όταν παραιτείται κανείς από την απλή επιβίωση, για να πλημμυρίσει η ύπαρξή του από τη ζωή της πίστης, της σωτηρίας, της αγάπης για το Χριστό και το συνάνθρωπο, όποια συνέπεια κι αν έχει αυτός ο δρόμος, τότε ζει την πραγματική ελευθερία. Κι αυτή η παραίτηση και ζωή της θυσίας, η υπέρβαση του εαυτού μας εξαιτίας της αγάπης, βιώνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία, μέσα από την σταύρωση των παθών και την Ανάσταση της αρετής και του τρόπου που ο Χριστός έγινε πρότυπό του…

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


   Το Μεγάλο Σάββατο η Εκκλησία μας κείται στην προσδοκία της Ανάστασης. Ο Χριστός βρίσκεται στον Άδη, το σώμα Του έχει ταφεί, χωρίς όμως να γνωρίζει την φθορά που γνωρίζουν όλοι οι νεκροί, καθώς παραμένει ενωμένο με την θεότητα, ενώ η ψυχή του Χριστού βρίσκεται στην κόλαση, στο χώρο του θανάτου, όπου κηρύττει την μετάνοια. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ολοκληρώνει το έργο της Θείας Οικονομίας, που είναι η ανάσταση όλης της Δημιουργίας και όλων των ανθρώπων, κι αυτών που ήταν εν ζωή, αλλά και αυτών που είχαν πεθάνει πριν τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο. Ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, νικιέται δια του θανάτου του Χριστού, και όλα κινούνται στην προσδοκία της Ανάστασης, της γνήσιας ελευθερίας.
   Σ’ έναν από τους πιο όμορφους ύμνους, που ολοκληρώνουν την ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, διαβάζουμε τα εξής θαυμάσια λόγια: “Δεύτε ίδωμεν την ζωήν ημών εν τάφω κειμένην, ίνα τους εν τάφοις κειμένους ζωοποιήση. δεύτε σήμερον, τον εξ Ιούδα υπνούντα θεώμενοι, προφητικώς αυτώ εκβοήσωμεν. Αναπεσών κεκοίμησαι ως λέων. τις εγερεί σε, βασιλεύ; αλλ’ ανάστηθι αυτεξουσίως, ο δους σεαυτόν υπέρ ημών εκουσίως. Κύριε, δόξα σοι”. Το ποιητικό αυτό κείμενο αποτυπώνει το απόσπασμα της Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρεται στον Ιακώβ. Ο Χριστός κοιμάται σαν το λιοντάρι, έτοιμος να ξυπνήσει, να αναστηθεί, να φέρει στον κόσμο την ελπίδα, τη χαρά της νίκης, την συντριβή του θανάτου, να φέρει στην ιστορία το πιο σπουδαίο μήνυμα, που άλλο ανώτερο δεν υπάρχει: ότι πλέον είμαστε ελεύθεροι και από το θάνατο.
   Για τους περισσότερους ανθρώπους ο θάνατος είναι η έσχατη απόδειξη δουλείας. Είμαστε ανίσχυροι απέναντί του. Μπορούμε να τον απομακρύνουμε, αλλά όχι να τον υπερβούμε. Για τους περισσότερους ο θάνατος αποτελεί το βιολογικό και οριστικό τέρμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν υπάρχει λογική απόδειξη επιστροφής από το “επέκεινα”, το μετά τον θάνατο, με αποτέλεσμα η θλίψη να είναι ανυπέρβλητη. Απέναντι στον θάνατο ο άνθρωπος ζει με τον φόβο ή εκείνη την ελπίδα ότι το τέλος δεν θα έλθει.
   Ο Χριστός έζησε τον θάνατο, όχι ως βιολογικό τέρμα ή ως αναπόδραστη κατάσταση, αλλά ως υπακοή στο θέλημα του Πατέρα Του. Έφτασε την φύση Του, που είχε την αθανασία δεδομένη, καθώς δεν είχε αμαρτία, στο κατώφλι του θανάτου και το πέρασε σωματικά, για να μας δείξει ότι ο θάνατος είναι το τέρμα, μόνο όταν συνοδεύεται από τον χωρισμό από το Θεό. Αυτός που ζει το Θεό με υπακοή στο θέλημά Του, αυτός που αγωνίζεται εναντίον της αμαρτίας, η οποία είναι ο θάνατος, ελευθερώνεται ακόμη και από τα δεσμά του θανάτου, γιατί ακολουθεί τον Χριστό.
   “Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει. εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρη”, μας λέει ο Κύριος. Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος αποτελεί για μας τους θνητούς την αφορμή, πολύν καρπό να φέρουμε, αν ζούμε με υπακοή στο Θεό. Ο Χριστός μας δίδαξε ότι αυτό είναι κατορθωτό. Αν πεθάνουμε ως προς την αμαρτία, δηλαδή νεκρώσουμε τα πάθη και τις κακίες μας, τότε ουσιαστικά φέρουμε πολύν καρπό, της αγάπης, της αρετής, της πίστης στο Θεό, γιατί αυτό είναι το θέλημά Του για μας. Αν πεθάνει ο εγωισμός μας, με την άσκηση, την προσπάθεια, την ταπείνωση, την θυσία, τότε πολύν καρπό φέρουμε. Τραβάμε την χάρη και το έλεος του Θεού και τότε, ακόμα και ο βιολογικός θάνατος είναι το σημείο εκείνο της ζωής που μας απαλλάσσει από την φθορά και την αμαρτία και μας φέρνει κοντά σ’ Αυτόν που πέθανε για μας, τον Χριστό.
   Ο Χριστός αναπαύεται στον τάφο σωματικά. Ο Χριστός κηρύττει στον Άδη τη Ζωή. Και θα αναστηθεί ως ο λέων, αυτεξουσίως, και θα τραβήξει μαζί Του όσους τον πίστεψαν, αλλά και όσους τον πιστεύουν, όσους τους αγγίζει το μήνυμα, το πρόσωπο, η κοινωνία μαζί Του. Ελευθερωνόμαστε από το θάνατο, χάρις στον θάνατο του Σωτήρα. Όλα πλέον είναι διαφορετικά. Δεν φοβόμαστε το θάνατο, γιατί θα μας πάει σ’ Αυτόν που μας αγαπά και αγαπούμε. Και θα περιμένουμε την Δευτέρα Παρουσία, για να γευτεί και το σώμα μας, αυτή την ανεκλάλητη χαρά. Αυτή την ανεκλάλητη ελευθερία. Αυτή την ανεκλάλητη αιώνια ζωή.
   Στο Μεγάλο Σάββατο βρίσκονται τα σώματα των ανθρώπων που έφυγαν από αυτή τη ζωή. Μα όσοι ζούμε την πίστη, όσοι αγαπούμε, όσοι συγχωρούμε, όσοι κοινωνούμε έχουμε μπει ήδη στην ογδόη ημέρα. Την ημέρα της Εκκλησίας. Την Ημέρα της Ανάστασης. Την Κυριακή, την ημέρα του Κυρίου…

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ 
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


   Η Κυριακή του Πάσχα είναι για την Εκκλησία η αφετηρία της νέας δημιουργίας. Η φθορά και ο θάνατος πλέον δεν έχουν καμία δύναμη στη ζωή του ανθρώπου και της κτίσης, αλλά “τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια”. Αυτό φαντάζει οξύμωρο για τη νοοτροπία του κόσμου, καθώς όλοι διαπιστώνουμε την συνεχή καταστροφή του περιβάλλοντος, τον θάνατο που κρατά δέσμιο τον κάθε άνθρωπο, αλλά και το γεγονός ότι ο κόσμος μας ελάχιστα έχει αλλάξει, παρά τα μηνύματα και την παρουσία της πίστης στο Χριστό. Αδικίες και πόλεμοι γίνονται, τα συμφέροντα κυριαρχούν, η ζωή είναι πάντοτε απλόχερη για τους λίγους, ενώ οι πολλοί βιώνουν την δυσκολία, η πρόοδος δεν έχει εξασφαλίσει την ευτυχία, αλλά έχει εξοβελίσει το Θεό από την ζωή των πολλών.
   Επομένως, το ερώτημα ποια είναι η σημασία της Ανάστασης για τον σημερινό άνθρωπο φαντάζει δυσκολοαπάντητο. Όσο κι αν η γλώσσα της θεολογίας δίνει περιγραφές του γεγονότος και φανερώνει σημεία, στα οποία θα μπορούσε κανείς να σταθεί, η πλειοψηφία των ανθρώπων περιμένει να ακούσει το “Χριστός Ανέστη” και να διασκορπισθεί, όπως περιγράφει ο στίχος: “Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν”. Εκτός από την φαινομενική αταραξία του κόσμου και της ζωής, το ίδιο το μήνυμα της Ανάστασης δεν φαίνεται να αλλάζει και τους πολλούς.
   Είμαστε όμως τα παιδιά του Αναστημένου Θεού. Ο Χριστός δεν είναι ένα κήρυγμα ηθικής, δεν είναι ένας κοινωνικός αναμορφωτής, δεν είναι ένας απλός επαναστάτης, διαφορετικός από τους άλλους, αλλά πάντως ένας από τους πολλούς που πέρασαν από την ανθρώπινη ιστορία. Ο Χριστός είναι ο Θεός που γίνεται άνθρωπος, κρατώντας τη Θεότητά Του, για να μας κάνει θεούς κατά χάριν, δηλαδή να ζούμε αιώνια, να μας απαλλάξει από τον θάνατο και τη φθορά. Για μας που πιστεύουμε σ’ Αυτόν, αλλά και για όλο τον κόσμο, και γι’ αυτούς ακόμη που δεν τον πίστεψαν και δεν θα τον πιστέψουν, ο Χριστός έφερε αυτή την καινούρια δημιουργία, την Εκκλησία.
   Σ’ αυτήν και το τελευταίο φυλλαράκι έχει αξία, καθώς και μέσα απ’ αυτό μπορούμε να θαυμάσουμε την ομορφιά της ζωής, που ο Θεός έπλασε. Μπορούμε να θαυμάσουμε το μυστήριο της αγάπης, την μεταμόρφωση του καθενός που πιστεύει κι αγωνίζεται, τη δύναμη της μετάνοιας, την δύναμη της αγιότητας που αγκαλιάζει τον Άλλο και όλο τον κόσμο. Τη δύναμη εκείνη που κάνει την Εκκλησία να προχωρά 20 αιώνες, χωρίς τα λάθη των όσων την απαρτίζουν να την καταστρέφουν, χωρίς το αίμα και οι διωγμοί να αποτρέπουν την πίστη, αλλά να την αυξάνουν. Την δύναμη εκείνη που δίνει ελπίδα και στον τελευταίο άνθρωπο της γης.
   Αν τα πάντα γίνονται καινά, αν η φθορά και ο θάνατος καταργούνται, αυτό μπορούμε να το ζήσουμε, μόνο με το να δούμε τον Χριστό ως προσωπικό Θεό μας, ως Σταυρωμένο για μας προσωπικά, ως Αναστημένο για μας προσωπικά, ως ερχόμενο για μας προσωπικά. Στην σχέση βρίσκεται το νόημα της Πίστης, στη σχέση βρίσκεται το νόημα της Ανάστασης, στη σχέση με τον Χριστό επαναποκτούμε ως δωρεά την γνήσια και μοναδική ελευθερία, του να μπορούμε να είμαστε παιδιά Του, παιδιά της Ανάστασης.
   Όσοι ζούμε το φως που πλημμυρίζει την κτίση, το φως που ανατέλλει από τον Πανάγιο Τάφο, όσοι ζούμε την Ανάσταση στις καρδιές μας πιστεύοντας, συγχωρώντας, κοινωνώντας με το Χριστό και τον συνάνθρωπο δεν αγνοούμε τον ταραγμένο κόσμο μας. Αγωνιζόμαστε να τον καλυτερέψουμε. Αλλά, η ελπίδα μας είναι η Αναστάσιμη Ελευθερία. Ξεφεύγουμε, ζώντας στον πλημμυρισμένο από το Φως του Χριστού εσωτερικό μας κόσμο, από ό,τι μας θανατώνει. Και γευόμαστε, μένοντας στην αναστάσιμη και σε κάθε Θεία Λειτουργία την μετάληψη του Φωτός, την μετάληψη του Χριστού, ζώντας τη χαρά στο πρόσωπο του αδελφού μας και περιμένοντας την στιγμή εκείνη που ο Αναστημένος Χριστός θα μας αρπάξει στην ουράνια βασιλεία Του, περνώντας με το Πάσχα του θανάτου στην χαρά της άλλης βιοτής, της αιώνιας, της Αναστάσιμης, της μοναδικά ελεύθερης.
   Ζούμε την μυστική χαρά σήμερα, έχουμε την Αναστάσιμη φωνή του Χριστού άγκυρα ελπίδας στη ζωή μας. Δεν μένουμε στα λαογραφικά έθιμα, αλλά μετανοημένοι, σταυρωμένοι ως προς τα πάθη μας, πανηγυρίζουμε και γιορτάζουμε “μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας”, όπως λέει ο Παύλος. Και ζυμώνουμε ως μικρά ζύμη, όλο το φύραμα, καλώντας όλο τον κόσμο να μετάσχει στη χαρά. Γινόμαστε οι χριστιανοί σήμερα το προζύμι που φτιάχνει τον άρτο της ζωής, την Εκκλησία, την Ελπίδα, την Αλήθεια. Την Ελευθερία της Ανάστασης…
Πηγή: www.enoriaagiougeorgiou.blogspot.com