Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ

 Οι τρεις Ιεράρχες, διαθέτοντας οι ίδιοι ευρύτατη παιδεία, ήταν φυσικό, περισσότερο από όλους τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, να συλλάβουν τη σημασία της Παιδείας για τον άνθρωπο και μάλιστα για τον «νέο άνθρωπο» της εποχής τους, τον χριστιανό άνθρωπο. Κι επειδή γι’ αυτούς Παιδεία δεν σημαίνει … κατάκτηση γνώσεων αλλά καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής, ως κύριος σκοπός της Παιδείας προσδιορίζεται η αγωγή των νέων παιδιών: «Τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών φαίνεται μοι, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον και ποικιλώτατον», θα πει ο Γρηγόριος (Ε.Π.Μ.35,325).

Βεβαίως το «άνθρωπον άγειν», η ανθρωπαγωγή, ας νεολογίσουμε, δεν μπορεί στη σύλληψη των Πατέρων της Εκκλησίας παρά να είναι χριστοκεντρική. Σκοπός της αγωγής είναι: «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός των διδαγμάτων», διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος (Ε.Π.Μ. 32,69Β).

Για τους Τρείς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ουσία της παιδείας είναι η αγωγή και δεν νοείται αγωγή χωρίς «πνευματικά μαθήματα» και «επιμέλεια ψυχής»: «Ότι των οικείων αμελούμεν παίδων, και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα, της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν, εσχάτης ανοίας πράγμα»(Ε.Π.Μ. 51,327), προειδοποιεί ο Χρυσόστομος.

Αν κάτι χαρακτηρίζει την παιδεία μας σε ευρωπαϊκό ίσως επίπεδο είναι ότι εξακολουθεί και σήμερα να μας διαφεύγει η ουσία, που ήταν και είναι η αγωγή ψυχών.

Με άλλα λόγια, «περί άλλων τυρβαζόμεθα», ενώ «χρεία εστί ενός», να αναπτύξουμε την άγια πλευρά του του ανθρώπου, την καλλιέργεια της ψυχής και του νου του και να τον οδηγήσουμε σε μια πνευματική ανάταση και εγρήγορση, ώστε να βλέπει και να ενεργεί σωστά, διακρίνοντας το καίριο από το ασήμαντο, το μόνιμο από το πρόσκαιρο, την ουσία από τα «συμβεβηκότα» της ουσίας, για να θυμηθούμε τον ημέτερο Αριστοτέλη.

Η επιμονή των Ιερών Πατέρων στην αγωγή της ψυχής, και μάλιστα κατά Χριστόν, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν τη σημασία των γνώσεων ή την σπουδαιότητα των γραμμάτων. Σημαίνει διαφορετική ιεράρχηση των αναγκών του ανθρώπου: πρώτα το πνεύμα και μετά το σώμα, πρώτα η αγωγή και μετά η γνώση. Ο Ιερός Χρυσόστομος προλαμβάνει ενδεχόμενες παρεξηγήσεις: « Και μη με τις νομιζέτω νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι…Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγω, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν». (Ε.Π.Ε. 28, 518-20).

Η παιδεία για τους σεπτούς Ιεράρχες είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Σε μια στιγμή εξάρσεως, ο Χρυσόστομος φθάνει να πει τη γνωστή ρήση: « Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστι» (Ε.Π.Ε. 25, 282). Να τι ύψος αλλά και τι νόημα δίνουν στην Παιδεία οι «μυσταγωγοί της Παιδείας, οι Μεγάλοι Ιεράρχες.

Επειδή, όπως είναι φυσικό, τα περί παιδείας διδάγματα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διδασκαλίας ετών, θα θίξω δύο μόνον ακόμη διδάγματα των Πατέρων: την έμφαση που δίνουν στον δάσκαλο και στους γονείς, παράγοντες οι οποίοι όλο και περισσότερο στις μέρες μας συνυπολογίζονται στους βασικούς πόλους της Παιδείας.

Η βασική αρχή για τον δάσκαλο είναι, κατά τους Μεγάλους Ιεράρχες, το παράδειγμα: «Τον δε παιδεύοντα, ου διά ρημάτων μόνον, αλλά διά πραγμάτων παιδεύειν χρή», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε.14,554). Η «πολιτεία» του δασκάλου, η ζωή και οι πράξεις του, το παράδειγμά του, όχι η απλή διδασκαλία του είναι αυτή που οδηγεί στην παιδεία, γιατί τα λόγια … φαίνεται πως περίσσευαν από τότε…

Ο Θεολόγος και ποιητής Γρηγόριος θα πει τη μνημειώδη επιγραμματική φράση: «Μισώ διδάγμαθ’ οις ενάντιος βίος». Σ’ αυτό που ιδιαίτερα επιμένουν και οι τρείς Μεγάλοι Πατέρες στις κατευθύνσεις που δίνουν προς τους γονείς είναι η ευθύνη των γονέων να αναθρέψουν τα παιδιά τους με χριστιανικές αρχές και αξίες: με «φόβον Θεού», με καλλιέργεια των αρετών της ψυχής και του πνεύματος και με παιδεία τέτοια, που ο νέος να αντιληφθεί ότι σκοπός της ζωής δεν είναι να πασχίζει για την απόκτηση χρημάτων ή διαφόρων καταναλωτικών αγαθών και μάταιης εξουσίας, αλλά για ό,τι συνιστά την ουσία της ζωής και για τις αξίες που πρέπει να εμπνέουν τη ζωή του Χριστιανού (σύνεση, ταπεινοφροσύνη, εγκράτεια, δικαιοσύνη, αυτογνωσία). Πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν σχολιάζει ποια πρότυπα προβάλλουν συνήθως οι γονείς στα παιδιά τους προς μίμηση και πόσο έξω από την χριστιανική πραγματικότητα βρίσκονταν και βρίσκονται και σήμερα πολλοί γονείς: « Και τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν να ακούσει κανείς όταν οι πατέρες μιλούν προς τα παιδιά τους και τα παρακαλούν να σπουδάσουν ρητορική, παρά αυτά εδώ τα λόγια· ο τάδε, λέγει, ενώ είναι κατώτερος και κατάγεται από κατώτερους γονείς, αφού απέκτησε την εκ των ρητορικών σπουδών ικανότητα, ανήλθε στα ύψιστα αξιώματα, απέκτησε πολύν πλούτον, νυμφεύθηκε πλούσια γυναίκα, έκτισε πολυτελές σπίτι, είναι φοβερός σε όλους και φιλόδοξος. Άλλος πάλι λέει, ο τάδε που έμαθε την ιταλική γλώσσα, είναι ένδοξος στα ανάκτορα και κυβερνά όλα τα εσωτερικά θέματα. Και άλλος πάλι δείχνει άλλον, όλοι όμως τους επιτυχημένους στη γη. Κανένας δε ούτε μια φορά δε θυμάται τα ουράνια πράγματα» (Ε.Π.Ε 28, 474).

Αν συγκρίνει κανείς την παιδεία που προτείνουν οι σοφοί Ιεράρχες με τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, όπου η διδασκαλία των χριστιανικών αξιών και των αρχών του Ευαγγελίου από τη μια μεριά έχουν συμπιεσθεί σ’ ένα συχνά αποστεωμένο και σχολαστικό-πληροφοριακό μάθημα Θρησκευτικών, στριμωγμένο κάπου στο σχολικό πρόγραμμα και υπό συνεχή συρρίκνωση, κι από την άλλη μεριά, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οργιάζει σε όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα ό,τι άμεσα και δραστικότατα καταργεί μέσα σε λίγα λεπτά αυτά που ο δάσκαλος στο σχολείο και ο παπάς στην Εκκλησία αγωνίζονται να χτίσουν στην ψυχή των παιδιών, αν συνειδητοποιήσει κανείς τη λειτουργία και τις επιπτώσεις αυτής της αποδομητικής και σχιζοφρενικής (για την ψυχή και την προσωπικότητα των νέων παιδιών) διαδικασίας, τότε θα καταλάβει αν η Παιδεία στις μέρες μας μπορεί να επιτελέσει τον ανθρωποπλαστικό και δημιουργικό ρόλο που οραματίστηκαν οι φωτισμένοι Ιεράρχες.

Στην ερώτηση πως θεραπεύεται αυτή η κατάσταση, η απάντηση είναι, νομίζω, μία: ο τρώσας και ιάσεται…

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Η ΦΙΛΟΠΤΩΧΕΙΑ

Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει κανείς την υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές και να της δώσει το πρωτείο και το βραβείο, όπως ακριβώς δεν είναι εύκολο να βρει μέσα σ’ ένα ολάνθιστο και μοσχοβόλο λιβάδι το πιο ωραίο κι ευωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε το ένα και πότε το άλλο του τραβάει την προσοχή και τον προκαλεί να το κόψει πρώτο.

            Έτσι, λοιπόν, σκέφτομαι ότι καλές αρετές είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Και μάρτυρας για την πίστη είναι ο Αβραάμ, που δικαιώθηκε από την πίστη του· μάρτυρες για την ελπίδα είναι ο Ενώς, που πρώτος στήριξε την ελπίδα του στην επίκληση του Κυρίου, και όλοι οι δίκαιοι, που κακοπαθούν με την ελπίδα της σωτηρίας· μάρτυρες για την αγάπη, τέλος, είναι ο απόστολος Παύλος, που έφτασε στο σημείο να εύχεται τη δική του απώλεια για χάρη των αδελφών του Ισραηλιτών, και ο ίδιος ο Θεός, που ονομάζεται αγάπη (Α’ Ιω. 4:8).


            Καλή είναι η φιλοξενία. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι από τους δικαίους ο Λωτ, ο Σοδομίτης στη διαμονή μα όχι Σοδομίτης στη διαγωγή, και από τους αμαρτωλούς η Ραάβ, η πόρνη στο σώμα μα όχι πόρνη στην προαίρεση, που επαινέθηκε και σώθηκε για τη φιλοξενία (Ιησ. Ναυή 2:1-21).


            Καλή είναι η μακροθυμία. Και μάρτυρας γι’ αυτό είναι ο ίδιος ο Χριστός, που δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει τις λεγεώνες των αγγέλων Του εναντίον των βασανιστών Του και όχι μόνο μάλωσε τον Πέτρο, όταν τράβηξε το μαχαίρι του, μα και το αυτί, που είχε κόψει εκείνος, το έβαλε πάλι στη θέση του. Το ίδιο έκανε αργότερα και ο Στέφανος, ο μαθητής του Χριστού, που προσευχόταν για κείνους που τον λιθοβολούσαν.


            Καλή είναι η πραότητα. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι ο Μωυσής και ο Δαβίδ, που πάνω απ’ όλα ως πράοι μαρτυρήθηκαν απ’ τη Γραφή, καθώς και ο Διδάσκαλός τους, ο θεάνθρωπος Ιησούς, που ούτε φιλονικούσε ούτε κραύγαζε, ούτε ξεφώνιζε στις πλατείες ούτε αντιστεκόταν σ’ εκείνους που Τον είχαν συλλάβει.


            Καλές είναι η προσευχή και η αγρυπνία. Και μάρτυρας γι’ αυτό είναι ο Κύριος, που πριν το πάθος Του αγρυπνούσε και προσευχόταν.


            Καλές είναι η αγνεία και η παρθενία. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι τόσο ο Παύλος, που τις θεσμοθέτησε, βραβεύοντας δίκαια και το γάμο και την αγαμία, όσο και ο ίδιος ο Ιησούς, που γεννήθηκε από Παρθένο, για να τιμήσει τη γέννηση μα να προτιμήσει την παρθενία.


            Καλή είναι η ταπεινοφροσύνη. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι πολλοί, με κυριότερο πάλι το Σωτήρα και Κύριο των όλων, που ταπεινώθηκε, όχι μόνο παίρνοντας μορφή δούλου, παραδίνοντας το πρόσωπό Του στην ντροπή  και στα φτυσίματα και συναριθμώντας τον εαυτό Του με τους παρανόμους. Εκείνος, που καθαρίζει τον κόσμο από την αμαρτία, αλλά και πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του σαν υπηρέτης.


            Καλή είναι η ακτημοσύνη και η περιφρόνηση των χρημάτων. Και μάρτυρες γι’ αυτό είναι τόσο ο Ζακχαίος, που, μόλις μπήκε ο Χριστός στο σπίτι του, μοίρασε σχεδόν όλα τα υπάρχοντά του, όσο και πάλι ο ίδιος ο Κύριος, που, μιλώντας στον πλούσιο εκείνο νέο, περιόρισε την τελειότητα σ’ αυτό ακριβώς το πράγμα (Ματθ. 19:21).


            Κοντολογίς, καλή είναι η θεωρία, καλή είναι και η πράξη· η θεωρία γιατί μας ανυψώνει από τα γήινα, μας οδηγεί στα άγια των αγίων και επαναφέρει το νου στην αρχική φυσική του κατάσταση, και η πράξη γιατί υποδέχεται το Χριστό, Τον υπηρετεί και αποδεικνύει με τα έργα την αγάπη.


            Κάθε αρετή είναι κι ένας δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία, σε κάποιον απ’ τους αιώνιους και μακάριους τόπους. Γιατί, όπως υπάρχουν πολλοί τρόποι ζωής έτσι υπάρχουν και πολλοί τόποι κοντά στο Θεό, που χωρίζονται και μοιράζονται ανάλογα με την αξία του καθενός. Και άλλος ας ασκήσει τη μία αρετή, άλλος την άλλη, άλλος πολλές μαζί και άλλος όλες, αν βέβαια τούτο είναι δυνατό. Φτάνει μόνο να προχωράει κανείς και να επιδιώκει το ανώτερο, ακολουθώντας βήμα-βήμα Εκείνον που τον οδηγεί καλά και τον κατευθύνει και τον βάζει, μεσ’ από την στενή οδό και πύλη, στην απέραντη ουράνια μακαριότητα.


            Και αν ο Παύλος, που ακολουθεί κι αυτός το Χριστό, θεωρεί την αγάπη ως την πρώτη και μεγαλύτερη εντολή, ως τη σύνοψη του νόμου και των προφητών, το καλύτερο μέρος της θεωρώ πως είναι η αγάπη στους φτωχούς και, γενικότερα, η ευσπλαχνία και η συμπάθεια στους συνανθρώπους. Γιατί τίποτ’ άλλο δεν ευχαριστεί τόσο πολύ το Θεό και τίποτ’ άλλο δεν Του είναι τόσο αγαπητό όσο η ευσπλαχνία. Αυτή, μαζί με την αλήθεια, πηγαίνει μπροστά Του και αυτή πρέπει να Του προσφερθεί πριν την Κρίση. Μα και σε τίποτ’ άλλο δεν δίνεται ως ανταπόδοση από Εκείνον, που κρίνει με δικαιοσύνη και ζυγίζει με ακρίβεια την ευσπλαχνία, όσο στη φιλανθρωπία η φιλανθρωπία.


            Σ’ όλους, λοιπόν, τους φτωχούς και σ’ εκείνους που για οποιονδήποτε λόγο κακοπαθούν, οφείλουμε να δείχνουμε ευσπλαχνία, σύμφωνα με την εντολή: «Να μετέχετε στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται» (Ρωμ. 12:15). Και οφείλουμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους, ως άνθρωποι κι εμείς, την εκδήλωση της καλοσύνης μας, όταν τη χρειάζονται, χτυπημένοι από κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ή ορφάνια ή ξενητιά ή σκληρά αφεντικά ή άδικους άρχοντες ή άσπλαχνους φοροεισπράκτορες ή φονικούς ληστές ή άπληστους κλέφτες ή δήμευση περιουσίας ή ναυάγιο. Όλοι είναι αξιολύπητοι. Όλοι βλέπουν τα χέρια μας, όπως εμείς βλέπουμε τα χέρια του Θεού.


            Τι θα κάνουμε, λοιπόν, εμείς που έχουμε τιμηθεί με το μεγάλο όνομα ‘’χριστιανοί’’ και αποτελούμε τον διαλεχτό και ξεχωριστό λαό, ο οποίος οφείλει να καταγίνεται σε καλά και σωτήρια έργα; Τι θα κάνουμε εμείς οι μαθητές του πράου και  φιλάνθρωπου Ιησού, που σήκωσε τις αμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας την ανθρώπινη φύση μας, κι έγινε φτωχός, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη θεότητα; Τι θα κάνουμε, έχοντας μπροστά μας ένα τόσο μεγάλο υπόδειγμα ευσπλαχνίας και συμπάθειας; Θα παραβλέψουμε τους συνανθρώπους μας; Θα τους περιφρονήσουμε; Θα τους εγκαταλείψουμε; Κάθε άλλο, αδελφοί μου. Αυτά δεν ταιριάζουν σ’ εμάς, τους θρεμμένους από το Χριστό, τον καλό ποιμένα, που φέρνει πίσω το πλανεμένο πρόβατο και ψάχνει να βρει το χαμένο και στηρίζει το ασθενικό. Μα δεν ταιριάζουν ούτε στην ανθρώπινη φύση μας, που επιβάλλει τη συμπάθεια, αφού από την ίδια της την αδυναμία έμαθε την ευσέβεια και τη φιλανθρωπία.


            Γιατί, μολαταύτα, δεν βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, όσο είναι ακόμα καιρός; Γιατί εμείς ζούμε μέσα στην απόλαυση, ενώ οι αδελφοί μας μέσα στη δυστυχία; Ποτέ να μην πλουτίσω, αν αυτοί στερούνται! Ποτέ να μην έχω υγεία, αν δεν βάλω βάλσαμο στις πληγές τους! Ποτέ να μη χορτάσω, ποτέ να μην ντυθώ, ποτέ να μην ησυχάσω μέσα σε σπίτι, αν δεν τους δώσω ψωμί και ρούχα, όσα μπορώ, κι αν δεν τους ξεκουράσω μέσα στο σπίτι μου.


            Ας τ’ αναθέσουμε όλα στο Χριστό, για να τον ακολουθήσουμε αληθινά, σηκώνοντας το σταυρό Του, για ν’ ανεβούμε στον επουράνιο κόσμο ανάλαφρα και άνετα, χωρίς τίποτα να μας τραβάει προς τα κάτω, και για να κερδίσουμε στη θέση όλων αυτών το Χριστό, ανεβασμένοι χάρη στην ταπείνωσή μας και πλουτισμένοι χάρη στη φτώχεια μας. Ή, τουλάχιστον, ας μοιραστούμε με το Χριστό τα υπάρχοντά μας, για ν’ αγιαστούν κάπως με τη σωστή κατοχή τους και την προσφορά μεριδίου τους στους φτωχούς.


            Δεν θα συνέλθουμε, έστω και αργά; Δεν θα νικήσουμε την αναισθησία μας, για να μην πω την τσιγκουνιά μας; Δεν θα σκεφτούμε ως άνθρωποι; Δεν θα βάλουμε νοερά στη θέση των ξένων συμφορών τις πιθανές δικές μας;


            Γιατί, στ’ αλήθεια, τίποτε από τ’ ανθρώπινα δεν είναι βέβαιο, τίποτε δεν είναι σταθερό, τίποτε δεν είναι ανεξάρτητο από άλλους παράγοντες, τίποτε δεν στηρίζεται σε αμετάβλητες προϋποθέσεις. Η ζωή μας γυρίζει σε κύκλο, έναν κύκλο που φέρνει πολλές μεταβολές, συχνά μέσα σε μια μέρα, κάποτε και μέσα σε μιαν ώρα. Πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται κανείς τον άνεμο, που κινείται ακατάπαυστα, πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται τη γραμμή, που αφήνει πάνω στα νερά ένα ποντοπόρο πλοίο, πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται τ’ απατηλά όνειρα μιας νύχτας, που η απόλαυσή τους κρατάει τόσο λίγο, πιο σίγουρο είναι να εμπιστεύεται όσα χαράζουν τα παιδιά πάνω στην άμμο, όταν παίζουν, παρά την ανθρώπινη ευτυχία.


            Είναι, λοιπόν, συνετοί εκείνοι, που, μην έχοντας εμπιστοσύνη στα τωρινά, φροντίζουν να εξασφαλιστούν για το μέλλον. Επειδή η ανθρώπινη ευημερία είναι άστατη και μεταβλητή, αγαπούν την καλοσύνη, που δεν χάνεται, για να κερδίσουν τουλάχιστο το ένα από τα τρία: ή να μην κάνουν τίποτα το κακό, επειδή η καλοσύνη τους προκαλεί τη συμπάθεια του Θεού, ο οποίος πολλές φορές ευεργετεί στον ουρανό τους ευσεβείς για τις επίγειες αγαθοεργίες τους· ή να έχουν θάρρος ενώπιον του Θεού, επειδή κακοπάθησαν όχι για κάποια κακία, αλλά για κάποιον άλλο σκοπό· ή, τέλος, όντας φιλάνθρωποι, να απαιτούν από το Θεό σαν οφειλόμενη τη φιλανθρωπία, την οποία έδειξαν πρώτα εκείνοι στους φτωχούς, ενεργώντας έξυπνα.


            «Ας μην καυχιέται ο σοφός τη σοφία του, λέει ο Κύριος, μήτε ο δυνατός για τη δύναμή του μήτε ο πλούσιος για τον πλούτο του» (Ιερ. 9:23), έστω κι αν έχουν φτάσει στο ύψιστο σημείο σοφίας, δυνάμεως ή πλούτου. Εγώ, όμως, θα προσθέσω κι εκείνα που ακολουθούν: Ας μην καυχιέται μήτε ο περίβλεπτος για τη δόξα του μήτε ο γερός για την υγεία του μήτε ο όμορφος για την ομορφιά του μήτε ο νέος για τα νιάτα του μήτε, κοντολογίς, άλλος κανένας για οτιδήποτε απ’ όσα παινεύονται στον κόσμο τούτο και προξενούν την υπερηφάνεια. Αλλά, όποιος καυχιέται, μόνο γι’ αυτό ας καυχιέται, για το ότι γνωρίζει και ζητάει το Θεό, υποφέρει μαζί μ’ εκείνους που υποφέρουν και αποθέτει τις ελπίδες του για τα καλά στο μέλλον. Γιατί τα τωρινά αγαθά είναι ρευστά και πρόσκαιρα. Συνεχώς μετακινούνται και πηγαίνουν από τον ένα στον άλλο, όπως η μπάλα στο ποδόσφαιρο. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο σίγουρο για τον άνθρωπο που τα κατέχει, από το ότι θα τα χάσει με το χρόνο ή από το φθόνο. Απεναντίας, τα μελλοντικά αγαθά είναι σταθερά και μόνιμα. Ποτέ δεν χάνονται, ποτέ δεν πηγαίνουν από τον ένα στον άλλο, ποτέ δεν διαψεύδουν τις ελπίδες όσων τα εμπιστεύονται.


            «Ποιος είναι σοφός, για να τα καταλάβει αυτά;» (Ωσ. 14:10). Ποιος θ’ αδιαφορήσει για τα εφήμερα και θα προσέξει τα μόνιμα; Ποιος θα συλλογιστεί ότι τα τωρινά θα περάσουν; Ποιος θ’ αναλογιστεί ότι τα αναμενόμενα θα μείνουν; Ποιος θα ξεχωρίσει τα πραγματικά  απ’ τα φαινομενικά, για ν’ ακολουθήσει τα πρώτα και να περιφρονήσει τα δεύτερα; Ποιος θα ξεχωρίσει την επίγεια διαμονή από την επουράνια πολιτεία, την παροικία από την κατοικία, το σκοτάδι από το φως, τη λάσπη του βυθού από τα άγια χώματα, τη σάρκα από το πνεύμα, το Θεό από τον κοσμοκράτορα διάβολο, τη σκιά του θανάτου από την αιώνια ζωή; Ποιος θα εξαγοράσει με τα παρόντα το μέλλον, με τον φθαρτό πλούτο τον άφθαρτο, με τα ορατά τα αόρατα;


            Μακάριος, λοιπόν, είναι εκείνος που τα διακρίνει αυτά, χωρίζει με το μαχαίρι του Λόγου το καλύτερο από το χειρότερο, ανυψώνεται με την καρδιά του, όπως λέει κάπου ο ιερός Δαβίδ (Ψαλμ. 83:6), φεύγει μ’ όλη του τη δύναμη μακριά από την κοιλάδα τούτη της οδύνης, επιδιώκει τα αγαθά που βρίσκονται στον ουρανό, σταυρώνεται για τον κόσμο μαζί με το Χριστό, ανασταίνεται μαζί με το Χριστό, ανεβαίνει στα επουράνια σκηνώματα μαζί με το Χριστό και γίνεται κληρονόμος της αληθινής ζωής, που δεν μεταβάλλεται ποτέ πια.


            Ας ακολουθήσουμε το Λόγο, ας επιδιώξουμε την ουράνια απόλαυση, ας απαλλαγούμε από την επίγεια περιουσία. Ας κρατήσουμε από τα γήινα μόνο όσα είναι καλά, ας σώσουμε τις ψυχές μας με ελεημοσύνες, ας δώσουμε από τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, για να γίνουμε πλούσιοι σε αιώνια αγαθά. Δώσε κάτι και στην ψυχή, όχι στη σάρκα μονάχα. Δώσε κάτι και στο Θεό, όχι στον κόσμο μονάχα. Πάρε κάτι απ’ την κοιλιά και δώσ’ το στο πνεύμα. Πάρε κάτι απ’ τη φωτιά, που κατακαίει τα γήινα, και ξεμάκρυνέ το από τη φλόγα. Άρπαξε κάτι από τον τύραννο κι εμπιστέψου το στον Κύριο. Δώσε λίγο σ’ Εκείνον, που σου έχει προσφέρει το πολύ. Δώσε τα και όλα ακόμα σ’ Εκείνον, που σου τα έχει χαρίσει όλα. Ποτέ δεν θα ξεπεράσεις στη γενναιοδωρία το Θεό, έστω κι αν χαρίσεις όλα σου τα υπάρχοντα, έστω κι αν προσθέσεις σ’ αυτά και τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί και του εαυτού σου η προσφορά στο Θεό ισοδυναμεί με απόκτηση. Όσα κι αν προσφέρεις, εκείνα που μένουν είναι περισσότερα. Και δεν θα δώσεις τίποτα δικό σου, γιατί όλα τα έχεις πάρει από το Θεό.


            Ας μη γίνουμε, αγαπητοί μου φίλοι και αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα. Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους. Αυτός έκανε τη γη ευρύχωρη για όλα τα χερσαία ζώα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, αέρα για τα φτερωτά και νερά για τα υδρόβια, και έδωσε σ’ όλα τα όντα άφθονα τα απαραίτητα για τη ζωή τους στοιχεία, χωρίς να τα περιορίζει καμιά εξουσία, χωρίς να τα καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς να τα εμποδίζουν σύνορα. Και αυτά τα στοιχεία τα παρέδωσε κοινά και πλούσια, χωρίς διάκριση ή περικοπή, τιμώντας την ομοιότητα της φύσεως με την ισότητα της δωρεάς και δείχνοντας τον πλούτο της αγαθότητός Του.


            Οι άνθρωποι, όμως, αφότου έβγαλαν από τη γη το χρυσάφι, το ασήμι και τα πολύτιμα πετράδια, αφότου έφτιαξαν ρούχα μαλακά και περιττά και αφότου απέκτησαν άλλα παρόμοια πράγματα, που αποτελούν αιτίες πολέμων και επαναστάσεων και τυραννικών καθεστώτων, κυριεύθηκαν από παράλογη υπεροψία. Έτσι, δεν δείχνουν ευσπλαχνία στους δυστυχισμένους συνανθρώπους τους και δεν θέλουν ούτε με τα περίσσια τους να δώσουν στους άλλους τα αναγκαία. Τι βαναυσότητα! Τι σκληρότητα! Δεν σκέφτονται, αν όχι τίποτ’ άλλο, πως η φτώχεια και ο πλούτος, η ελευθερία και η δουλεία και τ’ άλλα παρόμοια, εμφανίστηκαν στο ανθρώπινο γένος μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, σαν αρρώστιες που εκδηλώνονται μαζί με την κακία και που είναι δικές της επινοήσεις. Αρχικά, όμως, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, λέει η Γραφή (Ματθ. 19:8), αλλά Εκείνος που έπλασε εξαρχής τον άνθρωπο, τον άφησε ελεύθερο, αυτεξούσιο – συγκρατημένο μόνο από το νόμο της εντολής – και πλούσιο μέσα στον παράδεισο της τρυφής. Αυτή την ελευθερία κι αυτόν τον πλούτο θέλησε να χαρίσει – και χάρισε – ο Θεός, μέσω του πρώτου ανθρώπου, και στο υπόλοιπο ανθρώπινο γένος. Ελευθερία και πλούτος ήταν μόνο η τήρηση της εντολής. Φτώχεια αληθινή και δουλεία ήταν η παράβασή της.


            Μετά την παράβαση, λοιπόν, εμφανίστηκαν οι φθόνοι και οι φιλονικίες και η δολερή τυραννία του διαβόλου, που παρασύρει πάντα με τη λαιμαργία της ηδονής και ξεσηκώνει τους πιο τολμηρούς ενάντια στους πιο αδύνατους. Μετά την παράβαση, το ανθρώπινο γένος χωρίστηκε σε διάφορες φυλές με διάφορα ονόματα και η πλεονεξία κατακερμάτισε την ευγένεια  της φύσεως, αφού πήρε και το νόμο βοηθό της.


            Εσύ, όμως, να κοιτάς την αρχική ενότητα και ισότητα, όχι την τελική διαίρεση· όχι το νόμο που επικράτησε, αλλά το νόμο του Δημιουργού. Βοήθησε, όσο μπορείς, τη φύση, τίμησε την πρότερη ελευθερία, δείξε σεβασμό στον εαυτό σου, συγκάλυψε την ατιμία του γένους σου, παραστάσου στην αρρώστια, σύντρεξε στην ανάγκη.


            Παρηγόρησε ο γερός τον άρρωστο, ο πλούσιος τον φτωχό, ο όρθιος τον πεσμένο, ο χαρούμενος τον λυπημένο, ο ευτυχισμένος τον δυστυχισμένο.


            Δώσε κάτι στο Θεό ως δώρο ευχαριστήριο, για το ότι είσαι ένας απ’ αυτούς που μπορούν να ευεργετούν  και όχι απ’ αυτούς που έχουν ανάγκη να ευεργετούνται, για το ότι δεν περιμένεις εσύ βοήθεια από τα χέρια άλλων, αλλ’ από τα δικά σου χέρια περιμένουν άλλοι βοήθεια.


            Πλούτισε όχι μόνο σε περιουσία, μα και σε ευσέβεια, όχι μόνο σε χρυσάφι, μα και σε αρετή, ή καλύτερα μόνο σε αρετή.


            Γίνε πιο τίμιος από τον πλησίον με την επίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός για τον δυστυχισμένο με τη μίμηση της ευσπλαχνίας του Θεού.


            Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Γιατί και το ελάχιστο δεν είναι ασήμαντο για τον άνθρωπο που όλα τα στερείται, μα ούτε και για το Θεό, εφόσον είναι ανάλογο με τις δυνατότητές σου. Αντί για μεγάλη προσφορά, δώσε την προθυμία σου. Κι αν δεν έχεις τίποτα, δάκρυσε. Η ολόψυχη συμπάθεια είναι μεγάλο φάρμακο γι’ αυτόν που δυστυχεί. Η αληθινή συμπόνια ανακουφίζει πολύ από τη συμφορά.


            Δεν έχει μικρότερη αξία, αδελφέ μου, ο άνθρωπος από το ζώο, που, αν χαθεί ή πέσει σε χαντάκι, σε προστάζει ο νόμος να το σηκώσεις και να το περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-4). Πόση ευσπλαχνία, επομένως, οφείλουμε να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας, όταν ακόμα και με τ’ άλογα ζώα έχουμε χρέος να είμαστε πονετικοί;


            «Δανείζει το Θεό όποιος ελεεί φτωχό», λέει η Γραφή (Παροιμ. 19:17). Ποιος δεν δέχεται τέτοιον οφειλέτη, που, εκτός από το δάνειο, θα δώσει και τόκους, όταν έρθει ο καιρός; Και αλλού πάλι λέει: «Με τις ελεημοσύνες και με την τιμιότητα καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).


            Ας καθαριστούμε, λοιπόν, με την ελεημοσύνη, ας πλύνουμε με το καλό βοτάνι τις βρωμιές και τους λεκέδες μας, ας γίνουμε άσπροι, άλλοι σαν το μαλλί και άλλοι σαν το χιόνι, ανάλογα με την ευσπλαχνία του ο καθένας. «Μακάριοι», λέει, «όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεός Του» (Ματθ. 5:7). Το έλεος υπογραμμίζεται στους μακαρισμούς. Και αλλού: «Μακάριος είν’ εκείνος που σπλαχνίζεται τον φτωχό και τον στερημένο» (Ψαλμ. 40:2). Και: «Αγαθός άνθρωπος είν’ εκείνος που συμπονάει τους άλλους και τους δανείζει» (Ψαλμ. 111:5). Και: «Παντοτινά ελεεί και δανείζει ο δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ας αρπάξουμε το μακαρισμό, ας τον κατανοήσουμε, ας ανταποκριθούμε στην κλήση του, ας γίνουμε αγαθοί άνθρωποι. Ούτε η νύχτα να μη διακόψει τη ελεημοσύνη σου. «Μην πεις. ‘’Φύγε τώρα και έλα πάλι αύριο να σου δώσω βοήθεια’’» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεί από σήμερα ως αύριο να συμβεί κάτι, που θα ματαιώσει την ευεργεσία. Η φιλανθρωπία είναι το μόνο πράγμα που δεν παίρνει αναβολή. «Μοίραζε το ψωμί σου  σ’ εκείνους που δεν έχουν στέγη» (Ησ. 58:7). Και αυτά να τα κάνεις με προθυμία. «Όποιος ελεεί», λέει ο απόστολος, «ας το κάνει με ευχαρίστηση και γλυκύτητα» (Ρωμ. 12:8). Με την προθυμία, το καλό σου λογαριάζεται σαν διπλό. Η ελεημοσύνη που γίνεται με στενοχώρια ή εξαναγκασμό, είναι άχαρη και άνοστη. Να πανηγυρίζουμε πρέπει, όχι να θρηνούμε, όταν κάνουμε καλοσύνες.


            Μήπως νομίζεις πως η φιλανθρωπία δεν είναι αναγκαία, αλλά προαιρετική; Μήπως νομίζεις πως δεν αποτελεί νόμο, αλλά συμβουλή και προτροπή; Πολύ θα το ‘θελα κι εγώ έτσι να είναι. Και έτσι το νόμιζα. Μα με φοβίζουν όσα λέει η Γραφή για εκείνους που, την ημέρα της Κρίσεως, ο Δίκαιος Κριτής βάζει στ’ αριστερά Του, σαν κατσίκια, και τους καταδικάζει (Ματθ. 25:31-46). Αυτοί δεν καταδικάζονται γιατί έκλεψαν ή λήστεψαν ή ασέλγησαν ή έκαναν οτιδήποτε άλλο απ’ όσα απαγορεύει ο Θεός, αλλά γιατί δεν έδειξαν φροντίδα για το Χριστό μέσω των δυστυχισμένων ανθρώπων.


            Όσο είναι καιρός, λοιπόν, ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον περιποιηθούμε, ας Τον θρέψουμε, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε, ας Τον τιμήσουμε. Όχι μόνο με τραπέζι, όπως μερικοί, όχι μόνο με μύρα, όπως η Μαρία, όχι μόνο με τάφο, όπως ο Αριμαθαίος Ιωσήφ, όχι μόνο με ενταφιασμό, όπως ο φιλόχριστος Νικόδημος, όχι μόνο με χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι πρωτύτερα. Μα επειδή ο Κύριος των όλων θέλει έλεος και όχι θυσία και επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από τη θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων αρνιών, ας Του την προσφέρουμε μέσου εκείνων που έχουν ανάγκη, μέσω εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση, για να μας υποδεχθούν στην ουράνια βασιλεία, όταν φύγουμε από τον κόσμο τούτο και πάμε κοντά στον Κύριο μας, το Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Μικρός ή Μεγάλος Αγιασμός;

(+) ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅπου ὑπάρχει πνευματική ὠφέλεια, ἐκεῖ πολλές φορές ἐπικρατεῖ συσκότιση καί κυκλοφοροῦν διαφορετικές ἐξηγήσεις καί ἀντιλήψεις οἱ ὁποῖες δυσκολεύουν τούς Χριστιανούς νά ἐπωφεληθοῦν ὅσο πρέπει καί ταιριάζει τίς ἁγιαστικές πράξεις τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Γι’ αὐτό θεωροῦμε σκόπιμο νά δοῦμε μέ συντομία τήν περίπτωση τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ, ὅπως μᾶς τήν διασώζει ἡ γραπτή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Καί πρῶτα - πρῶτα· Τί εἶναι ὁ ῾Αγιασμός; Γράφει ὁ καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου στό περιοδικό «᾿Εφημέριος» τοῦ ἔτους 1965, σελ. 10 κ.ἑ.· «῾Αγιασμός τῶν ὑδάτων εἶναι ἡ τελετουργική πρᾶξις, διά τῆς ὁποίας ὕδωρ καθαγιάζεται δι’ ὡρισμένων εὐχῶν καί ἐπικλήσεως τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὡς καί διά σταυροειδοῦς εὐλογίας καί ἐμβαπτίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ῾Η τελετή αὕτη λέγεται «῾Αγιασμός» ἀκριβῶς διότι διά τοῦ ηὐλογημένου ὕδατος καί «τῆς τούτου μεταλήψεώς τε και ραντισμοῦ» πιστεύομεν, ὅτι ἁγιαζόμεθα καί καθαριζόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν. Διά τοῦτο «δεόμεθα τοῦ Θεοῦ», ὅπως τό ἀγιαζόμενον ὕδωρ γένηται ἰαματικόν ψυχῶν καί σωμάτων καί πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν.» ῾Η χρησιμοποίηση ἁγιασμένου νεροῦ συναντᾶται σέ πολύ παλαιούς χρόνους τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν. ᾿Από ἀρχαίους ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Επιφάνιος, ὁ Θεοδώρητος κ.ἄ., ἀναφέρονται θαύματα πού ἔγιναν μέ τό ραντισμό ἁγιασμένου νεροῦ, πού ἁγιάστηκε μόνο μέ τή σφράγιση διά τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἐπίκλησης τοῦ ῾Αγ. Πνεύματος. ῾Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, στόν Α´ τόμο τῆς Θρησκευτικῆς καί Χριστιανικῆς ᾿Εγκυκλοπαίδειας (᾿Αθῆναι 1936, σελ. 136) γράφει σχετικά· «῾Η χρῆσις ὕδατος ἐπί σκοποῦ ἰάσεως ἀσθενῶν ἤ καθαγιασμοῦ τόπων βεβηλωμένων διά τῆς ἐν αὐτοῖς ἀνεγέρσεως εἰδωλείων ἤ βωμῶν εἰδωλολατρικῶν, τοῦ ὁποίου ὅμως ὁ ἁγιασμός ἐγίνετο οὐχί δι’ ἰδιαιτέρας τινός ἀκολουθίας, ἀλλά μόνον διά τῆς ἁπλῆς σφραγίσεως αὐτοῦ διά τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, ἀνάγεται εἰς χρόνους παλαιοτάτους». ῎Ετσι παρατηροῦμε ὅτι τό ἁγιασμένο νερό χρησιμοποιήθηκε ἀπό τήν ᾿Εκκλησία σέ πολύ παλαιούς χρόνους καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου διαμορφώθηκαν οἱ ἰδιαίτερες ἀκολουθίες πού ἔχουμε μέχρι σήμερα. Οἱ ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας μας πού «καθαγιάζουν τά ὕδατα» εἶναι τρεῖς· Τό Βάπτισμα, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός καί ὁ Μικρός. Μαρτυρία γιά τό Μεγάλο ῾Αγιασμό μᾶς δίνει ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος πού σέ μιά ὁμιλία του, πού ἔκανε στό ἅγιο Βάπτισμα τοῦ Κυρίου, κάνει λόγο καί γιά τούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, πού εἶχαν τή συνήθεια νά κρατοῦν καί νά φυλάγουν τό Μεγάλο ῾Αγιασμό στά σπίτια τους. ῾Ο καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου κ. ᾿Ιωάννης Φουντούλης γράφει σχετικά στήν ὑπ’ ἀριθμ. 79 ἀπάντησή του στό βιβλίο του (᾿Απαντήσεις εἰς Λειτουργικάς ἀπορίας, σελ. 142-143)· «῾Ο ἱερός Χρυσόστομος στό λόγο του ὁμιλεῖ γιά τή συνήθεια τῶν πιστῶν νά ἀντλοῦν ἀπό τό ἁγιαζόμενο κατά τήν ἑορτή αὐτή νερό καί νά τό διατηροῦν στά σπίτια των καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους καί ἐπί δύο καί τρία ἀκόμη ἔτη. ᾿Ασφαλῶς σκοπός τους ἦταν νά πίνουν ἀπό αὐτό ἤ νά χρίωνται καί νά ἁγιάζωνται ἄν κατά τή διάρκεια τοῦ ἔτους εὑρίσκοντο σέ ψυχική ἤ σέ σωματική ἀνάγκη». ῾Η ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ ἐκτός ἀπό τά εἰρηνικά της, πού περιέχουν σχετικές αἰτήσεις μέ τή θεραπεία τῶν ψυχικῶν καί τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν τῶν πιστῶν ὅπως εἶναι· «῾Υπέρ τοῦ γενέσθαι τό ὕδωρ τοῦτο... εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος... καί ὑπέρ τοῦ γενέσθαι αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων...», ἀναφέρεται καί στή διατήρησή του ὡς ἰατρεῖον παθῶν· «Αὐτός, οὖν, φιλάνθρωπε βασιλεῦ, πάρεσο καί νῦν διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου σου Πνεύματος, καί ἁγίασον τό ὕδωρ τοῦτο καί δός αὐτῷ τήν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τήν εὐλογίαν τοῦ ᾿Ιορδάνου. Ποίησον αὐτό ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον, ἀγγελικῆς ἰσχύος πεπληρωμένον. ῞Ινα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ‘‘ἔχοιεν αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν τε καί σωμάτων’’ πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν, ἐπιτήδειον...». ῾Η ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ τῶν Θεοφανίων ἐπεκράτησε σχεδόν ἀπό τόν Ε´ αἰῶνα νά γίνεται δύο φορές. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ μεγάλου Βασιλείου καί τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μετά τήν ἀπόλυση τοῦ ὄρθρου, σύμφωνα μέ τά μυστηριακά τυπικά ἤ μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας κατά τήν ἐνοριακή πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας μας σήμερα. ᾿Αρχικά ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός γινόταν σέ ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου στή διάρκεια τῆς μεγάλης παννυχίδας (ὁλονυκτίας) τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων. Μετά ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου ἐτελεῖτο ἡ ἀκολουθία τοῦ ῾Αγιασμοῦ καί οἱ πιστοί «ἀντλοῦσαν» ἁγιασμένο νερό, ἔπιναν καί «ἐρραντίζοντο» καί ἔπειτα, σ’\αὐτό τό νερό, τό ἁγιασμένο μέ τίς εὐχές τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐβαπτίζοντο οἱ κατηχούμενοι. Στή λειτουργία πού ἀκολουθοῦσε στή συνέχεια, ἦσαν καί οἱ νεοφώτιστοι, πού γιά πρώτη φορά ἔπαιρναν μέρος, γι’\αὐτό καί μέχρι σήμερα ψάλλεται σ’\αὐτή ἀντί τοῦ τρισαγίου ὕμνου, τό «῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...». Στήν οὐσία, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός ξεκίνησε ἀπό τό εὐλογημένο νερό τοῦ ἱεροῦ Βαπτίσματος. Καί αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τή σύγκριση καί ὁμοιότητα πού παρουσιάζουν οἱ δύο ἀκολουθίες, τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ, μέχρι σήμερα. ῾Ο ἱερός Αὐγουστῖνος σημειώνει ὅτι στίς ἡμέρες του, γονεῖς ἔφερναν τά παιδιά τους νά τά βαπτίσουν ὄχι γιά νά λάβουν τά πνευματικά χαρίσματα τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά γιά νά ἐπωφεληθοῦν ἀπό τίς «ἰαματικές ἰδιότητες» πού εἶχε τό εὐλογημένο νερό καί νά γίνουν καλά ἀπό τίς διάφορες σωματικές τους ἀσθένειες. Σέ μιά του ἐπιστολή, ὁ ἴδιος πατήρ, ἀναφέρει ὅτι δύο πρόσωπα κατά τήν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος ἔγιναν καλά ἀπό ἀνίατες ἀρρώστειες. (Βλέπε καί Θρησκευτική καί ᾿Ηθική ᾿Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Α´ σελ. 225). ῎Ετσι παρατηροῦμε ὅτι πολύ γρήγορα σχηματίσθηκε ἡ πεποίθηση στούς πιστούς χριστιανούς ὅτι τό ἁγιασμένο νερό τοῦ Βαπτίσματος ἦταν χρήσιμο καί γιά τούς βαπτισμένους πιστούς προκειμένου νά τό ἔχουν σάν φάρμακο στά σπίτια τους, γιά μετάληψη καί ραντισμό. Γιά λόγους πρακτικούς καί γιά νά μήν ἐμποδίζονται οἱ λειτουργοί ἱερεῖς στό βάπτισμα τῶν πολλῶν κατηχουμένων ἀπό τήν προσέλευση τῶν πιστῶν πρός ἄντληση ἁγιασμένου νεροῦ, καθιερώθηκε ἡ τελετή τῆς ἀκολουθίας τοῦ ῾Αγιασμοῦ νά γίνεται δύο φορές. Τήν παραμονή στήν παννυχίδα καί τήν ἑπομένη ἡμέρα τῆς ῾Εορτῆς. Μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ (ΣΤ´ αἰώνας) καί τήν τέλεση τοῦ Βαπτίσματος σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου, ὁ Μεγάλος ῾Αγιασμός ἐξακολουθεῖ νά γίνεται δύο φορές μέχρι τίς ἡμέρες μας, χωρίς νά ὑπάρχει διαφορά τοῦ ἑνός ῾Αγιασμοῦ τῆς παραμονῆς καί τοῦ ἄλλου τῆς ἑορτῆς, 5 καί 6 ᾿Ιανουαρίου. ῾Η ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ῾Αγιασμοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, εἴτε τελεῖται τήν παραμονή, εἴτε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων. ῾Ο καθηγητής ᾿Ι. Φουντούλης, σημειώνει στήν ὑπ’ ἀριθμ. 208 ἀπάντησή του· «Καί ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία καί αὐτή εἴτε τελεῖται τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα, τήν Κυριακή, ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τοῦ ἔτους καί ὁ κοινωνῶν κοινωνεῖ πάντοτε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἔτσι καί στήν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ῾Αγιασμοῦ μεταβάλλεται διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τό εὐλογούμενο ὕδωρ σέ Μέγαν ῾Αγιασμό, σέ ὁποιαδήποτε ἀπό τίς δύο ἡμέρες τελεσθεῖ ἡ ἀκολουθία. ῾Η διπλή τέλεσις τῆς ἀκολουθίας προῆλθε ἀπό καθαρῶς πρακτικούς λόγους, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν». Πολλοί κατά διαστήματα προσπάθησαν νά δώσουν διάφορες ἐξηγήσεις καί συμβολισμούς στίς δύο ἀκολουθίες καί ἴσως ἀπ’\αὐτό νά προῆλθε ἡ σύγχυση πού ἐπικρατεῖ σήμερα καί θέλει νά ξεχωρίσει τόν ἕναν ῾Αγιασμό ἀπό τόν ἄλλο. ῾Ο ἴδιος καθηγητής γράφει στή συνέχεια τήν ἀπάντηση· «...Καί ὁ Καμπανίας Θεόφιλος στό “Ταμεῖον ᾿Ορθοδοξίας” προσπαθεῖ νά δώσει μία ἑρμηνεία στήν διπλή τέλεσι· αὐτός ἐπικαλεῖται πρακτικούς λόγους, τό “Φώτισμα” δηλαδή τῶν “οἴκων, χώρων, μανδρῶν καί παντός ἐκτός καί ἐντός οἰκήματος ἀνθρώπων καί θρεμμάτων”, πού ἐγένετο ἀπό τούς ἱερεῖς κατά τήν παραμονή “ἐν γάρ τῇ τῶν Θεοφανίων, ἡμέρᾳ δεσποτικῇ, οὐ πρέπον τούς ἱερεῖς περιάγειν καί τούς ἄλλους ἐνοχλεῖν». Οὔτε κἄν περνᾶ ἡ σκέψις σ’ ὅλους τούς ἀνωτέρω, ὅτι ὑπάρχει καμία διαφορά μεταξύ τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης ἁγιάσεως τοῦ ὕδατος.» ῞Οσο γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ Παϊσίου Γάζης, πού μνημονεύει ὁ ὅσιος Νικόδημος εἰς τό “Πηδάλιον”, σέ ὑποσημείωση στόν ξε´ κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὅτι ὁ τῆς Παραμονῆς “εἶναι εἰς τύπον τοῦ βαπτίσματοςτοῦ ᾿Ιωάννου... διά τοῦτο καί γίνεται ταπεινά” καί τῶν Φώτων ὅτι “εἶναι εἰς τύπον τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου... διά τούτου καί γίνεται μετά παρρησίας καί παραπομπῆς” εἶναι μία εὐσεβής ἐξήγηση, χωρίς ὅμως κανένα ἱστορικό ἤ λειτουργικό ἔρεισμα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία μας ἀπό τότε πού καθιέρωσε τήν τέλεση τοῦ ῾Αγιασμοῦ, σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου μας στόν ᾿Ιορδάνη ποταμό, συνέστησε κατά κάποιο τρόπο, μιά ἰδιαίτερη εὐλάβεια στό ἁγιασμένο νερό. ᾿Ακόμη καί ἡ προέλευση καί σχέση τῆς ἀκολουθίας μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος τοποθέτησε «ἱεραρχικά», κατά τάξη θά λέγαμε, τό Μεγάλο ῾Αγιασμό ὕστερα ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Στόν Κώδικα 978 τοῦ Σινᾶ ἀναφέρεται «δεύτερον τῆς ῾Αγίας Κοινωνίας» καί σημειώνεται ἀκόμη ὅτι δινόταν σάν βοηθητικό μέσο σ’ αὐτούς πού εἶχαν κάποιο ἐμπόδιο καί δέν μποροῦσαν νά ἔχουν συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. ῾Η ὑπέρμετρη αὐτή εὐλάβεια στό Μεγάλο ῾Αγιασμό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθοῦν πολλές ὑπερβολές πού δυστυχῶς ἔφθασαν μέχρι τίς ἡμέρες μας. Καί εἶναι φανερό ὅτι πολλές ἀπ’\αὐτές δέν ἀνταποκρίνονται, ὅπως φαίνεται, στά πράγματα. ῾Η ἴδια ᾿Ακολουθία, ὅπως σημειώσαμε, κάνει λόγο γιά διαρκή χρήση τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ καί συνιστᾶ νά τό ἔχουμε πρός «πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον» ("᾿Εφημέριος" ἔτους 1969, σελ. 59 κ.ἑ.). Χρειάζεται πολλή προσοχή ἀπό τούς πνευματικούς Πατέρες ἡ σύσταση πού κάνουν σέ μερικούς· «Νά κοινωνήσεις μέ Μεγάλο ῾Αγιασμό», χωρίς προηγουμένως νά ἐξηγήσουν μέ λεπτομέρεια τή σωστή χρήση καί τά ἀποτελέσματα τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. Τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή Θεία Κοινωνία, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, μέ τόν ὁποῖο πρέπει μέ κάθε θυσία καί κατάλληλη προετοιμασία νά προσερχόμεθα γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Οὔτε εἶναι σωστή ἡ σύσταση νά ζητοῦν οἱ πιστοί νά λάβουν Μεγάλο ῾Αγιασμό τήν ὥρα πού ὁ Λειτουργός ἱερεύς μεταδίδει ἀπό τήν ὡραία Πύλη τή Θεία Μετάληψη καί ἰδιαίτερα στίς «μεγάλες μέρες» πού ἡ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία γίνεται σχεδόν ἀπό τό σύνολο τῶν πιστῶν ἐνοριτῶν. Μερικοί μιλοῦν γιά ἐπιστροφή τοῦ ἁγιάσματος στό Ναό, ἄν δέν χρησιμοποιηθεῖ τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων. Αὐτό εἶναι παράδοξο, κι ὅταν λέγεται ἀκόμη καί ἀπό μορφωμένους ἱερεῖς, πού ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν μελετήσει τό θέμα καί χειρίζονται μέ ὑπευθυνότητα τά ἁγιαστικά μέσα τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό «ἀντιστρατεύεται» ἡ πραγματικότητα καί ὁ σκοπός τοῦ ῾Αγιασμοῦ μέ ἀποτέλεσμα πολλοί πιστοί νά στεροῦνται ἀπό τίς πολλές καί χρήσιμες ἰδιότητες τοῦ ἁγιασμένου νεροῦ, πού ὠφελεῖ μέ πολλούς τρόπους τήν πνευματική μας ζωή καί μᾶς βοηθάει νά πολεμήσουμε τίς διαβολικές ἐνέργειες. ῞Οπως ἀναφέραμε, ὁ ῾Αγιασμός πού γίνεται τήν παραμονή καί αὐτός πού γίνεται τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων, εἶναι ὁ ἴδιος καί μποροῦμε νά τόν πάρουμε καί νά πιοῦμε νηστικοί κατά τή συνήθεια πού ἐπεκράτησε χωρίς καμιά ἰδιαίτερη νηστεία νωρίτερα. ῾Η νηστεία πού κάνουμε τήν παραμονή τῆς ῾Εορτῆς, δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τή μετάληψη τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. ῾Η νηστεία τῆς παραμονῆς εἶναι «κατάλοιπο» τῆς προπαρασκευαστικῆς νηστείας περισσοτέρων ἡμερῶν πού γινόταν γιά τόν ἑορτασμό τῶν τριῶν μεγάλων ἑορτῶν πού ἡ ᾿Εκκλησία μας εἶχε τήν 6η ᾿Ιανουαρίου· Γέννηση, Περιτομή καί Βάπτιση τοῦ Κυρίου. ῞Οταν ἡ Γέννηση μεταφέρθηκε νά ἑορτάζεται στίς 25 Δεκεμβρίου ἡ προπαρασκευαστική νηστεία ἔγινε 40 ἡμέρες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα καί γιά τά Θεοφάνια λόγῳ τοῦ δωδεκαημέρου ἔμεινε μόνο μιά ἡμέρα νηστείας, ἡ παραμονή 5 ᾿Ιανουαρίου. Πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους κώδικες κάνουν λόγο γιά μετάληψη τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ πρό τοῦ ἀντιδώρου. ῾Η σύγχρονη πράξη τῶν Μονῶν τοῦ ῾Αγίου ῞Ορους, πού κρατοῦν μέ πολλή προσοχή τίς παραδόσεις, ἔχει τήν ἑξῆς σειρά· Θεία Κοινωνία, ᾿Αντίδωρον, ῾Αγιασμός, κόλυβο. ᾿Ακόμη καί γιά λόγους πρακτικούς σήμερα συνιστᾶται πρῶτα νά παίρνουμε τό ἀντίδωρο ἀπό τό χέρι τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέα καί στή συνέχεια νά μεταβαίνουμε στόν τόπο πού ὑπάρχει τό ἁγίασμα γιά νά μεταλάβουμε ἀπ’\αὐτό καί νά πάρουμε καί γιά τό σπίτι μας. ῾Ο ῾Αγιασμός, πού καθιερώθηκε νά γίνεται τήν παραμονή καί τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων, ὀνομάσθηκε Μεγάλος ῾Αγιασμός σέ σύγκριση μέ τόν ἄλλο ῾Αγιασμό πού γίνεται σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ χρόνου καί λέγεται Μικρός ῾Αγιασμός. ῾Η ᾿Εκκλησία πολύ νωρίς βρέθηκε στήν ἀνάγκη νά δημιουργήσει ἑορτές, ἀκολουθίες καί ἄλλες παρόμοιες ἐκδηλώσεις, γιά νά μπορέσει νά «ξεκόψει» κατά κάποιο τρόπο τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα ἀπό τή ζωή τῶν πιστῶν της. ῎Ετσι συνέβη καί μέ τή δημιουργία καί καθιέρωση τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ, γιά τόν ὁποῖο τίποτα δέν γνωρίζουμε, γιά τό πότε ἀκριβῶς «εἰσῆλθε» στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Βαλσαμών, πού σχολιάζει τόν ΞΕ´ Κανόνα τῆς ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει τά ἑξῆς· «῾Η τῆς νουμηνίας (ἀρχή τοῦ σεληνιακοῦ μηνός) ἑορτή, πρό ἀμνημονεύτων χρόνων, ἐσχόλασε καί ἀντί ταύτης, Θεοῦ χάριτι, ἱλαστήριοι εὐχαί πρός Θεόν καί ἁγιασμοί ἐπ’\᾿Εκκλησίας παρά τοῦ πιστοῦ λαοῦ γίνονται καθ’ ἑκάστην ἀρχιμηνίαν καί ὕδασιν εὐλογία, οὐκ ἀντιλογίας, χριόμεθα». ῾Ο Κ. Καλλίνικος στό βιβλίο του «῾Ο Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ» (῎Εκδοσις Β´, 1958, σελ. 581) γράφει σχετικά· «Οἱ μηνιαῖοι ἁγιασμοί δέν εἶναι μέν σύγχρονοι τῶν Χρυσοστόμου, ᾿Επιφανίου, Θεοδωρήτου ἤ καί Σωφρονίου, πλήν δέν εἶναι καί μεταγενέστεροι τοῦ 8ου αἰῶνος, ἐμπεδοθέντες ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ καί ὡς ἀντίμετρον καί ἀντισήκωμα εἰδωλολατρικῶν θαλασσίων ραντισμῶν καί ἁγνισμῶν, καθ’ ὧν ὤφειλεν ὁ Χριστιανισμός διά τοῦ αὐτοῦ ὅπλου νά ἀντεπεξέλθῃ». Στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται σκόπιμο ν’ ἀναφερθεῖ ὅτι ὑπάρχει μαρτυρία κατά τήν ὁποίαν Μικρός ῾Αγιασμός γινόταν καί στό Παλάτι τῆς Κωνσταντινουπόλεως παρουσίᾳ τῶν Βασιλέων καί γινόταν στήν ἀρχή κάθε μῆνα ἐκτός τοῦ ᾿Ιανουαρίου καί Σεπτεμβρίου, ἐπειδή ἀκολουθοῦσαν οἱ γιορτές τῶν Θεοφανίων καί τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί ἡ μνημόνευση πού ὑπάρχει στήν εὐχή γιά τούς πιστούς βασιλεῖς καί ἀκόμη τό τροπάριο «Σῶσον Κύριε τόν λαόν Σου... νίκας τοῖς βασιλεύσιν κατά βαρβάρων δωρούμενος» καί ψάλλεται ὅταν «καταδύεται» στό νερό ὁ Τίμιος Σταυρός (Θρησκ. ᾿Εγκυκλ. τόμος Α´, σελ. 142 κ.ἑ.). ῾Η ᾿Ακολουθία τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, ὅπως εἶναι ἡ ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Βαπτίσματος, οὔτε γίνεται σέ ἀνάμνηση ἐκείνου, ὅπως εἶναι ἠ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ. ῎Εχει ἕναν ξεχωριστό χαρακτῆρα καί διαφορετικό σκοπό. Καθαγιάζεται τό νερό γιά νά χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τούς πιστούς γιά τόν ἁγιασμό καί τήν ψυχική καί σωματική θεραπεία καί γιά εὐλογία «τῶν οἴκων καί τῶν ἔργων τῶν χειρῶν των», ὅπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται στίς αἰτήσεις τῶν εἰρηνικῶν καί στίς εὐχές τῆς ὅλης ἀκολουθίας τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ (᾿Απαντήσεις εἰς λειτουργικάς ἀπορίας, ᾿Ι. Φουντούλη, σελ. 74). Εὔκολα τώρα μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι διαφορά στήν οὐσία μεταξύ τοῦ Μεγάλου καί τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ δέν ὑπάρχει. Διαφέρουν μόνο στό χρόνο πού καθιερώθηκε στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, στήν ᾿Ακολουθία καί στίς μέρες πού γίνονται. ῾Ο μεγάλος ἁγιασμός γίνεται στίς ἑορτές τῶν Θεοφανείων καί ὁ μικρός κάθε πρωτομηνιά καί ὁπότε ἡ ἀνάγκη τῶν πιστῶν τό ζητήσει. «Μικρός, καθώς νεώτερός του κατά τήν ἡλικίαν καί βραχύτερός του κατά τήν ἔκτασιν. Μικρός διότι ὅ,τι ἐκεῖνος ἐπαγγέλλεται ἐν μεγάλῳ βαθμῷ ἅπαξ τοῦ ῎Ετους, τοῦτο οὗτος ἔρχεται νά ἐκζητήσῃ παρά Θεοῦ εἰς βαθμόν μικρότερον ἐν οἱᾳδήτινι ἡμέρα καί ὥρα τοῦ ἐνιαυτοῦ...» (Κ. Καλλίνικος, σελ. 580). Καί θά τελειώσω τή μικρή αὐτή μελέτη, περί τοῦ Μεγάλου ῾Αγιασμοῦ καί τή χρήση του, μέ τά σχετικά πού γράφει ὁ ἀρχιμανδρίτης-ἱεροκήρυξ Χριστόφορος Καλύβας, στό βιβλίο του «᾿Αδελφικά γράμματα» (ἐκδ. 1962, σελ. 257)· «῾Ο ῾Αγιασμός εἶναι ῾Αγιασμός, εἴτε δίδεται τήν παραμονή τῶν Φώτων, εἴτε τήν ἴδια ἡμέρα εἴτε γίνεται στό σπίτι. Δέν ἔχει διαφορά ὁ ἁγιασμός ὁ Μικρός ἀπό τόν Μεγάλο. Λέγεται Μικρός ἤ Μεγάλος, ἐπειδή οἱ εὐχές εἶναι μικρότερες ἤ μεγαλύτερες, ἐπειδή παρατείνεται περισσότερο ἤ λιγότερο ἡ σχετική ἀκολουθία. Θεαματικά εἶναι αὐτά. Δέ σημαίνουν οὐσία προκειμένου περί τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ καθαροῦ νεροῦ πού βρίσκεται στή λεκάνη. Μήν κρατοῦμε τό λαό μας στό σκοτάδι, στήν πλάνη. Τό ἁγιασμένο νεράκι τοῦ Μικροῦ ῾Αγιασμοῦ διατηρεῖται χρόνια, ὅπως καί τό νεράκι τοῦ Μεγάλου λεγομένου ῾Αγιασμοῦ».

Συμπέρασμα·

Μποροῦμε στό σπίτι μας νά ἔχουμε ῾Αγιασμό, ἀρκεῖ νά μήν τόν ξεχνοῦμε στό εἰκονοστάσι, ἀλλά νά τόν χρησιμοποιοῦμε κάθε φορά πού παρουσιάζεται ἀνάγκη.

Πηγή: www.synodoiporia.blogspot.gr/2011/01/blog-post_5754.html

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ: ΔΙΚΑΙΟΣ, ΟΣΙΟΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ, ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ,ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ, ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ...

Στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους (Μωσαϊκός Νόμος) επικρατούσε η άποψη ότι Άγιος είναι μόνο Ένας, ο Θεός.

Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους ο Απόστολος Παύλος αποκαλεί Αγίους όλους τους βαπτισμένους Χριστιανούς, που ζουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, που αγωνίζονται για την σωτηρία της ψυχής τους και που επιδιώκουν να κατακτήσουν την Βασιλεία του Θεού (Ρωμ. α',7 - Α' Κορ. α',1-2 - Εβρ. ς',10).
Στον 4ο αιώνα ο τίτλος "Άγιος" αρχίζει να αποδίδεται μόνο σε λίγους εκλεκτούς "φίλους του Θεού", που ξεχωρίζουν για το μαρτύριό τους, για την ζωή τους και για τα θαύματά τους. Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας όμως τονίζει: "Άγιος είναι εκείνος που είναι καθαρός από κακία και αμαρτήματα".
Οι ομάδες (χοροί) των Αγίων έχουν ως εξής:

- Δίκαιοι.Ονομάζονται όλοι οι άγιοι άνθρωποι που έζησαν προ Χριστού έχοντας πίστη στον Έναν και Μοναδικό Θεό και ήλπιζαν στον ερχομό του Μεσσία - Χριστού.
-Προφήτες. Όνομάζονται οι Δίκαιοι που προφήτευσαν για το πρόσωπο του Χριστού και για την Σωτηρία του ανθρώπου.
- Απόστολοι και Αποστολικοί Πατέρες.Τον τίτλο αυτό πήραν οι μαθητές του Κυρίου και οι μαθητές αυτών.
- Μάρτυρες.Ονομάζονται όλοι όσοι μαρτύρησαν για την πίστη τους, βασανίσθηκαν και θανατώθηκαν ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μεγάλους διωγμούς. οι Μάρτυρες είναι χιλιάδες: Γυναίκες, άντρες, νέοι, γέροι και παιδιά, και φυσικά δεν είναι όλοι γνωστοί.
- Μεγαλομάρτυρες.Όσοι από τους Μάρτυρες υπέστησαν μεγάλα βασανιστήρια και θανατώθηκαν με φρικτό - βάρβαρο τρόπο, έχουν πάρει από την Εκκλησία αυτόν τον τίτλο, ακόμα ονομάζονται και οι Μάρτυρες των οποίων η μαρτυρία τους επηρέασε πολλούς ανθρώπους οι οποίοι έγιναν χριστιανοί.
- Ιερομάρτυρες. Ονομάζονται όσοι από τους Μάρτυρες ήταν Ιερομένοι.
- Οσιομάρτυρες. Οι μοναχοί, οι ασκητές και οι ερημίτες έλαβαν αυτόν τον τίτλο, είχαν οσιακό βίο και μαρτυρικό τέλος.
- Νεομάρτυρες. Έτσι ονομάζονται οι Άγιοι που μαρτύρησαν επί Τουρκοκρατίας, μετά το 1453 (Άλωση της Κων/πολης)
- Ομολογητές. Ονομάζονται οι Άγιοι που διώχθηκαν και βασανίσθηκαν, που ομολόγησαν την πίστη τους, αλλά που τελικά δεν θανατώθηκαν.
- Όσιοι. Οι Άγιοι (ερημίτες, αναχωρητές, ασκητές...) που εγκατέλειψαν τον κόσμο και αφιερώθηκαν εξ ολοκλήρου στον Θεό. Τον λάτρεψαν σε ερήμους και σε κακοτοπιές με πίστη και εγκαρτέρηση για όλη τους την ζωή και τελικά "κοιμήθηκαν εν ειρήνη", ονομάσθηκαν Όσιοι.
- Οσιοπαρθενομάρτυρες. Έτσι ονομάζονται οι παρθένες γυναίκες μοναχές, που θανατώθηκαν με μαρτυρικό τρόπο.
- Ισαπόστολοι. Όλοι όσοι έκαναν αποστολικό έργο ισάξιο των Αποστόλων ονομάσθηκαν έτσι.
- Πατέρες της Εκκλησίας. Οι μοναχοί, οι κληρικοί και ιδιαίτερα οι Επίσκοποι που διακρίθηκαν για το συγγραφικό, αντιαιρετικό και ποιμαντικό έργο τους.
- Απολογητές. Όλοι όσοι υπερασπίστηκαν τον Χριστιανισμό απέναντι σε φιλόσόφους, ηγεμόνες, βασιλείς και αυτοκράτορες, θεωρητικά ή γραπτά, με επιστολές ή με τον λόγο τους.
- Θεολόγοι. Φυσικά τρεις μόνο κατέχουν αυτόν τον τίτλο. Ο Ιωάννης ο Θεολόγος ο Ευαγγελιστής, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επίσκοπος Ναζιανζού, και ο Συμεών ο νέος, ο Θεολόγος. Αυτοί όχι μόνο Θεολόγησαν με τα γραπτά τους, αλλά και με το παράδειγμα της ζωής τους.

Πηγή: www.imverias.blogspot.com

ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΣ, ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΔΕΛΗΔΗΜΟΥ

Ο ΙΕΡΕΑΣ

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ

Ο Ιερέας δεν είναι ένα συνηθισμένο πρόσωπο. Παρά τις αμαρτίες, οι οποίες αναπόφευκτα ως άνθρωπο τον βαρύνουν, παρά τις ατέλειες και τις βρότειες(ανθρώπινες) αδυναμίες του, εξαιτίας της αγίας ιεροσύνης που φέρει, βρίσκεται ανάμεσα στο Θεό και στους ανθρώπους. Μεταξύ ουρανού και γης! Γιατί η ιεροσύνη «τελείται μεν επί της γης, τάξιν δε επουρανίων έχει ταγμάτων…».
1Τελείται μεν πάνω στη γη, αλλά ανήκει στα έργα των ουρανίων δυνάμεων. Και τούτο είναι πολύ φυσικό, εφόσον δεν την ίδρυσε ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε καμιά άλλη κτιστή δύναμη, αλλά την ίδρυσε το ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα, το οποίο και έκαμε ανθρώπους που ακόμα ζουν με το σώμα τους, ικανούς να διεξάγουν υπηρεσία Αγγέλων, όπως μας πληροφορεί ο απλανής διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο Χρυσορρήμων Ιωάννης. 

Ο ιερέας επιτελεί έργο Αγγέλων. Ή μάλλον και υψηλότερο των Αγγέλων, διότι οι Άγγελοι δεν έχουν εξουσία να τελούν τη Θεία Λειτουργία, ενώ εκείνος μετέχει στην ιεροσύνη του Χριστού και θυσιάζει τον Αμνό του Θεού! Οι Άγγελοι δεν έχουν εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες, ενώ εκείνος έχει εξουσία όχι μόνο να συγχωρεί, αλλά και να μη συγχωρεί («δεσμείν και λύειν»), και η απόφασή του δεσμεύει την κρίση του Θεού! Είναι οικονόμος των Μυστηρίων του Θεού! Προσφέρει στον Κύριο την προσευχή της Εκκλησίας- την ευχαριστία, τη δοξολογία και τα αιτήματά μας, και φέρνει στο λαό τη χάρη, την ειρήνη, τη συγχώρηση, την καταλλαγή, την ίαση, τη δωρεά, «πάσαν δόσιν αγαθήν και παν δώρημα τέλειον, άνωθεν καταβαίνον εκ του Πατρός των φώτων». Προσφέρει τον κόσμο στο Θεό και κατεβάζει το Θεό στον κόσμο! Ουρανώνει τη γη και θεώνει τον άνθρωπο!

Βασιλείς και άρχοντες και οι σπουδαίοι της γης, όλοι από τη μια μεριά, δεν μπορούν να ισοσταθμίσουν ένα ιερέα από την άλλη! Γιατί εκείνος, μόνος του, απλός και άσημος συχνά κατά κόσμον, μπορεί όχι μόνο τον κόσμο και τους επί γης να οικονομήσει κατά Θεόν, αλλά και τους προ πολλού απελθόντες! Όταν λειτουργεί ο πάπας, ο τελευταίος και αμαρτωλός -αν θέλετε- φωτίζεται και η ίδια η κόλαση, και βρίσκουν κάποια αναψυχή και παρηγοριά κι αυτοί οι απολεσθέντες! Γι’ αυτό και ο Πατέρας του Γένους μας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέει: «Αν συναντήσω στο δρόμο ένα παπά και τον Βασιλέα, τον παπά θα τιμήσω περισσότερο κι αυτόν θα χαιρετήσω πρώτα. Αν συναντήσω έναν Άγγελο και έναν Ιερέα, πρώτα τον ιερέα θα χαιρετήσω και θα προσκυνήσω και μετά τον Άγγελο »!

Εμείς οι Έλληνες, πέρα από τους θρησκευτικούς λόγους, έχουμε κι άλλους λόγους να σεμνυνόμαστε για τους ιερείς μας. Ο ιερός κλήρος της Ρωμηοσύνης, ο ταπεινός Έλληνας πάπας, δεν βαστάζει μόνο του Ιησού Χριστού τα στίγματα, μα και του μαρτυρικού μας Γένους! Η καρδιά του έπαλλε και πάλλει πάντα στον ρυθμό της καρδιάς του ποιμνίου του! Πάντοτε μοιράστηκε με τα πρόβατά του τις τύχες τους! Πατέρας κι αδελφός και δάσκαλος μαζί! Συναγωνιστής και μάρτυρας και θύμα! Ο Ελληνικός Κλήρος δεν υπήρξε ποτέ τάξη ευγενών, ούτε ταυτίσθηκε με τους ισχυρούς της γης. Ρακενδύτης(με παλιά ρούχα) συχνά και αποχειροβίωτος(που ζει από χειρονακτική εργασία), πολύτεκνος και ταπεινός, αμέτρητες φορές έβαψε το ράσο του με το ιερό του αίμα στους εθνικούς αγώνες! Φιλότιμα κράτησε αναμμένο το καντήλι της πίστης, καλλιέργησε τις ελληνορθόδοξες αξίες, διατήρησε τη γλώσσα την ελληνική, δίδαξε έργω και λόγω την τεθλιμμένη οδό του Κυρίου…

Όλα τα παραπάνω είναι αρκετά για να υπογραμμίσουν ποιά πρέπει να είναι η στάση του καθενός όταν διαβαίνει ένα ράσο. Όταν φαίνεται στο δρόμο ένας που έχει το βαρύ προνόμιο να είναι επωμισμένος την ευθύνη της σωτηρίας μας και της μεταμορφώσεως του κόσμου μας σε «καινή κτίση». Ένας που έχει το προνόμιο να φέρει το πένθος των αμαρτιών μας μαζί με το πένθος του Γένους μας και τους στεναγμούς της Ρωμηοσύνης! Όμως το ράσο συχνά γίνεται αντικείμενο χλεύης εκ μέρους της πονηρής και αγνώμονος γενεάς μας. Με άλλοθι (εκ των υστέρων!) κάποιες τραγικές περιπτώσεις πεπτωκότων ιερωμένων, χυδαία λόγια, ανόητες προλήψεις, ακόμη και αισχρές χειρονομίες όχι σπάνια, σημειώνονται στη θέα και μόνο του κληρικού! Οδυνηρό σύμπτωμα, που ασφαλώς προδίδει υποβόσκουσα βαρύτατη πνευματική νόσο του νεώτερου Ελληνισμού! Κι όταν η μνήμη λειτουργεί, θυμούνται οι παλιότεροι, όχι χωρίς πικρία, ότι κ’ οι αλλόθρησκοι κατακτητές του τόπου μας τιμούσαν τους ιερείς μας και τους Αρχιερείς και δεν αποτελούσε παράξενο φαινόμενο νάβλεπες Τούρκο να φιλάει το χέρι ενός παπά και να ζητάει την ευχή του!…

Ο λόγος του Θεού είναι κατηγορηματικός: «Μ’ όλη σου την ψυχή να ευλαβείσαι τον Κύριο και να τιμάς τους Ιερείς Του. Μ’ όλη σου τη δύναμη ν’ αγαπήσεις Αυτόν ! που σ’ έπλασε και να μην εγκαταλείψεις τους λειτουργούς Του. Να φοβάσαι τον Κύριο και να δοξάζεις τον ιερέα Του…». Και αλλού: «Στους προφήτες μου μην κάνετε κακό!» (Α’ Παραλειπ. 16: 22)

Τους λειτουργούς μου, τους κήρυκες του λόγου μου, τους απεσταλμένους μου, μην τους κακομεταχειρίζεσθε!

Ένα οδυνηρό συμβάν αναφέρεται στη Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Δ’ Βασιλειών, κεφ. Β’. Ο Προφήτης Ελισαίος, ένας κατ’ εξοχήν πονετικός και φιλάνθρωπος άνθρωπος του Θεού, ανέβαινε προς τη Βαιθήλ. Καθώς ανέβαινε, ένα σμάρι αλητόπαιδα άρχισαν να τον γιουχαΐζουν και να τον ειρωνεύονται: «ανάβαινε, φαλακρέ, ανάβαινε!» (ήταν φαλακρός). Βρέθηκε σε στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας ο δούλος του Θεού. Πικράθηκε, γύρισε πίσω και τα κοίταξε και «τα καταράστηκε στο όνομα του Κυρίου». Την πικρία του Προφήτη εκδικήθηκαν την ίδια στιγμή δύο αρκούδες που βγήκαν από το διπλανό δάσος και «όρμησαν πάνω τους και κατασπάραξαν σαράντα δύο παιδιά»! Κατασπάραξαν σαράντα δύο παιδιά! Ασύλληπτα φοβερό πράγμα η πικρία και η δίκαιη αγανάκτηση των λειτουργών του Θεού! Ρίχνει τον αίτιο της στη δικαιοσύνη του Θεού και εφαρμόζεται το «είναι φοβερό να πέσει κανείς στα χέρια του αληθινού Θεού»! (Εβρ. 10: 31).

Ας μην σκεφθεί κανείς: Ο Ελισαίος ήταν Προφήτης· ο παπάς δεν είναι κάτι ανάλογο! Μεγαλύτερος του Προφήτη είναι ο ιερέας! Ο Προφήτης δεν είχε εξουσία ούτε θεία Λειτουργία να τελεί, ούτε αμαρτίες να συγχωρεί, ούτε νεκρούς να λύει από τα δεσμά άθεσμων πράξεων! Την εξουσία, όμως, αυτή την έχει ο ιερέας!… Τα συμπεράσματα είναι άπλα και εύκολα…

Το χειρότερο στις περιπτώσεις ασεβούς συμπεριφοράς έναντι των Κληρικών είναι ότι οι εκδηλώσεις της ασέβειας δεν απευθύνονται προς το πρόσωπο του ιερωμένου (συχνά ούτε καν τον γνωρίζουν οι τολμητίες), αλλά προς το ράσο! Προς την Ιεροσύνη! Επομένως δεν είναι καθόλου υπερβολικό να πει κανείς ότι αυτό είναι μια απ’ τις χειρότερες περιπτώσεις βλασφημίας. Ένα είδος βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος, το οποίο χορηγεί το χάρισμα της Ιεροσύνης! Και είναι σαφής και απερίφραστος ο λόγος τού Θεανθρώπου: «Όποιος μιλήσει προσβλητικά κατά του Αγίου Πνεύματος, αυτόν ο Θεός δεν θα τον συγχωρήσει ούτε στον τωρινό ούτε στον μελλοντικό κόσμο»! (Ματθ. 12: 32).

«Οσμή ζωής», εκδ. Άθως 

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΣ

Η Σύναξη της Παναγίας της Γοργοεπηκόου εορτάζεται στις 1 Οκτωβρίου


Ένα από τα πολλά ονόματα που προσδίδουμε στην Παναγία μας είναι Γοργοϋπήκοος και η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους από το 1646. 
Εκεί, όπως αναφέρεται στο ιστορικό της Μονής, "λάμπει ως πολύφωτος σελήνη, σαν άριστος κυβερνήτης και σοφός οικονόμος το διακυβερνά", φυλάσσοντας από κάθε προσβολή και επήρρεια τους ασκομένους σε αυτό οσίους πατέρες,αλλά και όσους προστρέχουν σ' εκείνη με πίστη, ζητώντας την βοήθεια της. Και γενικά διαφυλάττει και γοργώς και προθύμως υπακούει και ελεεί όλους, όσοι την ευλαβούμαστε και την επικαλούμαστε με πίστη.
Όπως αναφέρει στο Συναξάρι Ο όσιος Νικόδημος, στη Μονή του Δοχειαρίου, στο δεξί μέρος της Τραπέζης του Μοναστηρίου, βρισκόταν μια παλαιά εικόνα της Παναγίας. Οι πατέρες της Μονής αναφέρουν ότι είχε αγιογραφηθεί από την εποχή του κτήτορος της Μονής Νεοφύτου, τον 11ο αιώνα. Το έτος 1646, που ήταν ένα έτος πολύ ύσκολο
για την Ιερά Μονή, διότι δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα για να πληρώσει τους καθορισμένους φόρους στους Τούρκους κατακτητές, ο τραπεζάριος του Μοναστηριού, περνούσε μπροστά από αυτήν την εικόνα συνεχώς, ακόμα και τη νύχτα βαστάζοντας στα χέρια του αναμμένα δαδιά. Μια βραδυά, εκείνο το έτος, λοιπόν, καθώς περνούσε και πάλι μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου, ακούει φωνή να βγαίνει από την εικόνα και να του λέει: "Μην περνάς από εκεί και μαυρίζεις τον τόπο με απνό". Ό μοναχός νομίζοντας ότι κάποιος άνθρωπος φώναξε, καταφρόνησε τη φωνή και δεν έδωσε σημασία. Μετά από λίγες ημέρες, κι ενώ εκείνος συνέχιζε να περνάει μπροστά από την εικόνα με αναμμένα τα δαδιά, ακούει και πάλι τη φωνή να του λέει: '"Ώ Μοναχέ αμόναχε, έως πότε θα συνεχίσεις να καπνίζεις τη μορφή μου και να με μαυρίζεις τιμώντας με;".

Και συγχρόνως με τη φωνή έχασε ο ταλαίπωρος το φως του κι έμεινε τυφλός. "Ετσι καταλαβαίνοντας το σφάλμα του, ότι δηλαδή καταφρόνησε την πρώτη φωνή και δεν υπάκουσε, κατασκεύασε ένα στασίδι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την παρακαλούσε συνεχώς να του συγχωρέσει αυτό το εξ' απροσεξίας αμάρτημα και να του χαρίσει το φως του, ώστε βλέποντας την Αγία Εικόνα της να την δοξάζει και να την ευχαριστεί πάντοτε. Και η Παναγία μας, εισάκουσε την προσευχή του και του είπε: "Ιδού, από σήμερα σου χαρίζω το φως και πρόσεξε στο εξής να μην περάσεις με αναμμένα δαδιά, γιατί εγώ είμαι η Κυρία της Μονής αυτής και γοργά υπακούω σ' εκείνους που με επικαλούνται και τους χαρίζω τα προς σωτηρία αιτήματά τους, διότι καλούμαι Γοργοϋπήκοος".

Από τότε η Αγία αυτή εικόνα ονομάζεται Γοργοϋπήκοος, γιατί πραγματικά με τα θαυμαστά έργα της συνεχώς αποδεικνύει ότι γρήγορα υπακούει σ' εκείνους που προστρέχουν σ' αυτήν με ευλάβεια και πίστη.

Και πραγματικά η χάρη της ενεργεί πάμπολλα θαύματα όχι μόνο στο Άγιο Όρος, αλλά και έξω από αυτό, σε πόλεις και χωριά, σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και σε άλλα μέρη, όπου την ευλαβούνται και την επικαλούνται. Η Παναγία η Γοργοϋπήκοος είναι πολύ θαυματουργή, ιατρεύει διάφορες ασθένειες, χαρίζει παιδιά σε άτεκνα ζευγάρια, φανερώνει απολεσθέντα αντικείμενα, προστατεύει όσους κινδυνεύουν στη θάλασσα, λυτρώνει όσους αιχμαλωτίζονται, θεραπεύει από τον πονοκέφαλο και την κόπωση, ανορθεί τους παραλύτους, χαρίζει το φως στους τυφλούς, θεραπεύει από θανατηφόρες ασθένειες, διώκει τις ακρίδες από τα χωράφια και άλλα πολλά θαυμαστά που βρίσκονται γραμμένα στη Μονή Δοχειαρίου, ως θαυματουργές επεμβάσεις της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου.

Όταν λοιπόν θεραπεύθηκε από την τύφλωση του ο τραπεζάρης Μοναχός, ονόματι Νείλος, οι πατέρες της Μονής έφτιαξαν στο χώρο αυτό ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, αφού η ίδια η Παναγία χαρακτήρισε τον εαυτό της με το επίθετο αυτό. Εκεί τελείται δύο φορές την εβδομάδα η θεία Λειτουργία, εκεί γίνονται οι κουρές των μοναχών και καθημερινά, πρωί και βράδυ, ψάλλονται παρακλήσεις μπροστά στην ιερή εικόνα.

Η πρώτη αγιογραφηθείσα εικόνα της Παναγίας στη Μονή Δοχειαρίου, που έγινε το 1563, την αναφέρει ως Βρεφοκρατούσα, Φοβερά Προστασία και Γοργοεπήκοο.

Πρέπει να επισημάνουμε λοιπόν, ότι η Παναγία όταν μίλησε στο μοναχό δεν χρησιμοποίησε για τον εαυτό της κανένα από τα ονόματα που ήταν γραμμένα στην τοιχογραφία, δηλαδή Γοργοεπήκοος, Βρεφοκοατούσα , Φοβερά Προστασία, αλλά κράτησε για τον εαυτό της το όνομα Γοργοϋπήκοος, δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό ότι υπακούει γρήγορα στις δεήσεις των πιστών και κατ' επέκταση ότι η υπακοή παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη σωτηρία των ανθρώπων.

Μετά το θαύμα στο μοναχό Νείλο, στον οποίο χάρισε πάλι το φως του, η Παναγία μας θέλησε να δείξει μια άλλη ιδιότητά της, ένα άλλο χάρισμα για τη σωτηρία και την πνευματική προκοπή των ανθρώπων κι έδωσε στον εαυτό της το όνομα Γοργοϋπήκοος, τονίζοντας το έργο της διακονίας. Όπως και ο Υιός της, έτσι κι εκείνη διακονεί με άπειρους τρόπους τη σωτηρία μας. Κι όπως με την υπακοή της τότε στα λόγια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ συνέβαλε στη σωτηρία μας, έτσι και τώρα, ως υπακούουσα στα αιτήματά μας, επαναλαμβάνει με ταπείνωση: "ιδού η δούλη Κυρίου". Έτσι βοηθάει και σώζει γρήγορα όσους με πίστη καταφεύγουν σε αυτή και την επικαλούνται και την τιμούν ως Γοργοϋπήκο. Έκτοτε πολλές εικόνες, εκκλησίες, αλλά και μονές τιμούν την Παναγία την Γοργοϋπήκοο. Της στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Η Μητέρα του Κυρίου μας μεριμνά γοργά για τη σωτηρία όλων μας και αναδίδει χάρη σε όλους όσους την επικαλούνται με πίστη, ελπίδα και αγάπη. Ας την επικαλούμαστε πάντοτε, ας ψάλλουμε την παράκληση της και ας την πανηγυρίζουμε την ημέρα της εορτής της, την 1η Οκτωβρίου.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

ΒΙΟΣ ΠΑΤΡΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ

Ο ιερομόναχος πατήρ σεραφείμ Ρόουζ, κατά κόσμον Ευγένιος, γεννήθηκε σε μια τυπική μεσαία αμερικάνικη οικογένεια στο σαν Ντιέγκο της Αμερικής, το 1934. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, άρχισε να ψάχνει την «αλήθεια», όπως έλεγε ο ίδιος και καθώς δεν την έβρισκε στην κοινωνία στην οποία ζούσε, άρχισε να επαναστατεί. Ο ίδιος είχε προ πολλού απορρίψει τον χριστιανισμό της Αμερικής, έτσι όπως τον βίωναν οι άνθρωποι γύρω του, θεωρώντας τον κοσμικό, αδύναμο και ψεύτικο. Πίστευε ότι αυτός ο Χριστιανισμός είχε βάλει τον Θεό σ’ ένα καλούπι. Στράφηκε λοιπόν στα άθεα έργα του Νίτσε που επηρέασαν βαθύτατα την ψυχή του. Όπως ήταν φυσικό όταν η ψυχή πελαγοδρομεί μέσα στην αθεΐα, έπεσε σε πλήρη απόγνωση και σε μια κατάσταση που ο ίδιος περιγράφει αργότερα ως «ζωντανή κόλαση». Ένιωθε ότι δεν μπορούσε με τίποτα να ενταχθεί στον σύγχρονο κόσμο που ζούσε, ότι κανείς δεν τον καταλάβαινε, ούτε καν η οικογένεια του. Ένιωθε ότι γεννήθηκε σε λάθος μέρος, σε λάθος χρόνο. Του άρεσε να περπατά κάτω από τα’ αστέρια, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον συναρπάσει, αφού σε τίποτα δεν πίστευε. Τον πόνο που του άφηνε το κενό πάλευε να τον πνίξει μέσα στο ποτό. Πονούσε και μεθούσε. Ο πόνος του προερχόταν από την αίσθηση ότι ο θεός τον κυνηγούσε ασταμάτητα, γι’ αυτό μεθούσε και Του φώναζε, πολλές φορές με θυμό, να τον αφήσει ήσυχο. Κάποτε μεθυσμένος στάθηκε πάνω στην κορυφή ενός βουνού, σήκωσε τη γροθιά του στον ουρανό, καταράστηκε τον Θεό και Τον προκάλεσε να τον στείλει στην κόλαση. Πίστευε ότι από την κατάσταση της αδιαφορίας που βρισκόταν ήταν προτιμότερη η κόλαση, αφού τότε θα ήταν σίγουρος ότι ο Θεός υπήρχε και δεν θα βασανιζόταν από τις ατέλειωτες αμφιβολίες του. Έστω και για τη στιγμή που τα χέρια του Θεού θα τον τοποθετούσαν στην κόλαση, ένιωθε ότι ακόμα και γι’ αυτή τη στιγμή μπορούσε να κολαστεί. Αργότερα, στις δεκαετίες του 50 και 60, ο Ευγένιος άρχισε να μελετά τον Βουδισμό και έγινε οπαδός του. Παράλληλα έμαθε την κινέζικη γλώσσα άπταιστα με σκοπό να μελετήσει αρχαία ανατολικά κείμενα στην πρωτότυπη γλώσσα τους, ελπίζοντας ότι θα βρει την αλήθεια μέσα σε αυτά. Ωστόσο δεν τη βρήκε ούτε στον βουδισμό, αλλά ανακάλυψε ότι ο βουδισμός τον βύθισε σε μεγαλύτερο κενό. Συνέχισε ν’ αναζητά την αλήθεια που πάντα του διέφευγε. Αναζητώντας τη βρέθηκε ανάμεσα στις αρχαίες θρησκείες και παραδόσεις και σε άλλους δρόμους αδιέξοδους.

Κάποτε επισκέφθηκε μια ορθόδοξη εκκλησία. Γράφει αργότερα γι’ αυτή την εμπειρία: «Όταν επισκέφθηκα μια ορθόδοξη εκκλησία για πρώτη φορά, μου συνέβη κάτι που σε κανένα βουδιστικό ή άλλο ανατολικό ναό δεν είχα νοιώσει. Κάτι μέσα στην καρδιά μου μου είπε ότι γύρισα σπίτι. Η έρευνα μου για την αλήθεια είχε τελειώσει. Με αυτή την αποκάλυψη της ορθοδοξίας και με την συναναστροφή μου με ορθοδόξους, μια καινούργια σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό μου: ότι η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά είναι πολύ συγκεκριμένη και αξίζει ν’ αγαπιέται με όλη μας την καρδιά και με όλο μας το είναι. Έτσι, γνώρισα τον Χριστό». Πριν ανακαλύψει ο Ευγένιος την αλήθεια υπέφερε από την ατέλειωτη έλλειψή της. Τώρα που την βρήκε υπέφερε για χάρη της. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του ζώντας γι’ αυτή την Αλήθεια και μάλιστα σκοτώνοντας τον εαυτό του για να την παραδώσει σε άλλους. Μαζί μ’ ένα νεαρό Ρώσο που ονομαζόταν Γκλέμπ συγκρότησαν μια αδελφότητα που την ονόμασαν «ο Άγιος γερμανός της Αλάσκα». Ζούσαν πλέον μαζί αφιερωμένοι στην ιεραποστολή της Ορθόδοξης αλήθειας. Για πνευματικό τους διάλεξαν τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, που με την βοήθειά, τις προσευχές και τις ευλογίες του, συγκρότησαν την ιεραποστολική αδελφότητα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς είχε ήδη προφητέψει από το 1967 περίπου, λίγο πριν την κοίμησή του, ότι σε λίγα χρόνια στην Καλιφόρνια θα γινόταν ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι. Ο Ευγένιος λοιπόν και ο Γκλέμπ άνοιξαν ένα βιβλιοπωλείο στα πλαίσια της ιεραποστολής τους, ενώ νυχθημερόν μετέφραζαν θρησκευτικά κείμενα Πατέρων και άλλα, που ποτέ δεν είχαν μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα και παράλληλα τα τύπωναν μ’ ένα χειροκίνητο παλιό τυπογραφικό μηχάνημα, το οποίο αγόρασαν, για να έχουν έτσι την δυνατότητα να διαδώσουν την Ορθοδοξία στην περιοχή τους και ακόμα παραπέρα.

Επειδή όμως γρήγορα ο κόσμος και η πόλη τους κούρασε, και επειδή οι ψυχές τους λαχταρούσαν να ανέβουν ακόμα υψηλότερα, όσο γίνεται πιο κοντά στο Θεό, εγκαταλείπουν την πόλη και μεταφέρουν το τυπογραφείο τους σ’ ένα ερημικό μέρος της βόρειας Καλιφόρνιας, στο οποίο δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από τη φύση που έφτιαξε ο Θεός. Εκεί, χωρίς νερό τρεχούμενο, χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο, άρχισαν να ζουν σαν ασκητές παλαιών χρόνων, με μόνιμους συντρόφους τις αρκούδες, τις νυχτερίδες, τα φίδια και τα άλλα ερπετά της ερημιάς εκείνης. Και έφτασε η ώρα για τους δυο φίλους να ενωθούν για πάντα με το θεό και ν’ αφιερωθούν εξ’ ολοκλήρου σ’ Εκείνον, όπως ήταν άλλωστε και ο πόθος της καρδιάς τους. Ήταν το 1970, όταν οι δυο φίλοι έγιναν μοναχοί και ο Ευγένιος έλαβε το όνομα Σεραφείμ, από τον γνωστό άγιο της Ρωσίας άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και ο Γκλέμπ έλαβε το όνομα Γερμανός, από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκα.

Οι δυο μοναχοί, μέσα στην έρημο μακριά από τον θόρυβο του κόσμου, έγιναν μια ψυχή, θυσιάζοντας τον εαυτό τους και μεταφράζοντας συνεχώς ορθόδοξα κείμενα, Πατέρες, κηρύγματα, διδαχές για να υπάρχουν όσο το δυνατόν διαθέσιμα αγγλικά κείμενα για να μοιράζουν στον κόσμο και να κερδίζουν ψυχές. Έτσι λοιπόν, εκπληρώνεται η προφητεία του Αγίου Ιωάννου του Μαξίμοβιτς, αφού ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι ιδρύεται από εδώ και μπρος στην Καλιφόρνια. Κάτω από το φως των κεριών, στο μικρό κελί του ο πατήρ Σεραφείμ έγραφε πολλά βιβλία για την πνευματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και μετέφραζε πατερικά κείμενα για την πνευματική ζωή στην αγγλική γλώσσα. Αυτά τα χρόνια, στις κομμουνιστικές χώρες, τα γραπτά του για τον πόνο και την ψυχή μετά τον θάνατο είχαν ανυπολόγιστη επίδραση σε εκατομμύρια ψυχές. Τα γραπτά του κρυφά μεταφέρθηκαν και μοιράστηκαν από ανθρώπους με πίστη στην κομμουνιστική Ρωσία και αλλού, με κίνδυνο της ζωής τους, αφού όποιον συνελάμβαναν να μοιράζει ορθόδοξα έντυπα, βιβλία ή φυλλάδια μπορούσαν άνετα και να τον εκτελέσουν. Το μήνυμα του π. Σεραφείμ για τον πόνο και τους διωγμούς χάρη της πίστης μας στο Χριστό, συγκίνησε βαθύτατα τον λαό που σταυρωνόταν από το αθεϊστικό καθεστώς. Μέχρι και σήμερα στη Ρωσία τα έργα του π. Σεραφείμ είναι πασίγνωστα και απολαμβάνουν μεγάλη εκτίμηση. Το 1982 ο π. Σεραφείμ μιλά σ’ ένα πανεπιστήμιο για τα σημεία των καιρών. Ένας φοιτητής που τον παρακολουθεί καθηλωμένος από τα λόγια του και που ο ίδιος θα γίνει αργότερα μοναχός στο μοναστήρι του π. Σεραφείμ, γράφει: «Αυτό που με εντυπωσίασε πιο πολύ στον π. Σεραφείμ ήταν το γεγονός ότι ήταν άνθρωπος που θυσίαζε ολόκληρο τον εαυτό του για τον Θεό. Δεν ήταν ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που αποζητούσε χρήματα, ούτε ένας θρησκευτικός ηγέτης που επιζητούσε δύναμη και δόξα. Ήταν ένας απλός μοναχός που ποθούσε απάνω απ’ όλα την αλήθεια. Πιστεύω ότι αυτός θα μπορούσε και να πεθάνει για την αλήθεια, για την οποία ήδη φαινόταν ότι είχε αρχίσει να πεθαίνει».

Εν τω μεταξύ ο π. Σεραφείμ γίνεται ιερέας και ένα πολύ σπουδαίο έργο που χαρακτηρίζει τη ζωή του είναι οι αναρίθμητες βαπτίσεις που κάνει. Ένας σύγχρονος απόστολος, που εκπλήρωσε το « πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Με τις μεταφράσεις του και τις εκδόσεις του μαθήτευσε το έθνος των Αμερικανών στην ορθοδοξία. Και με τις βαπτίσεις του έσωσε χιλιάδες ψυχές που οδηγήθηκαν στην αλήθεια χάρη σ’ αυτόν.

Ότι είναι ο π. Κοσμάς Γρηγοριάτης για την Αφρική, είναι ο π. Σεραφείμ για την Αμερική. Το όνομά του, το έργο του, η δράση του εξαπλώθηκε όμως και πέρα από την Αμερική. Ακόμη και στη χώρα μας έχουν τα τελευταία χρόνια μεταφραστεί λίγα από τα έργα του. Αρκούσαν λίγα χρόνια επίγειας ζωής για ν’ αναδείξουν στον ουρανό ένα μεγάλο άγιο που ο χρόνος και ο Θεός θα δικαιώσουν. Και μιλάμε για λίγα χρόνια επίγειας ζωής γιατί, ενώ ο π. Σεραφείμ έγραφες, μετέφραζε και βάπτιζε, τελείως ξαφνικά αρρώστησε βαριά, έως θανάτου. Ήταν καλοκαίρι του 1982 και μαζί με την ανυπόφορη ζέστη, είχε να αντιμετωπίσει και φρικτούς πόνους. Τα υπέμεινε όμως όλα, χωρίς να γογγύζει καθόλου.

Παρ’ όλο που πονούσε τόσο πολύ, δεχόταν τους προσκυνητές που έφταναν στον μοναστήρι, στο κελί του, για να τους δώσει συμβουλές, για να τους απαλύνει τον πόνο τους, για να προσφέρει μέχρι τελευταία στιγμή τον εαυτό του για την αγάπη του αδελφού, για την αγάπη του Θεού του. Έπ’ ουδενί δεν ήθελε ν’ αφήσει το μοναστηράκι του και το ασκητικό κελί του για να παρηγορηθεί έστω λίγο μέσα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου. Όταν όμως έπεσε λιπόθυμος μέσα σε φρικτούς πόνους, οι πατέρες τον πήγαν στο νοσοκομείο, ενώ εκείνος ψιθύριζε συνεχώς «δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός». Οι γιατροί στο νοσοκομείο απλώς διαπίστωσαν ότι η αρρώστια του ήταν σπάνια και ανίατη και είχε ήδη προκαλέσει γάγγραινα στο παχύ έντερο. Μάλιστα οι γιατροί εξέφρασαν την απορία τους πως δεν ούρλιαζε από τους πόνους και πώς άντεχε χωρίς νάρκωση. Τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο, χωρίς όμως να έχουν και πολλές ελπίδες. Πραγματικά στην εγχείρηση διαπίστωσαν ότι είχαν πειραχτεί και άλλα ζωτικά όργανα, με αποτέλεσμα παρόλο που του αφαίρεσαν ένα κομμάτι του παχέως εντέρου, να μη δίνουν περισσότερο από 2% πιθανότητες ν’ αναρρώσει. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία και κόσμος άρχισε να συρρέει ελπίζοντας όλοι σ’ ένα θαύμα. Ένιωθαν ότι έχαναν τον πατέρα του, το στήριγμά τους, την ελπίδα τους. Από εκείνον έμαθαν για το Χριστό, από τα χέρια του βαπτίστηκαν και από τα χέρια του λάμβαναν τακτικά το σωτήριο φάρμακο της Θείας Ευχαριστίας. Δεν το χωρούσε ο νους τους ότι θα τον έχαναν. Καθημερινά βέβαια ήταν κοντά του οι πατέρες από το μοναστήρι του και ειδικά ο π. Γερμανός που μαζί ήταν μια ψυχή σε δυο σώματα. Καθώς το τέλος πλησίαζε, ο π. Γερμανός γι’ άλλη μια φορά, όπως τακτικά έκανε, τον εξομολόγησε και πάλι, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν τέλεσε το ευχέλαιο. Όταν του έτεινε το Ευαγγέλιο για να προσκυνήσει και ενώ ο π. Σεραφείμ βρισκόταν πλέον σε κωματώδη κατάσταση- ω του θαύματος!- ανασηκώθηκε και αφού προσκύνησε το Ευαγγέλιο το οποίο με τόσο ζήλο και πίστη υπηρέτησε και διέδωσε, εξουθενωμένος, έπεσε πάλι στην ίδια κωματώδη κατάσταση. Όταν ήρθε το τέλος, ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Πάντα έλεγε ότι πρέπει να υποφέρουμε πόνους και μαρτύρια γιατί ο πόνος καθαρίζει την ψυχή και την φέρνει πιο κοντά στο Θεό. Το τέλος του ήταν ένα μαρτύριο. Όπως κι ο Χριστός μας υπέφερε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας, έτσι και ο π. Σεραφείμ για την Αγάπη Του και την Αλήθεια Του, υπέφερε έως τέλους τους πόνους της αρρώστιας του που τον έφερε στην αγκαλιά του Νυμφίου του Χριστού για ν’ απολαύσει πλέον στην άλλη ζωή, στα ουράνια σκηνώματα του Παραδείσου, όσα ονειρεύτηκε από παιδί η αγνή ψυχή του. Αν και ήταν Αύγουστος και η θερμοκρασία ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και παρόλο που το σκήνωμά του για τρεις ημέρες εκτέθηκε σε προσκύνημα, ωστόσο όχι μόνο δεν μύρισε, αλλά ευωδίαζε.

Στο πρόσωπό του το τόσο ταλαιπωρημένο και χαραγμένο πριν από τους πόνους, απλώθηκε ένα μειδίαμα, αμέσως μόλις παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Ουράνιου Νυμφίου του. Είδε πλέον με τα μάτια του, με την ίδια του την ψυχή, την Αλήθεια, για την οποία τόσο πάλεψε, τόσο αναζήτησε και τόσο θυσιάστηκε.

Ας έχουμε όλοι την ευχή του.

Πηγή: www.vatopaidi.wordpress.com

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Τι είναι το Αντίδωρον;

Το Αντίδωρον είναι ευλογημένος άρτος που βγαίνει από τα πρόσφορα που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θεία Λειτουργία (γι’ αυτό και ονομασία πρόσφορο, από το ρήμα προσφέρω).
Κατά την ώρα που γίνεται η ακολουθία της προσκομιδής προφέρονται άρτοι (πρόσφορα), συνήθως τρία ή πέντε για να εξαχθούν οι μερίδες των εννέα ταγμάτων.
Πρώτα εξάγεται ο αμνός Δεύτερον εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου. Τρίτον εξάγονται οι μερίδες των εννέα ταγμάτων. Πρώτα εξάγεται ο αμνός που συμβολίζει και τυποί το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Δεύτερον εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου. Τρίτον εξάγονται οι μερίδες των εννέα ταγμάτων, δηλαδή πάντων και πασών των αγίων της Εκκλησίας (πρόκειται για εννέα τριγωνικές μερίδες) Τέταρτον εξάγεται η μερίδα υπέρ του οικείου επισκόπου (Πατριάρχου, Αρχιεπισκόπου, Μητροπολίτου για τα δεδομένα της Ελλάδας) και πέμπτον εξάγονται οι μερίδες των ζώντων και κεκοιμημένων, της θριαμβεύουσας και της στρατευμένης Εκκλησίας (πρόκειται για μαργαρίτες, μικρά δηλ. ψίχουλα). Τα υπόλοιπα των άρτων (προσφόρων) που προσκομίζονται στην Πρόθεση είναι αυτά που ονομάζουμε Αντίδωρα.
Το μέγεθος των Αντιδώρων κατά τη Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά τέτοιο που να επαρκεί ώστε να διανέμεται σε όσους δεν μετέλαβαν των αχράντων Μυστηρίων, οι οποίοι, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, «πάντες εκείνου (ενν. του Σώματος και Αίματος Χριστού, δηλ. του Δώρου) ικανοί μεταχείν τούτο (δηλ. το αντίδωρον) δίδονται αντ’ εκείνου» (Συμεών Θεσ/νίκης, P.G. 155, 301D), που είναι και το κύριο Δώρον της Εκκλησίας. Η μετοχή στον αγιασμό του Θεού έρχεται σε κάθε πιστό άνθρωπο μέσα από τα αισθητά και ορώμενα πράγματα.
Ο άνθρωπος ανάγεται στα Θεϊκά μέσα από τα αισθητά. Για τον λόγο αυτό και το Αντίδωρο που είναι μετοχή αγιασμού Θεού γίνεται με τη μετάληψη αυτού του αισθητού άρτου. Σχετικά ο άγιος Συμεών Θες/νίκης αναφέρει: «Επεί δε και δι’ αισθητών τινών ως σώμα περικειμένοις τον αγιασμόν έδει λαβείν, δια του αντιδώρου γίνεται» (Συμεών Θεσ/νίκης. P.G. 155, 745D).
Η Εκκλησία ορίζει ο πιστός να λαμβάνει κάθε φορά Δώρο, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η ίδια δεν επιθυμεί όμως και εκείνοι που δεν είναι προετοιμασμένοι για τη μετοχή του Δώρου, να φεύγουν απ’ αυτήν χωρίς να λαμβάνουν κάτι. Είναι το Αντίδωρον μια πράξη αγάπης και φιλανθρωπίας για όλους εκείνους του αναξίους της μετοχής. Και μπορεί το Αντίδωρο να μην είναι το ίδιο Σώμα του Χριστού, όμως είναι άρτος «ηγιασμένος» γιατί σφραγίστηκε ολόκληρος (ο άρτος) με τη λόγχη και δέχθηκε από το λειτουργούντα και προσκομίζοντα Ιερέα τα άγια λόγια. Ο άγιος Συμεών Θεσ/νίκης αναφέρει «’Επεί και ηγιασμένος εστί και ούτος άρτος, σφραγιζόμενός τε τη λόγχη, και ιερά δεχόμενος ρήματα» (Συμεών Θεσ/νίκης P.G. 155, 304Α). Πρόκειται περί «δωρεάς θείας πάροχον» (Συμεών Θεσ/νίκης P.G. 155, 304Α).
Το Αντίδωρο τρώγεται εκείνη την ώρα που λαμβάνεται, όταν ο χριστιανός που το λαμβάνει είναι από το πρωί νηστικός. Πάντως κανένας πιστός δεν πρέπει να αναχωρεί από το ναό μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, χωρίς να λάβει το Αντίδωρον από το χέρι του λειτουργούντος Ιερέως.
Είναι κακή συνήθεια να διανέμεται το Αντίδωρο στο παγκάρι από τους Εκκλησιαστικούς Επιτρόπους που είναι λαϊκοί, είτε να λαμβάνεται δι’ αυτοεξυπηρετήσεως από τους ίδιους τους πιστούς. Λαμβάνοντας μόνος του κανείς το Αντίδωρο στερείται της ευκαιρίας να λάβει την ευλογία του Λειτουργούντος Ιερέως.
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι δε (πιστοί) συν ευλαβεία πάση δέχονται (το Αντίδωρον) και καταφιλούν την δεξιάν, ως αν προσφάτως αψαμένην του Παναγίου Σώματος του Σωτήρος Χριστού και τον εκείθεν αγιασμόν και δεξαμένην και μεταδούναι τοις ψαύουσι δυναμένην» (Νικολάου Καβάσιλα, Εις ερμηνείαν της Θείας Λειτουργίας, κεφ. μστ΄). Επειδή για το πρόσφορο υπάρχει ο συμβολισμός ότι θεωρείται το σώμα της Παναγίας, για αυτό το σχήμα του προσφόρου είναι στρογγυλό, ομοιάζοντας με την κοιλιά της Παναγίας απ’ την οποία εξάγεται ο Χριστός, ομοίως και το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου Παναγίας.
Ο ιερέας όταν μοιράζει το Αντίδωρο στους πιστούς λέει την ευχή: «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι επί σε», σε κάθε χριστιανό που προσέρχεται. Και με την ευχή αυτή προσφέρει μία ακόμη ευλογία, στις άλλες δύο που είναι αυτό τούτο το Αντίδωρο και ο ασπασμός του χεριού του.
Πολλοί πιστοί ζητούν, κατά την στιγμή που λαμβάνουν την προσωπική τους μερίδα Αντιδώρου από τον Ιερέα, να λάβουν και άλλα περισσότερα Αντίδωρα γιατί θέλουν να μεταλαμβάνουν από αυτό όλες τις ημέρες της εβδομάδας που δεν μπορούν να μετέχουν στην Εκκλησία.
Καλή και ευλογημένη αυτή η συνήθεια. Όμως το Αντίδωρον είναι αντί της μετοχής των αχράντων Μυστηρίων στη συγκεκριμένη μέρα, χρόνο και τόπο τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Μαζί με τον εκκλησιασμό έρχεται ή το Δώρο, ή το Αντίδωρον. Εκτός του εκκλησιασμού ποια η θέση του;
Ακόμη συνηθίζεται από πολλούς Ιερείς, εξαιτίας παλαιοτέρων συνηθειών από προκατόχους Ιερείς, να μοιράζουν μαζί με το Αντίδωρον τα λεγόμενα «Υψώματα». Το «Ύψωμα», κατ’ ακρίβειαν της λέξεως, είναι ό,τι υψώνεται από τους άρτους στην Αγία Πρόθεση και προσκομίζεται. Η δικαιολογία από μερίδα κληρικών που διανέμουν «Υψώματα» εστιάζεται στο γεγονός ότι αποτελούν «πνευματικά έπαθλα» για όσους εκ των πιστών ενασχολούνται με τα άγια πράγματα της Εκκλησίας. Η διανομή των «Υψωμάτων» διατείνονται μερικοί ότι δημιουργεί άμιλλα πνευματικού χαρακτήρα.
Αλλά πάλι εκ των πιστών, σε περιόδους νηστείας βαστούν το λεγόμενο «τριήμερο» και δεν τρώνε για τρεις ημέρες τίποτε άλλο παρεκτός του Αντιδώρου κάθε πρωί ή κατά Θ΄ Ώρα, δηλ. στις 3 μ.μ. Όλες αυτές είναι ευλογημένες συνήθειες που προέρχονται από την εκτίμηση της σημασίας και της αξίας που έχει ο ευλογημένος αυτός άρτος της προσφοράς. Ο Μέγας Αγιασμός των Θεοφανείων πίνεται πριν από την λήψη του Αντιδώρου.
Ακόμη υπάρχει η ευλαβική συνήθεια μερικών πιστών να ζητούν το ύψωμα της Θείας Λειτουργίας της Μεγάλης Πέμπτης για ευλογία για όλο το χρόνο. Αυτή η πράξη φαίνεται ότι έχει επιδράσει από την εξαγωγή του αμνού της Μεγάλης Πέμπτης για τη Θεία Κοινωνία των ασθενών. Κι αυτή η συνήθεια εντάσσεται στην απλοϊκή ευλάβεια των πιστών.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε και την σημασία της μετ’ ευλαβείας βρώσεως του Αντιδώρου που δείχνει και τον προσωπικό, κατ’ επίγνωση σεβασμό του εσθιόντος «μετά φόβου Θεού».
Πηγή: www.imverias.blogspot.gr